Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 3


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 και ανεστη ιουδας ο καλουμενος μακκαβαιος υιος αυτου αντ' αυτου1 Al suo posto sorse il figlio di lui, Giuda, chiamato Maccabeo;
2 και εβοηθουν αυτω παντες οι αδελφοι αυτου και παντες οσοι εκολληθησαν τω πατρι αυτου και επολεμουν τον πολεμον ισραηλ μετ' ευφροσυνης2 lo aiutavano tutti i suoi fratelli e quanti si erano legati al padre e conducevano la battaglia d’Israele con entusiasmo.
3 και επλατυνεν δοξαν τω λαω αυτου και ενεδυσατο θωρακα ως γιγας και συνεζωσατο τα σκευη τα πολεμικα αυτου και πολεμους συνεστησατο σκεπαζων παρεμβολην εν ρομφαια3 Egli accrebbe la gloria del suo popolo,
rivestì la corazza come gigante,
cinse l’armatura di guerra
e sostenne battaglie,
difendendo il campo con la spada.
4 και ωμοιωθη λεοντι εν τοις εργοις αυτου και ως σκυμνος ερευγομενος εις θηραν4 Nelle sue gesta fu simile a leone,
come leoncello ruggente sulla preda.
5 και εδιωξεν ανομους εξερευνων και τους ταρασσοντας τον λαον αυτου εφλογισεν5 Inseguì gli iniqui braccandoli,
i perturbatori del popolo distrusse con il fuoco.
6 και συνεσταλησαν ανομοι απο του φοβου αυτου και παντες οι εργαται της ανομιας συνεταραχθησαν και ευοδωθη σωτηρια εν χειρι αυτου6 Gli iniqui sbigottirono per paura di lui,
tutti i malfattori furono confusi
e la salvezza per mezzo di lui ebbe buon esito.
7 και επικρανεν βασιλεις πολλους και ευφρανεν τον ιακωβ εν τοις εργοις αυτου και εως του αιωνος το μνημοσυνον αυτου εις ευλογιαν7 Inflisse amarezze a molti re,
rallegrò con le sue gesta Giacobbe;
sempre la sua memoria sarà benedetta.
8 και διηλθεν εν πολεσιν ιουδα και εξωλεθρευσεν ασεβεις εξ αυτης και απεστρεψεν οργην απο ισραηλ8 Percorse le città di Giuda
e vi sterminò i rinnegati
e distolse l’ira da Israele.
9 και ωνομασθη εως εσχατου γης και συνηγαγεν απολλυμενους9 Divenne celebre fino all’estremità della terra
e radunò coloro che erano dispersi.
10 και συνηγαγεν απολλωνιος εθνη και απο σαμαρειας δυναμιν μεγαλην του πολεμησαι προς τον ισραηλ10 Apollònio radunò dei pagani e un forte esercito dalla Samaria per combattere Israele.
11 και εγνω ιουδας και εξηλθεν εις συναντησιν αυτω και επαταξεν αυτον και απεκτεινεν και επεσον τραυματιαι πολλοι και οι επιλοιποι εφυγον11 Giuda lo seppe e avanzò contro di lui, lo sconfisse e lo uccise; molti caddero colpiti a morte e i superstiti fuggirono.
12 και ελαβον τα σκυλα αυτων και την μαχαιραν απολλωνιου ελαβεν ιουδας και ην πολεμων εν αυτη πασας τας ημερας12 Così s’impadronirono delle loro spoglie e Giuda si riservò la spada di Apollònio e l’adoperò in guerra per tutto il tempo della sua vita.
13 και ηκουσεν σηρων ο αρχων της δυναμεως συριας οτι ηθροισεν ιουδας αθροισμα και εκκλησιαν πιστων μετ' αυτου και εκπορευομενων εις πολεμον13 Quando Seron, comandante delle forze di Siria, seppe che Giuda aveva radunato un contingente e c’era con lui uno stuolo di fedeli e uomini preparati alla guerra,
14 και ειπεν ποιησω εμαυτω ονομα και δοξασθησομαι εν τη βασιλεια και πολεμησω τον ιουδαν και τους συν αυτω τους εξουδενουντας τον λογον του βασιλεως14 disse: «Mi farò un nome e mi coprirò di gloria nel regno, combattendo Giuda e i suoi uomini che hanno disprezzato gli ordini del re».
