Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 49


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Ακουσατε μου, αι νησοι? και προσεξατε, λαοι μακρυνοι? Ο Κυριος με εκαλεσεν εκ κοιλιας? εκ των σπλαγχνων της μητρος μου ανεφερε το ονομα μου.1 Hallgassatok rám, szigetek, és figyeljetek, népek, a távolból! Az Úr hívott el engem az anyaméhtől fogva, anyám méhétől emlegette nevem.
2 Και εκαμε το στομα μου ως μαχαιραν οξειαν? υπο την σκιαν της χειρος αυτου με εκρυψε, και με εκαμεν ως βελος εκλεκτον, και εν τη φαρετρα αυτου με εκρυψε,2 Olyanná tette számat, mint az éles kard, keze árnyékában rejtett el engem; olyanná tett, mint a hegyes nyíl, tegzébe dugott engem.
3 και ειπε προς εμε, Συ εισαι ο δουλος μου, Ισραηλ, εις τον οποιον θελω δοξασθη.3 Így szólt hozzám: »Szolgám vagy, Izrael, benned fogok megdicsőülni.«
4 Και εγω ειπα, Ματαιως εκοπιασα? εις ουδεν και εις ματην κατηναλωσα την δυναμιν μου? πλην η κρισις μου ειναι μετα του Κυριου και το εργον μου μετα του Θεου μου.4 De én azt mondtam: »Hasztalan fáradoztam, hiába és feleslegesen fecséreltem erőmet. De igazságom az Úrnál van, és munkám jutalma Istenemnél.«
5 Τωρα λοιπον λεγει Κυριος, ο πλασας με εκ κοιλιας δουλον αυτου, δια να επαναφερω τον Ιακωβ προς αυτον και δια να συναχθη προς αυτον ο Ισραηλ, και θελω δοξασθη εις τους οφθαλμους του Κυριου, και ο Θεος μου θελει εισθαι η δυναμις μου?5 Most pedig így szól az Úr, aki az anyaméhtől fogva szolgájának alkotott engem, hogy visszavezessem hozzá Jákobot, és Izrael hozzá gyűljön; mert becses vagyok az Úr szemében, és Istenem lett az én erőm;
6 και ειπε, Μικρον ειναι το να ησαι δουλος μου δια να ανορθωσης τας φυλας του Ιακωβ και να επαναφερης το υπολοιπον του Ισραηλ? θελω προσετι σε δωσει φως εις τα εθνη, δια να ησαι η σωτηρια μου εως εσχατου της γης.6 ezt mondta: »Kevés az, hogy szolgám légy, hogy helyreállítsd Jákob törzseit, és Izrael maradékát visszatérítsd; a nemzetek világosságává teszlek, hogy eljusson üdvösségem a föld végéig.«
7 Ουτω λεγει Κυριος, ο Λυτρωτης του Ισραηλ, ο Αγιος αυτου, προς εκεινον τον οποιον καταφρονει ανθρωπος, προς εκεινον τον οποιον βδελυττεται εθνος, προς τον δουλον των εξουσιαστων? Βασιλεις θελουσι σε ιδει και σηκωθη, ηγεμονες και θελουσι σε προσκυνησει, ενεκεν του Κυριου, οστις ειναι πιστος, του Αγιου του Ισραηλ, οστις σε εξελεξεν7 Így szól az Úr, Izrael megváltója, Szentje, ahhoz, akit megvetnek az emberek, akit utálnak a nemzetek, a kényurak szolgájához: »Királyok látnak majd, és felállnak, fejedelmek, és leborulnak, az Úr miatt, aki hűséges, Izrael Szentje miatt, aki kiválasztott téged.«
8 Ουτω λεγει Κυριος? Εν καιρω δεκτω επηκουσα σου και εν ημερα σωτηριας σε εβοηθησα? και θελω σε διαφυλαξει και θελω σε δωσει εις διαθηκην των λαων, δια να ανορθωσης την γην, να κληροδοτησης κληρονομιας ηρημωμενας?8 Így szól az Úr: »A kegyelem idején meghallgatlak téged, és a szabadulás napján megsegítelek; megőrizlek, s a nép szövetségévé teszlek, hogy helyreállítsd az országot, és kioszd az elpusztított örökséget;
9 λεγων προς τους δεσμιους, Εξελθετε? προς τους εν τω σκοτει, Ανακαλυφθητε. Θελουσι βοσκηθη πλησιον των οδων, και αι βοσκαι αυτων θελουσιν εισθαι εν πασι τοις υψηλοις τοποις.9 hogy azt mondd a foglyoknak: ‘Jöjjetek ki!’, és azoknak, akik sötétségben vannak: ‘Lépjetek a napvilágra!’ Az utak mellett legelnek majd, és minden kopár dombon lesz legelőjük.
