Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 78


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Μασχιλ του Ασαφ.>> Ακουσον, λαε μου, τον νομον μου? κλινατε τα ωτα σας εις τα λογια του στοματος μου.1 [Ein Weisheitslied Asafs.] Mein Volk, vernimm meine Weisung!
Wendet euer Ohr zu den Worten meines Mundes!
2 Θελω ανοιξει εν παραβολη το στομα μου? θελω προφερει πραγματα αξιομνημονευτα, τα απ' αρχης?2 Ich öffne meinen Mund zu einem Spruch;
ich will die Geheimnisse der Vorzeit verkünden.
3 οσα ηκουσαμεν και εγνωρισαμεν και οι πατερες ημων διηγηθησαν εις ημας.3 Was wir hörten und erfuhren,
was uns die Väter erzählten,
4 Δεν θελομεν κρυψει αυτα απο των τεκνων αυτων εις την επερχομενην γενεαν, διηγουμενοι τους επαινους του Κυριου και την δυναμιν αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εκαμε.4 das wollen wir unseren Kindern nicht verbergen,
sondern dem kommenden Geschlecht erzählen: die ruhmreichen Taten und die Stärke des Herrn,
die Wunder, die er getan hat.
5 Και εστησε μαρτυριον εν τω Ιακωβ και νομον εθεσεν εν τω Ισραηλ, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων, να καμνωσιν αυτα γνωστα εις τα τεκνα αυτων?5 Er stellte sein Gesetz auf in Jakob,
gab in Israel Weisung
und gebot unseren Vätern, ihre Kinder das alles zu lehren,
6 δια να γνωριζη αυτα η γενεα η επερχομενη, οι υιοι οι μελλοντες να γεννηθωσι? και αυτοι, οταν αναστηθωσι, να διηγωνται εις τα τεκνα αυτων?6 damit das kommende Geschlecht davon erfahre,
die Kinder späterer Zeiten;
sie sollten aufstehen und es weitergeben an ihre Kinder,
7 δια να θεσωσιν επι τον Θεον την ελπιδα αυτων, και να μη λησμονωσι τα εργα του Θεου, αλλα να φυλαττωσι τας εντολας αυτου?7 damit sie ihr Vertrauen auf Gott setzen,
die Taten Gottes nicht vergessen
und seine Gebote bewahren
8 και να μη γεινωσιν, ως οι πατερες αυτων, γενεα διεστραμμενη και απειθης? γενεα, ητις δεν εφυλαξεν ευθειαν την καρδιαν αυτης, και δεν εσταθη πιστον μετα του Θεου το πνευμα αυτης?8 und nicht werden wie ihre Väter,
jenes Geschlecht voll Trotz und Empörung,
das wankelmütige Geschlecht, dessen Geist nicht treu zu Gott hielt.
9 ως οι υιοι του Εφραιμ, οιτινες ωπλισμενοι, βασταζοντες τοξα, εστραφησαν οπισω την ημεραν της μαχης.9 Die Söhne Efraims, Kämpfer mit Pfeil und Bogen,
wandten den Rücken am Tag der Schlacht;
10 Δεν εφυλαξαν την διαθηκην του Θεου, και εν τω νομω αυτου δεν ηθελησαν να περιπατωσι?10 Gottes Bund hielten sie nicht,
sie weigerten sich, seiner Weisung zu folgen.
11 και ελησμονησαν τα εργα αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εδειξεν εις αυτους.11 Sie vergaßen die Taten des Herrn,
die Wunder, die er sie sehen ließ.
12 Εμπροσθεν των πατερων αυτων εκαμε θαυμασια, εν τη γη της Αιγυπτου, τη πεδιαδι Τανεως.12 Vor den Augen ihrer Väter vollbrachte er Wunder
im Land Ägypten, im Gefilde von Zoan.
13 Διεσχισε την θαλασσαν και διεπερασεν αυτους και εστησε τα υδατα ως σωρον?13 Er spaltete das Meer und führte sie hindurch,
er ließ das Wasser fest stehen wie einen Damm.
14 και ωδηγησεν αυτους την ημεραν εν νεφελη και ολην την νυκτα εν φωτι πυρος.14 Er leitete sie bei Tag mit der Wolke
und die ganze Nacht mit leuchtendem Feuer.
15 Διεσχισε πετρας εν τη ερημω και εποτισεν αυτους ως εκ μεγαλων αβυσσων?15 Er spaltete Felsen in der Wüste
und gab dem Volk reichlich zu trinken wie mit Wassern der Urflut.
16 και εξηγαγε ρυακας εκ της πετρας και κατεβιβασεν υδατα ως ποταμους.16 Er ließ Bäche aus dem Gestein entspringen,
ließ Wasser fließen gleich Strömen.