15 και προσεθετο και ανεβη μετ' αυτου παρεμβολη ασεβων ισχυρα βοηθησαι αυτω ποιησαι την εκδικησιν εν υιοις ισραηλ15 Fece i preparativi e si unì a lui un forte gruppo di rinnegati per aiutarlo a vendicarsi dei figli d’Israele.
16 και ηγγισεν εως αναβασεως βαιθωρων και εξηλθεν ιουδας εις συναντησιν αυτω ολιγοστος16 Si spinse fino alla salita di Bet-Oron e Giuda gli andò incontro con una piccola schiera.
17 ως δε ειδον την παρεμβολην ερχομενην εις συναντησιν αυτων ειπον τω ιουδα τι δυνησομεθα ολιγοστοι οντες πολεμησαι προς πληθος τοσουτο ισχυρον και ημεις εκλελυμεθα ασιτουντες σημερον17 Ma quando videro lo schieramento avanzare contro di loro, dissero a Giuda: «Come faremo noi così pochi ad attaccare battaglia contro una moltitudine così forte? Oltre tutto, siamo rimasti oggi senza mangiare».
18 και ειπεν ιουδας ευκοπον εστιν συγκλεισθηναι πολλους εν χερσιν ολιγων και ουκ εστιν διαφορα εναντιον του ουρανου σωζειν εν πολλοις η εν ολιγοις18 Giuda rispose: «Non è impossibile che molti cadano in mano a pochi e non c’è differenza per il Cielo tra salvare per mezzo di molti e salvare per mezzo di pochi;
19 οτι ουκ εν πληθει δυναμεως νικη πολεμου εστιν αλλ' εκ του ουρανου η ισχυς19 perché la vittoria in guerra non dipende dalla moltitudine delle forze, ma è dal Cielo che viene la forza.
20 αυτοι ερχονται εφ' ημας εν πληθει υβρεως και ανομιας του εξαραι ημας και τας γυναικας ημων και τα τεκνα ημων του σκυλευσαι ημας20 Costoro vengono contro di noi pieni d’insolenza e d’iniquità per eliminare noi, le nostre mogli e i nostri figli e saccheggiarci;
21 ημεις δε πολεμουμεν περι των ψυχων ημων και των νομιμων ημων21 noi combattiamo per la nostra vita e le nostre leggi.
22 και αυτος συντριψει αυτους προ προσωπου ημων υμεις δε μη φοβεισθε απ' αυτων22 Sarà lui a stritolarli davanti a noi. Voi dunque non temeteli».
23 ως δε επαυσατο λαλων ενηλατο εις αυτους αφνω και συνετριβη σηρων και η παρεμβολη αυτου ενωπιον αυτου23 Quando ebbe finito di parlare, piombò su di loro all’improvviso e Seron con il suo schieramento fu sgominato davanti a lui.
24 και εδιωκον αυτον εν τη καταβασει βαιθωρων εως του πεδιου και επεσον απ' αυτων εις ανδρας οκτακοσιους οι δε λοιποι εφυγον εις γην φυλιστιιμ24 Lo inseguirono nella discesa di Bet-Oron fino alla pianura: caddero tra loro circa ottocento uomini, gli altri fuggirono nel territorio dei Filistei.
25 και ηρξατο ο φοβος ιουδου και των αδελφων αυτου και η πτοη επεπιπτεν επι τα εθνη τα κυκλω αυτων25 Così cominciò a diffondersi il timore di Giuda e dei suoi fratelli e le genti intorno furono prese da terrore.