10 δεν θελουσι πεινασει ουδε διψησει? δεν θελει προσβαλλει αυτους ουτε καυσων ουτε ηλιος? διοτι ο ελεων αυτους θελει οδηγησει αυτους και δια πηγων υδατων θελει φερει αυτους.10 Nem éheznek és nem szomjaznak, nem sújtja őket forróság és nap, mert aki megkönyörült rajtuk, az vezeti őket, és vizek forrásához irányítja őket.
11 Και θελω καμει παντα τα ορη μου οδους, και αι τριβοι μου θελουσιν υψωθη.11 Minden hegyemet úttá teszem, és ösvényeim kiemelkednek.
12 Ιδου, ουτοι θελουσιν ελθει μακροθεν? και ιδου, ουτοι απο βορρα και απο νοτου και ουτοι απο της γης του Σινειμ.12 Íme, ezek messziről jönnek, és íme, azok északról meg nyugatról, mások pedig Sziním földjéről.«
13 Ευφραινεσθε, ουρανοι? και αγαλλου, η γη? αλαλαξατε, τα ορη? διοτι ο Κυριος παρηγορησε τον λαον αυτου και τους τεθλιμμενους αυτου ελεησεν.13 Ujjongjatok, egek, és örvendj, te föld, ujjongásban törjetek ki, hegyek! Mert megvigasztalja népét az Úr, és szegényein megkönyörül.
14 Αλλ' η Σιων ειπεν, Ο Κυριος με εγκατελιπε και ο Κυριος μου με ελησμονησε.14 Azt mondta Sion: »Elhagyott engem az Úr, és Uram megfeledkezett rólam.«
15 Δυναται γυνη να λησμονηση το θηλαζον βρεφος αυτης, ωστε να μη ελεηση το τεκνον της κοιλιας αυτης; αλλα και αν αυται λησμονησωσιν, εγω ομως δεν θελω σε λησμονησει.15 Megfeledkezhetik-e csecsemőjéről az asszony, nem könyörül-e méhe magzatán? Még ha az meg is feledkeznék, én akkor sem feledkezem meg rólad!
16 Ιδου, επι των παλαμων μου σε εζωγραφισα? τα τειχη σου ειναι παντοτε ενωπιον μου.16 Íme, tenyeremre rajzoltalak téged; falaid előttem vannak szüntelen.
17 Τα τεκνα σου θελουσιν ελθει μετα σπουδης? οι δε καταστρεφοντες σε και ερημονοντες σε θελουσιν εξελθει απο σου.17 Sietnek építőid; rombolóid és pusztítóid pedig kivonulnak belőled.
18 Υψωσον κυκλω τους οφθαλμους σου και ιδε? παντες ουτοι συναθροιζονται ομου, ερχονται προς σε. Ζω εγω, λεγει Κυριος, οτι συ θελεις ενδυθη παντας τουτους ως κοσμημα, και ως νυμφη θελεις στολισθη αυτους.18 Hordozd körül szemedet, és lásd: mindnyájan összegyűltek, eljöttek hozzád! »Életemre mondom – szól az Úr –, hogy valamennyit díszként öltöd fel, és magadra kötöd őket, mint a menyasszony.«
19 Διοτι οι ηφανισμενοι σου και οι ηρημωμενοι σου τοποι και η γη σου η κατεφθαρμενη θελουσιν εισθαι τωρα παραπολυ μαλιστα στενοι δια τους κατοικους σου? εκεινοι δε, οιτινες σε κατετρωγον, θελουσι μακρυνθη απο σου.19 Mert romjaid és pusztaságaid, elpusztított országod most szűk lesz lakóidnak, és távol lesznek pusztítóid.