17 Αλλ' αυτοι εξηκολουθουν ετι αμαρτανοντες εις αυτον, παροξυνοντες τον Υψιστον εν ανυδρω τοπω?17 Doch sie sündigten weiter gegen ihn,
sie trotzten in der Wüste dem Höchsten.
18 και επειρασαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων, ζητουντες βρωσιν κατα την ορεξιν αυτων?18 In ihrem Herzen versuchten sie Gott,
forderten Nahrung für den Hunger.
19 και ελαλησαν κατα του Θεου, λεγοντες, Μηπως δυναται ο Θεος να ετοιμαση τραπεζαν εν τη ερημω;19 Sie redeten gegen Gott; sie fragten:
«Kann uns denn Gott den Tisch decken in der Wüste?
20 Ιδου, επαταξε την πετραν, και ερρευσαν υδατα και χειμαρροι επλημμυρησαν? μηπως δυναται να δωση και αρτον; η να ετοιμαση κρεας εις τον λαον αυτου;20 Zwar hat er an den Felsen geschlagen,
sodass Wasser floss und Bäche strömten. Kann er uns auch Brot verschaffen
und sein Volk mit Fleisch versorgen?»
21 Δια τουτο ηκουσεν ο Κυριος και ωργισθη? και πυρ εξηφθη κατα του Ιακωβ, ετι δε και οργη ανεβη κατα του Ισραηλ?21 Das hörte der Herr und war voll Grimm;
Feuer flammte auf gegen Jakob,
Zorn erhob sich gegen Israel,
22 διοτι δεν επιστευσαν εις τον Θεον, ουδε ηλπισαν επι την σωτηριαν αυτου?22 weil sie Gott nicht glaubten
und nicht auf seine Hilfe vertrauten.
23 ενω προσεταξε τας νεφελας απο ανωθεν και τας θυρας του ουρανου ηνοιξε,23 Dennoch gebot er den Wolken droben
und öffnete die Tore des Himmels.
24 και εβρεξεν εις αυτους μαννα δια να φαγωσι και σιτον ουρανου εδωκεν εις αυτους?24 Er ließ Manna auf sie regnen als Speise,
er gab ihnen Brot vom Himmel.
25 αρτον αγγελων εφαγεν ο ανθρωπος? τροφην εστειλεν εις αυτους μεχρι χορτασμου.25 Da aßen die Menschen Wunderbrot;
Gott gab ihnen Nahrung in Fülle.
26 Εσηκωσεν εν τω ουρανω ανατολικον ανεμον, και δια της δυναμεως αυτου επεφερε τον νοτον?26 Er ließ den Ostwind losbrechen droben am Himmel,
führte in seiner Macht den Südwind herbei,
27 και εβρεξεν επ' αυτους κρεας ως το χωμα και πετεινα πτερωτα ως την αμμον της θαλασσης?27 ließ Fleisch auf sie regnen wie Staub,
gefiederte Vögel wie Sand am Meer.
28 και εκαμε να πεσωσιν εις το μεσον του στρατοπεδου αυτων, κυκλω των σκηνων αυτων.28 Er ließ sie mitten ins Lager fallen,
rings um Israels Zelte.
29 Και εφαγον και εχορτασθησαν σφοδρα? και εφερεν εις αυτους την επιθυμιαν αυτων?29 Da aßen alle und wurden satt;
er hatte ihnen gebracht, was sie begehrten.
30 δεν ειχον χωρισθη απο της επιθυμιας αυτων, ετι ητο εν τω στοματι αυτων βρωσις αυτων,30 Noch aber hatten sie ihre Gier nicht gestillt,
noch war die Speise in ihrem Mund,
31 και οργη του Θεου ανεβη επ' αυτους, και εφονευσε τους μεγαλητερους εξ αυτων και τους εκλεκτους του Ισραηλ κατεβαλεν.31 da erhob sich gegen sie Gottes Zorn;
er erschlug ihre Führer
und streckte die jungen Männer Israels nieder.
32 Εν πασι τουτοις ημαρτησαν ετι και δεν επιστευσαν εις τα θαυμασια αυτου.32 Doch sie sündigten trotz allem weiter
und vertrauten nicht seinen Wundern.
33 Δια τουτο συνετελεσεν εν ματαιοτητι τας ημερας αυτων και τα ετη αυτων εν ταραχη.33 Darum ließ er ihre Tage schwinden wie einen Hauch
und ihre Jahre voll Schrecken vergehen.
34 Οτε εθανατονεν αυτους, τοτε εξεζητουν αυτον, και επεστρεφον και απο ορθρου προσετρεχον εις τον Θεον?34 Wenn er dreinschlug, fragten sie nach Gott,
kehrten um und suchten ihn.
35 και ενεθυμουντο, οτι ο Θεος ητο φρουριον αυτων και ο Θεος ο Υψιστος λυτρωτης αυτων.35 Sie dachten daran, dass Gott ihr Fels ist,
Gott, der Höchste, ihr Erlöser.
