Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 36


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Εν τω δεκατω τεταρτω ετει του βασιλεως Εζεκιου ανεβη Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας επι πασας τας οχυρας πολεις του Ιουδα και εκυριευσεν αυτας.1 Történt Hiszkija király tizennegyedik esztendejében, hogy felvonult Szanherib, Asszíria királya Júda minden megerősített városa ellen, és bevette őket.
2 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ασσυριας τον Ραβ-σακην απο Λαχεις εις Ιερουσαλημ, προς τον βασιλεα Εζεκιαν, μετα δυναμεως μεγαλης. Και εσταθη εν τω υδραγωγω, της ανω κολυμβηθρας εν τη μεγαλη οδω του αγρου του γναφεως.2 Ekkor elküldte Asszíria királya a főpohárnokát Lákisból Jeruzsálembe, Hiszkija királyhoz nagy hadsereggel, és az fel is állt a Felső-tó vízvezetéke mellett a Ruhamosók mezejéhez vivő úton.
3 Τοτε εξηλθον προς αυτον Ελιακειμ, ο υιος του Χελκιου, ο οικονομος, και Σομνας ο γραμματευς και Ιωαχ, ο υιος του Ασαφ, ο υπομνηματογραφος.3 Kiment hozzá Eljakim, Helkija fia, az udvarnagy, Sebna, az írnok és Joah, Ászáf fia, a főtanácsos.
4 Και ειπε προς αυτους ο Ραβ-σακης, Ειπατε τωρα προς τον Εζεκιαν, Ουτω λεγει ο βασιλευς ο μεγας, ο βασιλευς της Ασσυριας? Ποιον ειναι το θαρρος, επι το οποιον θαρρεις;4 Ekkor így szólt hozzájuk a főpohárnok: »Mondjátok meg Hiszkijának, ezt mondja a nagykirály, Asszíria királya: Mi ez a bizalom, miben bízol?
5 Λεγεις, πλην ειναι λογοι χειλεων, Εχω βουλην και δυναμιν δια πολεμον. Αλλ' επι τινα θαρρεις ωστε απεστατησας εναντιον μου;5 Azt gondolod: ‘Az ajkak beszéde már jó terv és elég erő a hadakozáshoz?’ Most kiben bízol, hogy fellázadtál ellenem?
6 Ιδου, θαρρεις επι την ραβδον του συντετριμμενου εκεινου καλαμου, επι την Αιγυπτον? επι του οποιου εαν τις επιστηριχθη, θελει εμπηχθη εις την χειρα αυτου και τρυπησει αυτην? τοιουτος ειναι ο Φαραω ο βασιλευς της Αιγυπτου προς παντας τους θαρρουντας επ' αυτον.6 Íme, te ebben a törött nádpálcában, Egyiptomban bizakodsz, mely annak, aki rátámaszkodik, belemegy a tenyerébe, és átlyukasztja. Ilyen a fáraó, Egyiptom királya, mindazok számára, akik benne bíznak.
7 Αλλ' εαν ειπης προς εμε, Επι Κυριον τον Θεον ημων θαρρουμεν, δεν ειναι αυτος, του οποιου τους υψηλους τοπους και τα θυσιαστηρια αφηρεσεν ο Εζεκιας και ειπε προς τον Ιουδαν και προς την Ιερουσαλημ, Εμπροσθεν τουτου του θυσιαστηριου θελετε προσκυνησει;7 Ha pedig azt mondjátok nekem: ‘Az Úrban, a mi Istenünkben bízunk’, nemde ő az, akinek magaslatait és oltárait Hiszkija eltávolította, és azt mondta Júdának és Jeruzsálemnek: ‘Ez előtt az oltár előtt boruljatok le?’
8 Τωρα λοιπον δος ενεχυρα εις τον κυριον μου τον βασιλεα της Ασσυριας, και εγω θελω σοι δωσει δισχιλιους ιππους, αν δυνασαι απο μερους σου να δωσης επιβατας επ' αυτους.8 Nos tehát, fogadj urammal, Asszíria királyával! Adok neked kétezer lovat, ha tudsz lovasokat adni rájuk.
9 Πως λοιπον θελεις τρεψει οπισω το προσωπον ενος τοπαρχου εκ των ελαχιστων δουλων του κυριου μου, και ηλπισας επι την Αιγυπτον δια αμαξας και δια ιππεις;9 Hogyan tudnál visszafordítani egyet is uram legkisebb szolgái közül? Mégis Egyiptomban bízol, a harci kocsikban és a lovasokban.
