ΙΩΒ - Giobbe - Job 10
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Η ψυχη μου εβαρυνθη την ζωην μου? θελω παραδοθη εις το παραπονον μου? θελω λαλησει εν τη πικρια της ψυχης μου. | 1 Zum Ekel ist mein Leben mir geworden, ich lasse meiner Klage freien Lauf, reden will ich in meiner Seele Bitternis. |
2 Θελω ειπει προς τον Θεον, μη με καταδικασης? δειξον μοι δια τι με δικαζεις. | 2 Ich sage zu Gott: Sprich mich nicht schuldig, lass mich wissen, warum du mich befehdest. |
3 Ειναι καλον εις σε να καταθλιβης, να καταφρονης το εργον των χειρων σου και να ευοδονης την βουλην των ασεβων; | 3 Nützt es dir, dass du Gewalt verübst, dass du das Werk deiner Hände verwirfst, doch über dem Plan der Frevler aufstrahlst? |
4 Σαρκος οφθαλμους εχεις; η βλεπεις καθως βλεπει ανθρωπος; | 4 Hast du die Augen eines Sterblichen, siehst du, wie Menschen sehen? |
5 Ανθρωπινος ειναι ο βιος σου; η τα ετη σου ως ημεραι ανθρωπου, | 5 Sind Menschentagen deine Tage gleich und deine Jahre wie des Mannes Tage, |
6 ωστε αναζητεις την ανομιαν μου και ανερευνας την αμαρτιαν μου; | 6 dass du Schuld an mir suchst, nach meiner Sünde fahndest, |
7 Ενω εξευρεις οτι δεν ησεβησα? και δεν υπαρχει ο ελευθερων εκ των χειρων σου. | 7 obwohl du weißt, dass ich nicht schuldig bin und keiner mich deiner Hand entreißt? |
8 Αι χειρες σου με εμορφωσαν και με επλασαν ολον κυκλω? και με καταστρεφεις. | 8 Deine Hände haben mich gebildet, mich gemacht; dann hast du dich umgedreht und mich vernichtet. |
9 Ενθυμηθητι, δεομαι, οτι ως πηλον με εκαμες? και εις χωμα θελεις με επιστρεψει. | 9 Denk daran, dass du wie Ton mich geschaffen hast. Zum Staub willst du mich zurückkehren lassen. |
10 Δεν με ημελξας ως γαλα και με επηξας ως τυρον; | 10 Hast du mich nicht ausgegossen wie Milch, wie Käse mich gerinnen lassen? |
11 Δερμα και σαρκα με ενεδυσας και με οστα και νευρα με περιεφραξας. | 11 Mit Haut und Fleisch hast du mich umkleidet, mit Knochen und Sehnen mich durchflochten. |
12 Ζωην και ελεος εχαρισας εις εμε, και η επισκεψις σου εφυλαξε το πνευμα μου? | 12 Leben und Huld hast du mir verliehen, deine Obhut schützte meinen Geist. |
13 ταυτα ομως εκρυπτες εν τη καρδια σου? εξευρω οτι τουτο ητο μετα σου. | 13 Doch verbirgst du dies in deinem Herzen; ich weiß, das hattest du im Sinn. |
14 Εαν αμαρτησω, με παραφυλαττεις, και απο της ανομιας μου δεν θελεις με αθωωσει. | 14 Sündige ich, wirst du mich bewachen, mich nicht freisprechen von meiner Schuld. |
15 Εαν ασεβησω, ουαι εις εμε? και εαν ημαι δικαιος, δεν δυναμαι να σηκωσω την κεφαλην μου? ειμαι πληρης ατιμιας? ιδε λοιπον την θλιψιν μου, | 15 Wenn ich schuldig werde, dann wehe mir! Bin ich aber im Recht, darf ich das Haupt nicht erheben, bin gesättigt mit Schmach und geplagt mit Kummer. |
16 διοτι αυξανει. Με κυνηγεις ως αγριος λεων? και επιστρεφων δεικνυεσαι θαυμαστος κατ' εμου. | 16 Erhebe ich es doch, jagst du mich wie ein Löwe und verhältst dich wieder wunderbar gegen mich. |
17 Ανανεονεις τους μαρτυρας σου εναντιον μου, και πληθυνεις την οργην σου κατ' εμου? αλλαγαι στρατευματος γινονται επ' εμε. | 17 Neue Zeugen stellst du gegen mich, häufst deinen Unwillen gegen mich, immer neue Heere führst du gegen mich. |
18 Δια τι λοιπον με εξηγαγες εκ της μητρας; ειθε να εξεπνεον, και οφθαλμος να μη με εβλεπεν. | 18 Warum ließest du mich aus dem Mutterschoß kommen, warum verschied ich nicht, ehe mich ein Auge sah? |
19 Ηθελον εισθαι ως μη υπαρξας? ηθελον φερθη εκ της μητρας εις τον ταφον. | 19 Wie nie gewesen wäre ich dann, vom Mutterleib zum Grab getragen. |
20 Αι ημεραι μου δεν ειναι ολιγαι; παυσον λοιπον, και αφες με, δια να αναλαβω ολιγον, | 20 Sind wenig nicht die Tage meines Lebens? Lass ab von mir, damit ich ein wenig heiter blicken kann, |
21 πριν υπαγω οθεν δεν θελω επιστρεψει, εις γην σκοτους και σκιας θανατου? | 21 bevor ich fortgehe ohne Wiederkehr ins Land des Dunkels und des Todesschattens, |
22 γην γνοφεραν, ως το σκοτος της σκιας του θανατου, οπου ταξις δεν ειναι, και το φως ειναι ως το σκοτος. | 22 ins Land, so finster wie die Nacht, wo Todesschatten herrscht und keine Ordnung, und wenn es leuchtet, ist es wie tiefe Nacht. |