36 Αλλ' εκολακευον αυτον δια του στοματος αυτων και δια της γλωσσης αυτων εψευδοντο προς αυτον?36 Doch sie täuschten ihn mit falschen Worten
und ihre Zunge belog ihn.
37 Η δε καρδια αυτων δεν ητο ευθεια μετ' αυτου, και δεν ησαν πιστοι εις την διαθηκην αυτου.37 Ihr Herz hielt nicht fest zu ihm,
sie hielten seinem Bund nicht die Treue.
38 Αυτος ομως οικτιρμων συνεχωρησε την ανομιαν αυτων και δεν ηφανισεν αυτους? αλλα πολλακις ανεστελλε τον θυμον αυτου, και δεν διηγειρεν ολην την οργην αυτου?38 Er aber vergab ihnen voll Erbarmen die Schuld
und tilgte sein Volk nicht aus. Oftmals ließ er ab von seinem Zorn
und unterdrückte seinen Groll.
39 και ενεθυμηθη οτι ησαν σαρξ? ανεμος παρερχομενος και μη επιστρεφων.39 Denn er dachte daran, dass sie nichts sind als Fleisch,
nur ein Hauch, der vergeht und nicht wiederkehrt.
40 Ποσακις παρωξυναν αυτον εν τη ερημω, παρωργισαν αυτον εν τη ανυδρω,40 Wie oft haben sie ihm in der Wüste getrotzt,
ihn gekränkt in der Steppe!
41 και εστραφησαν και επειρασαν τον Θεον, και τον Αγιον του Ισραηλ παρωξυναν.41 Immer wieder stellten sie ihn auf die Probe,
sie reizten den heiligen Gott Israels.
42 Δεν ενεθυμηθησαν την χειρα αυτου, την ημεραν καθ' ην ελυτρωσεν αυτους απο του εχθρου?42 Sie dachten nicht mehr an seine mächtige Hand,
an den Tag, als er sie vom Unterdrücker befreite,
43 πως εδειξεν εν Αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα θαυμασια αυτου εν τη πεδιαδι Τανεως?43 als er in Ägypten Zeichen tat
und Wunder im Gefilde von Zoan:
44 και μετεβαλεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τους ρυακας αυτων, δια να μη πιωσιν.44 Er verwandelte ihre Flüsse und Bäche in Blut;
sie konnten daraus nicht mehr trinken.
45 Απεστειλεν επ' αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους, και βατραχους και εφανισαν αυτους.45 Er schickte einen Schwarm von Fliegen, der fraß sie auf,
ein Heer von Fröschen, das vertilgte sie.
46 Και παρεδωκε τους καρπους αυτων εις τον βρουχον και τους κοπους αυτων εις την ακριδα.46 Ihre Ernte überließ er den Grillen
und den Heuschrecken den Ertrag ihrer Mühen.
47 Κατηφανισε δια της χαλαζης τας αμπελους αυτων και τας συκαμινους αυτων με πετρας χαλαζης?47 Ihre Reben zerschlug er mit Hagel,
ihre Maulbeerbäume mit Körnern aus Eis.
48 και παρεδωκεν εις την χαλαζαν τα κτηνη αυτων και τα ποιμνια αυτων εις τους κεραυνους.48 Ihr Vieh überließ er der Pest
und ihre Herden den Seuchen.
49 Απεστειλεν επ' αυτους την εξαψιν του θυμου αυτου, την αγανακτησιν και την οργην και την θλιψιν, αποστελλων αυτα δι' αγγελων κακοποιων.49 Er ließ die Glut seines Zorns auf sie los:
Grimm und Wut und Bedrängnis,
Boten des Unheils in Scharen.
50 Ηνοιξεν οδον εις την οργην αυτου? δεν εφεισθη απο του θανατου την ψυχην αυτων, και παρεδωκεν εις θανατικον την ζωην αυτων?50 Er ließ seinem Zorn freien Lauf;
er bewahrte sie nicht vor dem Tod
und lieferte ihr Leben der Pest aus.
51 και επαταξε παν πρωτοτοκον εν Αιγυπτω, την απαρχην της δυναμεως αυτων εν ταις σκηναις του Χαμ?51 Er schlug in Ägypten alle Erstgeburt,
in den Zelten Hams die Blüte der Jugend.
52 και εσηκωσεν εκειθεν ως προβατα τον λαον αυτου και ωδηγησεν αυτους ως ποιμνιον εν τη ερημω?52 Dann führte er sein Volk hinaus wie Schafe,
leitete sie wie eine Herde durch die Wüste.
53 και ωδηγησεν αυτους εν ασφαλεια, και δεν εδειλιασαν? τους δε εχθρους αυτων εσκεπασεν η θαλασσα.53 Er führte sie sicher, sie mussten nichts fürchten,
doch ihre Feinde bedeckte das Meer.