26 και ηγγισεν εως του βασιλεως το ονομα αυτου και υπερ των παραταξεων ιουδου εξηγειτο τα εθνη26 La fama di lui giunse fino al re, e delle sue imprese militari parlavano le genti.
27 ως δε ηκουσεν ο βασιλευς αντιοχος τους λογους τουτους ωργισθη θυμω και απεστειλεν και συνηγαγεν τας δυναμεις πασας της βασιλειας αυτου παρεμβολην ισχυραν σφοδρα27 Quando il re Antioco seppe queste cose, si adirò furiosamente e diede ordine di radunare tutte le forze militari del suo regno, un esercito molto potente.
28 και ηνοιξεν το γαζοφυλακιον αυτου και εδωκεν οψωνια ταις δυναμεσιν εις ενιαυτον και ενετειλατο αυτοις ειναι ετοιμους εις πασαν χρειαν28 Aprì il suo tesoro e diede alle truppe il soldo per un anno, ordinando loro di stare pronti per ogni evenienza.
29 και ειδεν οτι εξελιπεν το αργυριον εκ των θησαυρων και οι φοροι της χωρας ολιγοι χαριν της διχοστασιας και πληγης ης κατεσκευασεν εν τη γη του αραι τα νομιμα α ησαν αφ' ημερων των πρωτων29 Ma si accorse che non bastavano le riserve delle sue casse e che le entrate del paese erano poche, a causa delle rivolte e delle rovine che aveva provocato nella regione, per estirpare le tradizioni che erano in vigore dai tempi antichi;
30 και ευλαβηθη μη ουκ εχη ως απαξ και δις εις τας δαπανας και τα δοματα α εδιδου εμπροσθεν δαψιλη χειρι και επερισσευσεν υπερ τους βασιλεις τους εμπροσθεν30 temette di non avere, come altre volte in passato, le risorse per le spese e i doni, che faceva con mano prodiga, superando i re precedenti.
31 και ηπορειτο τη ψυχη αυτου σφοδρα και εβουλευσατο του πορευθηναι εις την περσιδα και λαβειν τους φορους των χωρων και συναγαγειν αργυριον πολυ31 Ne fu grandemente angustiato e prese la decisione di invadere la Persia, per riscuotere i tributi di quelle province e ammassare molto denaro.
32 και κατελιπεν λυσιαν ανθρωπον ενδοξον και απο γενους της βασιλειας επι των πραγματων του βασιλεως απο του ποταμου ευφρατου και εως οριων αιγυπτου32 Lasciò Lisia, uomo illustre e di stirpe regale, alla direzione degli affari del re, dall’Eufrate fino ai confini dell’Egitto,
33 και τρεφειν αντιοχον τον υιον αυτου εως του επιστρεψαι αυτον33 e con l’incarico di curare l’educazione del figlio Antioco fino al suo ritorno.
34 και παρεδωκεν αυτω τας ημισεις των δυναμεων και τους ελεφαντας και ενετειλατο αυτω περι παντων ων ηβουλετο και περι των κατοικουντων την ιουδαιαν και ιερουσαλημ34 A lui affidò metà dell’esercito e gli elefanti e gli diede istruzioni per tutte le cose che voleva fossero eseguite; riguardo agli abitanti della Giudea e di Gerusalemme
35 αποστειλαι επ' αυτους δυναμιν του εκτριψαι και εξαραι την ισχυν ισραηλ και το καταλειμμα ιερουσαλημ και αραι το μνημοσυνον αυτων απο του τοπου35 gli ordinò di mandare contro di loro milizie, per distruggere ed eliminare le forze d’Israele e quanto restava a Gerusalemme e cancellare il loro ricordo dalla regione,
36 και κατοικισαι υιους αλλογενεις εν πασιν τοις οριοις αυτων και κατακληροδοτησαι την γην αυτων36 di trasferire stranieri su tutti i loro monti e di distribuire le loro terre.
