Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 12


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 και ειδεν ιωναθαν οτι ο καιρος αυτω συνεργει και επελεξατο ανδρας και απεστειλεν εις ρωμην στησαι και ανανεωσασθαι την προς αυτους φιλιαν1 Et vidit Jonathas quia tempus eum juvat, et elegit viros, et misit eos Romam statuere et renovare cum eis amicitiam :
2 και προς σπαρτιατας και τοπους ετερους απεστειλεν επιστολας κατα τα αυτα2 et ad Spartiatas, et ad alia loca misit epistolas secundum eamdem formam :
3 και επορευθησαν εις ρωμην και εισηλθον εις το βουλευτηριον και ειπον ιωναθαν ο αρχιερευς και το εθνος των ιουδαιων απεστειλεν ημας ανανεωσασθαι την φιλιαν εαυτοις και την συμμαχιαν κατα το προτερον3 et abierunt Romam, et intraverunt curiam, et dixerunt : Jonathas summus sacerdos, et gens Judæorum miserunt nos, ut renovaremus amicitiam et societatem secundum pristinum.
4 και εδωκαν επιστολας αυτοις προς αυτους κατα τοπον οπως προπεμπωσιν αυτους εις γην ιουδα μετ' ειρηνης4 Et dederunt illis epistolas ad ipsos per loca, ut deducerent eos in terram Juda cum pace.
5 και τουτο το αντιγραφον των επιστολων ων εγραψεν ιωναθαν τοις σπαρτιαταις5 Et hoc est exemplum epistolarum, quas scripsit Jonathas Spartiatis :
6 ιωναθαν αρχιερευς και η γερουσια του εθνους και οι ιερεις και ο λοιπος δημος των ιουδαιων σπαρτιαταις τοις αδελφοις χαιρειν6 Jonathas summus sacerdos, et seniores gentis, et sacerdotes, et reliquus populus Judæorum, Spartiatis fratribus salutem.
7 ετι προτερον απεσταλησαν επιστολαι προς ονιαν τον αρχιερεα παρα αρειου του βασιλευοντος εν υμιν οτι εστε αδελφοι ημων ως το αντιγραφον υποκειται7 Jampridem missæ erant epistolæ ad Oniam summum sacerdotem ab Ario, qui regnabat apud vos, quoniam estis fratres nostri, sicut rescriptum continet, quod subjectum est.
8 και επεδεξατο ο ονιας τον ανδρα τον απεσταλμενον ενδοξως και ελαβεν τας επιστολας εν αις διεσαφειτο περι συμμαχιας και φιλιας8 Et suscepit Onias virum, qui missus fuerat, cum honore : et accepit epistolas, in quibus significabatur de societate et amicitia.
9 ημεις ουν απροσδεεις τουτων οντες παρακλησιν εχοντες τα βιβλια τα αγια τα εν ταις χερσιν ημων9 Nos cum nullo horum indigeremus, habentes solatio sanctos libros, qui sunt in manibus nostris,
10 επειραθημεν αποστειλαι την προς υμας αδελφοτητα και φιλιαν ανανεωσασθαι προς το μη εξαλλοτριωθηναι υμων πολλοι γαρ καιροι διηλθον αφ' ου απεστειλατε προς ημας10 maluimus mittere ad vos renovare fraternitatem et amicitiam, ne forte alieni efficiamur a vobis : multa enim tempora transierunt, ex quo misistis ad nos.
11 ημεις ουν εν παντι καιρω αδιαλειπτως εν τε ταις εορταις και ταις λοιπαις καθηκουσαις ημεραις μιμνησκομεθα υμων εφ' ων προσφερομεν θυσιων και εν ταις προσευχαις ως δεον εστιν και πρεπον μνημονευειν αδελφων11 Nos ergo in omni tempore sine intermissione in diebus solemnibus, et ceteris, quibus oportet, memores sumus vestri in sacrificiis quæ offerimus, et in observationibus, sicut fas est, et decet meminisse fratrum.
12 ευφραινομεθα δε επι τη δοξη υμων12 Lætamur itaque de gloria vestra.
13 ημας δε εκυκλωσαν πολλαι θλιψεις και πολεμοι πολλοι και επολεμησαν ημας οι βασιλεις οι κυκλω ημων13 Nos autem circumdederunt multæ tribulationes, et multa prælia, et impugnaverunt nos reges qui sunt in circuitu nostro.
