Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 29


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν?1 Job continua de s'exprimer en sentences et dit:
2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν?2 Qui me fera revivre les mois d'antan, ces jours où Dieu veillait sur moi,
3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει?3 où sa lampe brillait sur ma tête et sa lumière me guidait dans les ténèbres!
4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου?4 Puissé-je revoir les jours de mon automne, quand Dieu protégeait ma tente,
5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου?5 que Shaddaï demeurait avec moi et que mes garçons m'entouraient;
6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου?6 quand mes pieds baignaient dans le laitage, et du rocher coulaient des ruisseaux d'huile!
7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια7 Si je sortais vers la porte de la ville, si j'installais mon siège sur la place,
8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο? και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο.8 à ma vue, les jeunes gens se retiraient, les vieillards se mettaient debout.
9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων.9 Les notables arrêtaient leurs discours et mettaient la main sur leur bouche.
10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων.10 La voix des chefs s'étouffait et leur langue se collait au palais.
11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου?11 A m'entendre, on me félicitait, à me voir, on me rendait témoignage.
12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον.12 Car je délivrais le pauvre en détresse et l'orphelin privé d'appui.
13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε? και την καρδιαν της χηρας ευφραινον.13 La bénédiction du mourant se posait sur moi et je rendais la joie au coeur de la veuve.
14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα.14 J'avais revêtu la justice comme un vêtement, j'avais le droit pour manteau et turban.
15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω.15 J'étais les yeux de l'aveugle, les pieds du boiteux.
16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον.16 C'était moi le père des pauvres; la cause d'un inconnu, je l'examinais.
17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου.17 Je brisais les crocs de l'homme inique, d'entre ses dents j'arrachais sa proie.
18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου.18 Et je disais: "Je mourrai dans ma fierté, après des jours nombreux comme le sable.
19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου.19 Mes racines ont accès à l'eau, la rosée se dépose la nuit sur mon feuillage.
20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου.20 Ma gloire sera toujours nouvelle et dans ma main mon arc reprendra force.
21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων.21 Ils m'écoutaient, dans l'attente, silencieux pour entendre mon avis.
22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους.22 Quand j'avais parlé, nul ne répliquait, et sur eux, goutte à goutte, tombaient mes paroles.
23 Και με περιεμενον ως την βροχην? και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην.23 Ils m'attendaient comme la pluie, leur bouche s'ouvrait comme pour l'ondée tardive.
24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον? και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση.24 Si je leur souriais, ils n'osaient y croire, ils recueillaient sur mon visage tout signe de faveur.
25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους.25 Je leur indiquais la route en siégeant à leur tête, tel un roi installé parmi ses troupes, et je les menaispartout à mon gré.