10 Και τωρα, ανευ του Κυριου ανεβην εγω επι τον τοπον τουτον, δια να καταστρεψω αυτον; ο Κυριος ειπε προς εμε, Αναβα επι την γην ταυτην και καταστρεψον αυτην.10 Nos, talán az Úr nélkül vonultam fel ez ellen a föld ellen, hogy elpusztítsam? Az Úr mondta nekem: ‘Vonulj fel ez ellen a föld ellen, és pusztítsd el!’«
11 Τοτε ειπεν ο Ελιακειμ και ο Σομνας και ο Ιωαχ προς τον Ραβ-σακην, Λαλησον, παρακαλω, προς τους δουλους σου εις την Συριακην γλωσσαν? διοτι καταλαμβανομεν αυτην? και μη λαλει προς ημας Ιουδαιστι εις επηκοον του λαου του επι του τειχους.11 Ekkor így szólt Eljakim, Sebna és Joah a főpohárnokhoz: »Beszélj szolgáidhoz arámul, mert megértjük! Ne beszélj hozzánk zsidó nyelven a nép füle hallatára, mely a várfalon áll!«
12 Αλλ' ο Ραβ-σακης ειπε, Μηπως ο κυριος μου απεστειλεν εμε προς τον κυριον σου και προς σε, δια να λαλησω τους λογους τουτους; δεν με απεστειλε προς τους ανδρας τους καθημενους επι του τειχους δια να φαγωσι την κοπρον αυτων και να πιωσι το ουρον αυτων με σας;12 De a főpohárnok azt mondta: »Talán csak uradhoz és hozzád küldött engem az én uram, hogy elmondjam mindezeket a szavakat? És nem inkább azokhoz az emberekhez, akik a várfalon ülnek, hogy majd saját ürüléküket egyék, és saját vizeletüket igyák, veletek együtt?«
13 Τοτε ο Ραβ-σακης εσταθη και εφωνησεν Ιουδαιστι μετα φωνης μεγαλης και ειπεν, Ακουσατε τους λογους του βασιλεως του μεγαλου, του βασιλεως της Ασσυριας?13 Odaállt tehát a főpohárnok, majd nagy hanggal, zsidó nyelven kiáltott, és ezt mondta: »Halljátok a nagykirálynak, Asszíria királyának szavait!
14 ουτω λεγει ο βασιλευς? Μη σας απατα ο Εζεκιας? διοτι δεν θελει δυνηθη να σας λυτρωση.14 Így szól a király: Rá ne szedjen titeket Hiszkija, mert nem tud megmenteni benneteket!
15 Και μη σας καμνη ο Εζεκιας να θαρρητε επι τον Κυριον, λεγων, Ο Κυριος βεβαιως θελει μας λυτρωσει? η πολις αυτη δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας.15 Az Úrral se biztasson titeket Hiszkija, mondván: ‘Bizonyosan megment minket az Úr, nem kerül ez a város Asszíria királyának kezébe!’
16 Μη ακουετε του Εζεκιου? διοτι ουτω λεγει ο βασιλευς της Ασσυριας? Καμετε συμβιβασμον μετ' εμου και εξελθετε προς εμε? και φαγετε εκαστος απο της αμπελου αυτου και εκαστος απο της συκης αυτου και πιετε εκαστος απο των υδατων της δεξαμενης αυτου?16 Ne hallgassatok Hiszkijára! Mert így szól Asszíria királya: Adjátok meg magatokat nekem, és jöjjetek ki hozzám, akkor ehet mindenki a szőlőtőjéről és mindenki a fügefájáról, és ihatja mindenki a kútjának vizét,
17 εωσου ελθω και σας λαβω εις γην ομοιαν με την γην σας, γην σιτου και οινου, γην αρτου και αμπελωνων.17 míg el nem jövök, és el nem viszlek titeket egy olyan földre, mint a ti földetek, gabonát és mustot termő földre, kenyeret és szőlőt termő földre.
18 Μη σας απατα ο Εζεκιας, λεγων, Ο Κυριος θελει μας λυτρωσει. Ελυτρωσε τις εκ των θεων των εθνων την γην αυτου εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας;18 Ne vezessen félre titeket Hiszkija, mondván: ‘Az Úr majd megment minket!’ Vajon megmentették-e a nemzetek istenei a maguk földjét Asszíria királyának kezétől?
19 Που οι θεοι της Αιμαθ και Αρφαδ; που οι θεοι της Σεφαρουιμ; μηπως ελυτρωσαν εκ της χειρος μου την Σαμαρειαν;19 Hol vannak Emát és Arfád istenei? Hol vannak Szefárvaim istenei? És megmentették-e Szamariát a kezemtől?
20 Τινες μεταξυ παντων των θεων των τοπων τουτων ελυτρωσαν την γην αυτων εκ της χειρος μου, ωστε και ο Κυριος να λυτρωση την Ιερουσαλημ εκ της χειρος μου;20 Ezek közül az országok közül melyiket mentette meg istene a kezemtől, hogy az Úr meg tudná menteni Jeruzsálemet a kezemtől?«
21 Εκεινοι δε εσιωπων και δεν απεκριθησαν λογον προς αυτον? διοτι ο βασιλευς ειχε προσταξει, λεγων, Μη αποκριθητε προς αυτον.21 De ők hallgattak, és nem feleltek neki egy szót sem, mert a király parancsa ez volt: »Ne feleljetek neki!«
22 Τοτε Ελιακειμ ο υιος του Χελκιου, ο οικονομος, και Σομνας ο γραμματευς, και Ιωαχ ο υιος του Ασαφ, ο υπομνηματογραφος, ηλθον προς τον Εζεκιαν με διεσχισμενα ιματια και απηγγειλαν προς αυτον τους λογους του Ραβ-σακη.22 Akkor Eljakim, Helkija fia, az udvarnagy, Sebna, az írnok és Joah, Ászáf fia, a főtanácsos bement Hiszkijához megszaggatott ruhában, és jelentették neki a főpohárnok szavait.