14 ουκ ηβουλομεθα ουν παρενοχλησαι υμιν και τοις λοιποις συμμαχοις και φιλοις ημων εν τοις πολεμοις τουτοις14 Noluimus ergo vobis molesti esse, neque ceteris sociis et amicis nostris in his præliis :
15 εχομεν γαρ την εξ ουρανου βοηθειαν βοηθουσαν ημιν και ερρυσθημεν απο των εχθρων και εταπεινωθησαν οι εχθροι ημων15 habuimus enim de cælo auxilium, et liberati sumus nos, et humiliati sunt inimici nostri.
16 επελεξαμεν ουν νουμηνιον αντιοχου και αντιπατρον ιασονος και απεσταλκαμεν προς ρωμαιους ανανεωσασθαι την προς αυτους φιλιαν και συμμαχιαν την προτερον16 Elegimus itaque Numenium Antiochi filium, et Antipatrem Jasonis filium, et misimus ad Romanos renovare cum eis amicitiam et societatem pristinam.
17 ενετειλαμεθα ουν αυτοις και προς υμας πορευθηναι και ασπασασθαι υμας και αποδουναι υμιν τας παρ' ημων επιστολας περι της ανανεωσεως και της αδελφοτητος ημων17 Mandavimus itaque eis ut veniant etiam ad vos, et salutent vos, et reddant vobis epistolas nostras de innovatione fraternitatis nostræ.
18 και νυν καλως ποιησετε αντιφωνησαντες ημιν προς ταυτα18 Et nunc benefacietis respondentes nobis ad hæc.
19 και τουτο το αντιγραφον των επιστολων ων απεστειλαν ονια19 Et hoc est rescriptum epistolarum quod miserat Oniæ :
20 αρειος βασιλευς σπαρτιατων ονια ιερει μεγαλω χαιρειν20 Arius rex Spartiatarum Oniæ sacerdoti magno salutem.
21 ευρεθη εν γραφη περι τε των σπαρτιατων και ιουδαιων οτι εισιν αδελφοι και οτι εισιν εκ γενους αβρααμ21 Inventum est in scriptura de Spartiatis, et Judæis, quoniam sunt fratres, et quod sunt de genere Abraham.
22 και νυν αφ' ου εγνωμεν ταυτα καλως ποιησετε γραφοντες ημιν περι της ειρηνης υμων22 Et nunc ex quo hæc cognovimus, benefacitis scribentes nobis de pace vestra.
23 και ημεις δε αντιγραφομεν υμιν τα κτηνη υμων και η υπαρξις υμων ημιν εστιν και τα ημων υμιν εστιν εντελλομεθα ουν οπως απαγγειλωσιν υμιν κατα ταυτα23 Sed et nos rescripsimus vobis : Pecora nostra, et possessiones nostræ, vestræ sunt : et vestræ, nostræ : mandavimus itaque hæc nuntiari vobis.
24 και ηκουσεν ιωναθαν οτι επεστρεψαν οι αρχοντες δημητριου μετα δυναμεως πολλης υπερ το προτερον του πολεμησαι προς αυτον24 Et audivit Jonathas quoniam regressi sunt principes Demetrii cum exercitu multo supra quam prius, pugnare adversus eum :
25 και απηρεν εξ ιερουσαλημ και απηντησεν αυτοις εις την αμαθιτιν χωραν ου γαρ εδωκεν αυτοις ανοχην του εμβατευσαι εις την χωραν αυτου25 et exiit ab Jerusalem, et occurrit eis in Amathite regione : non enim dederat eis spatium ut ingrederentur regionem ejus.
26 και απεστειλεν κατασκοπους εις την παρεμβολην αυτων και επεστρεψαν και απηγγειλαν αυτω οτι ουτως τασσονται επιπεσειν επ' αυτους την νυκτα26 Et misit speculatores in castra eorum : et reversi renuntiaverunt quod constituunt supervenire illis nocte.
27 ως δε εδυ ο ηλιος επεταξεν ιωναθαν τοις παρ' αυτου γρηγορειν και ειναι επι τοις οπλοις ετοιμαζεσθαι εις πολεμον δι' ολης της νυκτος και εξεβαλεν προφυλακας κυκλω της παρεμβολης27 Cum occidisset autem sol, præcepit Jonathas suis vigilare, et esse in armis paratos ad pugnam tota nocte : et posuit custodes per circuitum castrorum.
28 και ηκουσαν οι υπεναντιοι οτι ητοιμασται ιωναθαν και οι παρ' αυτου εις πολεμον και εφοβηθησαν και επτηξαν τη καρδια αυτων και ανεκαυσαν πυρας εν τη παρεμβολη αυτων28 Et audierunt adversarii quod paratus est Jonathas cum suis in bello : et timuerunt, et formidaverunt in corde suo : et accenderunt focos in castris suis.