37 και ο βασιλευς παρελαβεν τας ημισεις των δυναμεων τας καταλειφθεισας και απηρεν απο αντιοχειας απο πολεως βασιλειας αυτου ετους εβδομου και τεσσαρακοστου και εκατοστου και διεπερασεν τον ευφρατην ποταμον και διεπορευετο τας επανω χωρας37 Il re poi prese l’altra metà dell’esercito e partì da Antiòchia, la capitale del suo regno, nell’anno centoquarantasette; passò l’Eufrate e percorse le regioni settentrionali.
38 και επελεξεν λυσιας πτολεμαιον τον δορυμενους και νικανορα και γοργιαν ανδρας δυνατους των φιλων του βασιλεως38 Allora Lisia scelse Tolomeo, figlio di Dorimene, Nicànore e Gorgia, uomini potenti tra gli amici del re,
39 και απεστειλεν μετ' αυτων τεσσαρακοντα χιλιαδας ανδρων και επτακισχιλιαν ιππον του ελθειν εις γην ιουδα και καταφθειραι αυτην κατα τον λογον του βασιλεως39 e spedì ai loro ordini quarantamila fanti e settemila cavalieri nella terra di Giuda, per devastarla secondo il comando del re.
40 και απηρεν συν παση τη δυναμει αυτων και ηλθον και παρενεβαλον πλησιον αμμαους εν τη γη τη πεδινη40 Questi partirono con tutte le truppe e andarono ad accamparsi vicino a Èmmaus, nella pianura.
41 και ηκουσαν οι εμποροι της χωρας το ονομα αυτων και ελαβον αργυριον και χρυσιον πολυ σφοδρα και πεδας και ηλθον εις την παρεμβολην του λαβειν τους υιους ισραηλ εις παιδας και προσετεθησαν προς αυτους δυναμις συριας και γης αλλοφυλων41 I mercanti della regione ne ebbero notizia e si rifornirono in abbondanza d’oro e d’argento e di catene e vennero presso l’accampamento per acquistare come schiavi gli Israeliti. A loro si aggiunsero forze della Siria e del territorio dei Filistei.
42 και ειδεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου οτι επληθυνθη τα κακα και αι δυναμεις παρεμβαλλουσιν εν τοις οριοις αυτων και επεγνωσαν τους λογους του βασιλεως ους ενετειλατο ποιησαι τω λαω εις απωλειαν και συντελειαν42 Giuda e i suoi fratelli videro che i mali si erano aggravati e che l’esercito era accampato nel loro territorio; vennero a conoscere quanto il re aveva ordinato di fare per la rovina e l’annientamento del loro popolo.
43 και ειπαν εκαστος προς τον πλησιον αυτου αναστησωμεν την καθαιρεσιν του λαου ημων και πολεμησωμεν περι του λαου ημων και των αγιων43 Allora si dissero l’un l’altro: «Facciamo risorgere il popolo dalla sua rovina e combattiamo per il nostro popolo e per il luogo santo».
44 και ηθροισθη η συναγωγη του ειναι ετοιμους εις πολεμον και του προσευξασθαι και αιτησαι ελεος και οικτιρμους44 Si radunò l’assemblea per prepararsi alla battaglia e per pregare e chiedere pietà e misericordia.
45 και ιερουσαλημ ην αοικητος ως ερημος ουκ ην ο εισπορευομενος και εκπορευομενος εκ των γενηματων αυτης και το αγιασμα καταπατουμενον και υιοι αλλογενων εν τη ακρα καταλυμα τοις εθνεσιν και εξηρθη τερψις εξ ιακωβ και εξελιπεν αυλος και κινυρα45 Gerusalemme era disabitata come un deserto,
nessuno dei suoi figli vi entrava o ne usciva,
il santuario era calpestato,
gli stranieri erano nella Cittadella,
soggiorno dei pagani.
La gioia era sparita da Giacobbe,
erano scomparsi il flauto e la cetra.