54 Και εισηγαγεν αυτους εις το οριον της αγιοτητος αυτου, το ορος τουτο, το οποιον απεκτησεν η δεξια αυτου?54 Er brachte sie in sein heiliges Land,
in die Berge, die er erwarb mit mächtiger Hand.
55 και εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν αυτων τα εθνη και διεμοιρασεν αυτα κληρονομιαν με σχοινιον, και εν ταις σκηναις αυτων κατωκισε τας φυλας του Ισραηλ.55 Er vertrieb die Völker vor ihnen,
ließ in ihren Zelten die Stämme Israels wohnen
und teilte ihnen ihr Erbteil zu.
56 Και ομως επειρασαν και παρωξυναν τον Θεον τον υψιστον και δεν εφυλαξαν τα μαρτυρια αυτου?56 Doch sie versuchten Gott und trotzten dem Höchsten;
sie hielten seine Satzungen nicht.
57 αλλ' εστραφησαν και εφερθησαν απιστως, ως οι πατερες αυτων? εστραφησαν ως τοξον στρεβλον?57 Wie ihre Väter fielen sie treulos von ihm ab,
sie wandten sich ab wie ein Bogen, der versagt.
58 και παρωργισαν αυτον με τους υψηλους αυτων τοπους, και με τα γλυπτα αυτων διηγειραν αυτον εις ζηλοτυπιαν.58 Sie erbitterten ihn mit ihrem Kult auf den Höhen
und reizten seine Eifersucht mit ihren Götzen.
59 Ηκουσεν ο Θεος και υπερωργισθη και εβδελυχθη σφοδρα τον Ισραηλ?59 Als Gott es sah, war er voll Grimm
und sagte sich los von Israel.
60 και εγκατελιπε την σκηνην του Σηλω, την σκηνην οπου κατωκησε μεταξυ των ανθρωπων?60 Er verwarf seine Wohnung in Schilo,
das Zelt, wo er unter den Menschen wohnte.
61 και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την δυναμιν αυτου και την δοξαν αυτου εις χειρα εχθρου?61 Er gab seine Macht in Gefangenschaft,
seine heilige Lade fiel in die Hand des Feindes.
62 και παρεδωκεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και υπερωργισθη κατα της κληρονομιας αυτου?62 Er lieferte sein Volk dem Schwert aus;
er war voll Grimm über sein Eigentum.
63 τους νεους αυτων κατεφαγε πυρ, και αι παρθενοι αυτων δεν ενυμφευθησαν?63 Die jungen Männer fraß das Feuer;
den jungen Mädchen sang man kein Brautlied.
64 οι ιερεις αυτων επεσον εν μαχαιρα, και αι χηραι αυτων δεν επενθησαν.64 Die Priester wurden mit dem Schwert erschlagen;
die Witwen konnten die Toten nicht beweinen.
65 Τοτε εξηγερθη ως εξ υπνου ο Κυριος, ως ανθρωπος δυνατος, βοων απο οινου?65 Da erwachte der Herr wie aus dem Schlaf,
wie ein Held, der betäubt war vom Wein.
66 και επαταξε τους εχθρους αυτου εις τα οπισω? ονειδος αιωνιον εθεσεν επ' αυτους.66 Er schlug seine Feinde zurück
und gab sie ewiger Schande preis.
67 Και απερριψε την σκηνην Ιωσηφ, και την φυλην Εφραιμ δεν εξελεξεν.67 Das Zelt Josefs verwarf er,
dem Stamm Efraim entzog er die Erwählung.
68 Αλλ' εξελεξε την φυλην Ιουδα, το ορος της Σιων, το οποιον ηγαπησε.68 Doch den Stamm Juda erwählte er,
den Berg Zion, den er liebt.
69 Και ωκοδομησεν ως υψηλα παλατια το αγιαστηριον αυτου, ως την γην την οποιαν εθεμελιωσεν εις τον αιωνα.69 Dort baute er sein hoch aufragendes Heiligtum,
so fest wie die Erde,
die er für immer gegründet hat.
70 Και εξελεξε Δαβιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων?70 Und er erwählte seinen Knecht David;
er holte ihn weg von den Hürden der Schafe,
71 Εξοπισθεν των θηλαζοντων προβατων εφερεν αυτον, δια να ποιμαινη Ιακωβ τον λαον αυτου και Ισραηλ την κληρονομιαν αυτου?71 von den Muttertieren nahm er ihn fort, damit er sein Volk Jakob weide
und sein Erbe Israel.
72 Και εποιμανεν αυτους κατα την ακακιαν της καρδιας αυτου? και δια της συνεσεως των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους.72 Er sorgte als Hirt für sie mit lauterem Herzen
und führte sie mit klugen Händen.