29 ιωναθαν δε και οι παρ' αυτου ουκ εγνωσαν εως πρωι εβλεπον γαρ τα φωτα καιομενα29 Jonathas autem, et qui cum eo erant, non cognoverunt usque mane : videbant autem luminaria ardentia,
30 και κατεδιωξεν ιωναθαν οπισω αυτων και ου κατελαβεν αυτους διεβησαν γαρ τον ελευθερον ποταμον30 et secutus est eos Jonathas, et non comprehendit eos : transierant enim flumen Eleutherum.
31 και εξεκλινεν ιωναθαν επι τους αραβας τους καλουμενους ζαβαδαιους και επαταξεν αυτους και ελαβεν τα σκυλα αυτων31 Et divertit Jonathas ad Arabas, qui vocantur Zabadæi : et percussit eos, et accepit spolia eorum.
32 και αναζευξας ηλθεν εις δαμασκον και διωδευσεν εν παση τη χωρα32 Et junxit, et venit Damascum, et perambulabat omnem regionem illam.
33 και σιμων εξηλθεν και διωδευσεν εως ασκαλωνος και τα πλησιον οχυρωματα και εξεκλινεν εις ιοππην και προκατελαβετο αυτην33 Simon autem exiit, et venit usque ad Ascalonem, et ad proxima præsidia : et declinavit in Joppen, et occupavit eam
34 ηκουσεν γαρ οτι βουλονται το οχυρωμα παραδουναι τοις παρα δημητριου και εθετο εκει φρουραν οπως φυλασσωσιν αυτην34 (audivit enim quod vellent præsidium tradere partibus Demetrii), et posuit ibi custodes ut custodirent eam.
35 και επεστρεψεν ιωναθαν και εξεκκλησιασεν τους πρεσβυτερους του λαου και εβουλευετο μετ' αυτων του οικοδομησαι οχυρωματα εν τη ιουδαια35 Et reversus est Jonathas, et convocavit seniores populi, et cogitavit cum eis ædificare præsidia in Judæa,
36 και προσυψωσαι τα τειχη ιερουσαλημ και υψωσαι υψος μεγα ανα μεσον της ακρας και της πολεως εις το διαχωριζειν αυτην της πολεως ινα η αυτη κατα μονας οπως μητε αγοραζωσιν μητε πωλωσιν36 et ædificare muros in Jerusalem, et exaltare altitudinem magnam inter medium arcis et civitatis, ut separaret eam a civitate, ut esset ipsa singulariter, et neque emant, neque vendant.
37 και συνηχθησαν του οικοδομειν την πολιν και επεσεν του τειχους του χειμαρρου του εξ απηλιωτου και επεσκευασεν το καλουμενον χαφεναθα37 Et convenerunt ut ædificarent civitatem : et cecidit murus qui erat super torrentem ab ortu solis, et reparavit eum, qui vocatur Caphetetha :
38 και σιμων ωκοδομησεν την αδιδα εν τη σεφηλα και ωχυρωσεν αυτην και επεστησεν θυρας και μοχλους38 et Simon ædificavit Adiada in Sephela, et munivit eam, et imposuit portas et seras.
39 και εζητησεν τρυφων βασιλευσαι της ασιας και περιθεσθαι το διαδημα και εκτειναι χειρα επ' αντιοχον τον βασιλεα39 Et cum cogitasset Tryphon regnare Asiæ, et assumere diadema, et extendere manum in Antiochum regem :
40 και ευλαβηθη μηποτε ουκ εαση αυτον ιωναθαν και μηποτε πολεμηση προς αυτον και εζητει συλλαβειν αυτον του απολεσαι και απαρας ηλθεν εις βαιθσαν40 timens ne forte non permitteret eum Jonathas, sed pugnaret adversus eum, quærebat comprehendere eum, et occidere. Et exsurgens abiit in Bethsan.
41 και εξηλθεν ιωναθαν εις απαντησιν αυτω εν τεσσαρακοντα χιλιασιν ανδρων επιλελεγμεναις εις παραταξιν και ηλθεν εις βαιθσαν41 Et exivit Jonathas obviam illi cum quadraginta millibus virorum electorum in prælium, et venit Bethsan.
