Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 34


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 Ψαλμος του Δαβιδ, οτε μετεβαλε τον τροπον αυτου εμπροσθεν του Αβιμελεχ? ουτος δε απελυσεν αυτον, και απηλθε.>> Θελω ευλογει τον Κυριον εν παντι καιρω? η αινεσις αυτου θελει εισθαι διαπαντος εν τω στοματι μου.1 Ipsi David. Judica, Domine, nocentes me ;
expugna impugnantes me.
2 Εις τον Κυριον θελει καυχασθαι η ψυχη μου? οι ταπεινοι θελουσιν ακουσει, και θελουσι χαρη.2 Apprehende arma et scutum,
et exsurge in adjutorium mihi.
3 Μεγαλυνατε τον Κυριον μετ' εμου, και ας υψωσωμεν ομου το ονομα αυτου.3 Effunde frameam, et conclude adversus eos qui persequuntur me ;
dic animæ meæ : Salus tua ego sum.
4 Εξεζητησα τον Κυριον, και επηκουσε μου, και εκ παντων των φοβων μου με ηλευθερωσεν.4 Confundantur et revereantur quærentes animam meam ;
avertantur retrorsum et confundantur cogitantes mihi mala.
5 Απεβλεψαν προς αυτον και εφωτισθησαν, και τα προσωπα αυτων δεν κατησχυνθησαν.5 Fiant tamquam pulvis ante faciem venti,
et angelus Domini coarctans eos.
6 Ουτος ο πτωχος εκραξε, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτου εσωσεν αυτον.6 Fiat via illorum tenebræ et lubricum,
et angelus Domini persequens eos.
7 Αγγελος Κυριου στρατοπεδευει κυκλω των φοβουμενων αυτον και ελευθερονει αυτους.7 Quoniam gratis absconderunt mihi interitum laquei sui ; supervacue exprobraverunt animam meam.
8 Γευθητε και ιδετε οτι αγαθος ο Κυριος? μακαριος ο ανθρωπος ο ελπιζων επ' αυτον.8 Veniat illi laqueus quem ignorat,
et captio quam abscondit apprehendat eum,
et in laqueum cadat in ipsum.
9 Φοβηθητε τον Κυριον, οι αγιοι αυτου? διοτι δεν υπαρχει στερησις εις τους φοβουμενους αυτον.9 Anima autem mea exsultabit in Domino,
et delectabitur super salutari suo.
10 Οι πλουσιοι πτωχευουσι και πεινωσιν? αλλ' οι εκζητουντες τον Κυριον δεν στερουνται ουδενος αγαθου.10 Omnia ossa mea dicent :
Domine, quis similis tibi ?
eripiens inopem de manu fortiorum ejus ;
egenum et pauperem a diripientibus eum.
11 Ελθετε, τεκνα, ακουσατε μου? τον φοβον του Κυριου θελω σας διδαξει.11 Surgentes testes iniqui,
quæ ignorabam interrogabant me.
12 Τις ειναι ο ανθρωπος οστις θελει ζωην, αγαπα ημερας, δια να ιδη καλον;12 Retribuebant mihi mala pro bonis,
sterilitatem animæ meæ.
13 Φυλαττε την γλωσσαν σου απο κακου, και τα χειλη σου απο του να λαλωσι δολον?13 Ego autem, cum mihi molesti essent, induebar cilicio ;
humiliabam in jejunio animam meam,
et oratio mea in sinu meo convertetur.
14 Εκκλινον απο του κακου και πραττε το αγαθον? ζητει ειρηνην και κυνηγει αυτην.14 Quasi proximum et quasi fratrem nostrum sic complacebam ;
quasi lugens et contristatus sic humiliabar.
15 Οι οφθαλμοι του Κυριου ειναι επι τους δικαιους, και τα ωτα αυτου εις την κραυγην αυτων.15 Et adversum me lætati sunt, et convenerunt ;
congregata sunt super me flagella, et ignoravi.
16 Το προσωπον του Κυριου ειναι κατα των πραττοντων κακον, δια να αφανιση απο της γης το μνημοσυνον αυτων.16 Dissipati sunt, nec compuncti ;
tentaverunt me, subsannaverunt me subsannatione ;
frenduerunt super me dentibus suis.
17 Εκραξαν οι δικαιοι, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτων ελευθερωσεν αυτους.17 Domine, quando respicies ?
Restitue animam meam a malignitate eorum ;
a leonibus unicam meam.
18 Ο Κυριος ειναι πλησιον των συντετριμμενων την καρδιαν, και σωζει τους ταπεινους το πνευμα.18 Confitebor tibi in ecclesia magna ; in populo gravi laudabo te.
19 Πολλαι αι θλιψεις του δικαιου, αλλ' εκ πασων τουτων θελει ελευθερωσει αυτον ο Κυριος.19 Non supergaudeant mihi qui adversantur mihi inique,
qui oderunt me gratis, et annuunt oculis.
20 Αυτος φυλαττει παντα τα οστα αυτου? ουδεν εκ τουτων θελει συντριφθη.20 Quoniam mihi quidem pacifice loquebantur ;
et in iracundia terræ loquentes, dolos cogitabant.
21 Η κακια θελει θανατωσει τον αμαρτωλον? και οι μισουντες τον δικαιον θελουσιν απολεσθη.21 Et dilataverunt super me os suum ;
dixerunt : Euge, euge ! viderunt oculi nostri.
22 Ο Κυριος λυτρονει την ψυχην των δουλων αυτου, και δεν θελουσιν απολεσθη παντες οι ελπιζοντες επ' αυτον.22 Vidisti, Domine : ne sileas ;
Domine, ne discedas a me.
23 Exsurge et intende judicio meo, Deus meus ;
et Dominus meus, in causam meam.
24 Judica me secundum justitiam tuam, Domine Deus meus,
et non supergaudeant mihi.
25 Non dicant in cordibus suis : Euge, euge, animæ nostræ ;
nec dicant : Devoravimus eum.
26 Erubescant et revereantur simul qui gratulantur malis meis ;
induantur confusione et reverentia qui magna loquuntur super me.
27 Exsultent et lætentur qui volunt justitiam meam ;
et dicant semper : Magnificetur Dominus, qui volunt pacem servi ejus.
28 Et lingua mea meditabitur justitiam tuam ;
tota die laudem tuam.