46 και συνηχθησαν και ηλθοσαν εις μασσηφα κατεναντι ιερουσαλημ οτι τοπος προσευχης ην εν μασσηφα το προτερον τω ισραηλ46 Si radunarono dunque e vennero a Masfa di fronte a Gerusalemme, perché nei tempi antichi a Masfa c’era un luogo di preghiera in Israele.
47 και ενηστευσαν τη ημερα εκεινη και περιεβαλοντο σακκους και σποδον επι την κεφαλην αυτων και διερρηξαν τα ιματια αυτων47 In quel giorno digiunarono e si vestirono di sacco, si cosparsero di cenere il capo e si stracciarono le vesti.
48 και εξεπετασαν το βιβλιον του νομου περι ων εξηρευνων τα εθνη τα ομοιωματα των ειδωλων αυτων48 Aprirono il libro della legge per scoprirvi quanto i pagani cercavano di sapere dagli idoli dei loro dèi.
49 και ηνεγκαν τα ιματια της ιερωσυνης και τα πρωτογενηματα και τας δεκατας και ηγειραν τους ναζιραιους οι επληρωσαν τας ημερας49 Portarono le vesti sacerdotali, le primizie e le decime e fecero venire avanti i nazirei, che avevano terminato i giorni del loro voto,
50 και εβοησαν φωνη εις τον ουρανον λεγοντες τι ποιησωμεν τουτοις και που αυτους απαγαγωμεν50 e alzarono la voce al Cielo gridando: «Che cosa faremo di costoro e dove li condurremo,
51 και τα αγια σου καταπεπατηνται και βεβηλωνται και οι ιερεις σου εν πενθει και ταπεινωσει51 mentre il tuo santuario è calpestato e profanato e i tuoi sacerdoti sono in lutto e desolazione?
52 και ιδου τα εθνη συνηκται εφ' ημας του εξαραι ημας συ οιδας α λογιζονται εφ' ημας52 Ecco, i pagani si sono alleati contro di noi per distruggerci; tu sai quello che vanno macchinando contro di noi.
53 πως δυνησομεθα υποστηναι κατα προσωπον αυτων εαν μη συ βοηθησης ημιν53 Come potremo resistere di fronte a loro, se tu non ci aiuterai?».
54 και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν και εβοησαν φωνη μεγαλη54 Diedero fiato alle trombe e gridarono a gran voce.
55 και μετα τουτο κατεστησεν ιουδας ηγουμενους του λαου χιλιαρχους και εκατονταρχους και πεντηκονταρχους και δεκαδαρχους55 Dopo questo, Giuda stabilì i condottieri del popolo, i comandanti di mille, di cento, di cinquanta e di dieci uomini.
56 και ειπεν τοις οικοδομουσιν οικιας και μνηστευομενοις γυναικας και φυτευουσιν αμπελωνας και δειλοις αποστρεφειν εκαστον εις τον οικον αυτου κατα τον νομον56 A coloro che costruivano case o che stavano per prendere moglie, a quelli che piantavano la vigna o che erano paurosi disse di tornare a casa loro, secondo la legge.
57 και απηρεν η παρεμβολη και παρενεβαλον κατα νοτον αμμαους57 Poi levò il campo e si disposero a mezzogiorno di Èmmaus.
58 και ειπεν ιουδας περιζωσασθε και γινεσθε εις υιους δυνατους και γινεσθε ετοιμοι εις πρωι του πολεμησαι εν τοις εθνεσιν τουτοις τοις επισυνηγμενοις εφ' ημας εξαραι ημας και τα αγια ημων58 Giuda ordinò: «Cingetevi e siate forti e state preparati per l’alba di domani a dar battaglia a questi pagani, che si sono alleati per distruggere noi e il nostro santuario.
59 οτι κρεισσον ημας αποθανειν εν τω πολεμω η επιδειν επι τα κακα του εθνους ημων και των αγιων59 Del resto è meglio per noi morire in battaglia, che vedere la rovina della nostra gente e del santuario.
60 ως δ' αν η θελημα εν ουρανω ουτως ποιησει60 Però, qualunque sia la volontà del Cielo, così accadrà».