20 Τα τεκνα, τα οποια θελεις αποκτησει μετα την ατεκνιαν σου, θελουσιν ειπει προσετι εις τα ωτα σου, Στενος ειναι ο τοπος δι' εμε? καμε εις εμε τοπον δια να κατοικησω.20 Mondani fogják még füled hallatára gyermektelenséged fiai: »Szűk nekem a hely, adj teret, hogy ott lakhassam!«
21 Τοτε θελεις ειπει εν τη καρδια σου, Τις εγεννησεν εις εμε ταυτα, ενω εγω ημην ητεκνωμενη και ερημος, αιχμαλωτος και μεταφερομενη; ταυτα δε τις εξεθρεψεν; ιδου, εγω ειχον εγκαταλειφθη μονη? ταυτα που ησαν;21 Akkor ezt mondod majd szívedben: »Ki szülte nekem ezeket? Hiszen én gyermektelen és meddő vagyok, száműzött és eltaszított. Ki nevelte fel ezeket? Íme, én egyedül maradtam; hol voltak ezek?«
22 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, θελω υψωσει την χειρα μου προς τα εθνη και στησει την σημαιαν μου προς τους λαους, και θελουσι φερει τους υιους σου εν ταις αγκαλαις και αι θυγατερες σου θελουσι φερθη επ' ωμων?22 Így szól az Úristen: »Íme, fölemelem kezemet a nemzetek felé, és a népek felé fölemelem zászlómat; ölben hozzák majd fiaidat, és leányaidat vállukra emelik.
23 και βασιλεις θελουσιν εισθαι οι παιδοτροφοι σου και αι βασιλισσαι αυτων αι τροφοι σου? θελουσι σε προσκυνησει με το προσωπον προς την γην και γλειφει το χωμα των ποδων σου? και θελεις γνωρισει, οτι εγω ειμαι ο Κυριος και οτι οι προσμενοντες με δεν θελουσιν αισχυνθη.23 Királyok lesznek a gondozóid, és fejedelemasszonyaik a dajkáid; arccal a földre borulnak előtted, és lábad porát nyalják. Akkor megtudod, hogy én vagyok az Úr, és nem szégyenülnek meg, akik bennem remélnek.«
24 Δυναται το λαφυρον να αφαιρεθη απο του ισχυρου η να ελευθερωθωσιν οι δικαιως αιχμαλωτισθεντες;24 El lehet-e venni a hőstől a prédát, és az erőszakosnak zsákmánya megszabadulhat-e?
25 Αλλ' ο Κυριος ουτω λεγει? Και οι αιχμαλωτοι του ισχυρου θελουσιν αφαιρεθη και το λαφυρον του τρομερου θελει αποσπασθη? διοτι εγω θελω δικολογησει προς τους δικολογουντας κατα σου και εγω θελω σωσει τα τεκνα σου.25 Bizony, így szól az Úr: »A hősnek zsákmányát is elveszik, és az erőszakosnak prédája megszabadul. Akik veled perelnek, azokkal én fogok perelni, és fiaidat én szabadítom meg.
26 Τους δε καταθλιβοντας σε θελω καμει να φαγωσι τας ιδιας αυτων σαρκας? και θελουσι μεθυσθη με το ιδιον αυτων αιμα, ως με νεον οινον? και θελει γνωρισει πασα σαρξ, οτι εγω ο Κυριος ειμαι ο Σωτηρ σου και ο Λυτρωτης σου, ο Ισχυρος του Ιακωβ.26 Megetetem elnyomóidat saját húsukkal, és mint a musttól, megittasodnak saját vérüktől. Akkor megtudja minden ember, hogy én vagyok az Úr, a te szabadítód, és a te megváltód, Jákob Hatalmasa.«