42 και ειδεν τρυφων οτι ηλθεν μετα δυναμεως πολλης και εκτειναι χειρας επ' αυτον ευλαβηθη42 Et vidit Tryphon quia venit Jonathas cum exercitu multo ut extenderet in eum manus : timuit,
43 και επεδεξατο αυτον ενδοξως και συνεστησεν αυτον πασιν τοις φιλοις αυτου και εδωκεν αυτω δοματα και επεταξεν τοις φιλοις αυτου και ταις δυναμεσιν αυτου υπακουειν αυτου ως αυτου43 et excepit eum cum honore, et commendavit eum omnibus amicis suis, et dedit ei munera : et præcepit exercitibus suis ut obedirent ei, sicut sibi.
44 και ειπεν τω ιωναθαν ινα τι εκοπωσας παντα τον λαον τουτον πολεμου μη ενεστηκοτος ημιν44 Et dixit Jonathæ : Ut quid vexasti universum populum, cum bellum nobis non sit ?
45 και νυν αποστειλον αυτους εις τους οικους αυτων επιλεξαι δε σεαυτω ανδρας ολιγους οιτινες εσονται μετα σου και δευρο μετ' εμου εις πτολεμαιδα και παραδωσω σοι αυτην και τα λοιπα οχυρωματα και τας δυναμεις τας λοιπας και παντας τους επι των χρειων και επιστρεψας απελευσομαι τουτου γαρ χαριν παρειμι45 et nunc remitte eos in domos suas : elige autem tibi viros paucos, qui tecum sint, et veni mecum Ptolemaidam, et tradam eam tibi, et reliqua præsidia, et exercitum, et universos præpositos negotii : et conversus abibo : propterea enim veni.
46 και εμπιστευσας αυτω εποιησεν καθως ειπεν και εξαπεστειλεν τας δυναμεις και απηλθον εις γην ιουδα46 Et credidit ei, et fecit sicut dixit : et dimisit exercitum, et abierunt in terram Juda.
47 κατελιπεν δε μεθ' εαυτου ανδρας τρισχιλιους ων δισχιλιους αφηκεν εν τη γαλιλαια χιλιοι δε συνηλθον αυτω47 Retinuit autem secum tria millia virorum : ex quibus remisit in Galilæam duo millia : mille autem venerunt cum eo.
48 ως δε εισηλθεν ιωναθαν εις πτολεμαιδα απεκλεισαν οι πτολεμαεις τας πυλας και συνελαβον αυτον και παντας τους συνεισελθοντας μετ' αυτου απεκτειναν εν ρομφαια48 Ut autem intravit Ptolemaidam Jonathas, clauserunt portas civitatis Ptolemenses, et comprehenderunt eum : et omnes qui cum eo intraverant, gladio interfecerunt.
49 και απεστειλεν τρυφων δυναμεις και ιππον εις την γαλιλαιαν και το πεδιον το μεγα του απολεσαι παντας τους παρα ιωναθου49 Et misit Tryphon exercitum et equites in Galilæam et in campum magnum, ut perderent omnes socios Jonathæ.
50 και επεγνωσαν οτι συνελημφθη και απολωλεν και οι μετ' αυτου και παρεκαλεσαν εαυτους και επορευοντο συνεστραμμενοι ετοιμοι εις πολεμον50 At illi cum cognovissent quia comprehensus est Jonathas, et periit, et omnes qui cum eo erant, hortati sunt semetipsos, et exierunt parati in prælium.
51 και ειδον οι διωκοντες οτι περι ψυχης αυτοις εστιν και επεστρεψαν51 Et videntes hi qui insecuti fuerant, quia pro anima res est illis, reversi sunt :
52 και ηλθον παντες μετ' ειρηνης εις γην ιουδα και επενθησαν τον ιωναθαν και τους μετ' αυτου και εφοβηθησαν σφοδρα και επενθησεν πας ισραηλ πενθος μεγα52 illi autem venerunt omnes cum pace in terram Juda. Et planxerunt Jonathan, et eos qui cum ipso fuerant, valde : et luxit Israël luctu magno.
53 και εζητησαν παντα τα εθνη τα κυκλω αυτων εκτριψαι αυτους ειπον γαρ ουκ εχουσιν αρχοντα και βοηθουντα νυν ουν πολεμησωμεν αυτους και εξαρωμεν εξ ανθρωπων το μνημοσυνον αυτων53 Et quæsierunt omnes gentes quæ erant in circuitu eorum conterere eos : dixerunt enim :
54 Non habent principem et adjuvantem : nunc ergo expugnemus illos, et tollamus de hominibus memoriam eorum.