Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 11


font
GREEK BIBLELA SACRA BIBBIA
1 και βασιλευς αιγυπτου ηθροισεν δυναμεις πολλας ως η αμμος η παρα το χειλος της θαλασσης και πλοια πολλα και εζητησε κατακρατησαι της βασιλειας αλεξανδρου δολω και προσθειναι αυτην τη βασιλεια αυτου1 Il re dell'Egitto radunò truppe, numerose come la rena che è sulla riva del mare, e navi in quantità, volendo impadronirsi con astuzia del regno di Alessandro per annetterlo al suo proprio regno.
2 και εξηλθεν εις συριαν λογοις ειρηνικοις και ηνοιγον αυτω οι απο των πολεων και συνηντων αυτω οτι εντολη ην αλεξανδρου του βασιλεως συνανταν αυτω δια το πενθερον αυτου ειναι2 Si mosse alla volta della Siria con parole di pace e gli abitanti delle città gli aprivano le porte e gli andavano incontro, perché il re Alessandro, essendo suo suocero, aveva ordinato di andargli incontro.
3 ως δε εισεπορευετο εις τας πολεις πτολεμαιος απετασσε τας δυναμεις φρουραν εν εκαστη πολει3 Tolomeo, però, una volta entrato nelle città, lasciava in ognuna le sue truppe per custodirle.
4 ως δε ηγγισαν αζωτου εδειξαν αυτω το ιερον δαγων εμπεπυρισμενον και αζωτον και τα περιπολια αυτης καθηρημενα και τα σωματα ερριμμενα και τους εμπεπυρισμενους ους ενεπυρισεν εν τω πολεμω εποιησαν γαρ θιμωνιας αυτων εν τη οδω αυτου4 Quando giunse ad Asdòd, gli mostrarono il tempio di Dagon incendiato, Asdòd stessa e i suoi sobborghi distrutti, i cadaveri abbandonati e i resti di quelli che Gionata aveva fatto bruciare in guerra: di questi, infatti, ne avevano fatto dei mucchi lungo il suo percorso.
5 και διηγησαντο τω βασιλει α εποιησεν ιωναθαν εις το ψογισαι αυτον και εσιγησεν ο βασιλευς5 Gli raccontarono pure quanto aveva fatto Gionata, pensando che egli lo avrebbe biasimato, ma il re tacque.
6 και συνηντησεν ιωναθαν τω βασιλει εις ιοππην μετα δοξης και ησπασαντο αλληλους και εκοιμηθησαν εκει6 Gionata, con grande pompa, andò ad incontrare il re a Giaffa; si salutarono l'un l'altro e passarono la notte là.
7 και επορευθη ιωναθαν μετα του βασιλεως εως του ποταμου του καλουμενου ελευθερου και επεστρεψεν εις ιερουσαλημ7 Gionata poi andò con il re fino al fiume chiamato Elèutero e quindi se ne tornò a Gerusalemme.
8 ο δε βασιλευς πτολεμαιος εκυριευσεν των πολεων της παραλιας εως σελευκειας της παραθαλασσιας και διελογιζετο περι αλεξανδρου λογισμους πονηρους8 Il re Tolomeo divenne così padrone delle città del litorale fino a Seleucia marittima, mentre meditava cattivi progetti ai danni di Alessandro.
9 και απεστειλεν πρεσβεις προς δημητριον τον βασιλεα λεγων δευρο συνθωμεθα προς εαυτους διαθηκην και δωσω σοι την θυγατερα μου ην ειχεν αλεξανδρος και βασιλευσεις της βασιλειας του πατρος σου9 Egli poi inviò degli ambasciatori al re Demetrio e gli fece dire: "Vieni, facciamo alleanza tra noi. Ti darò mia figlia che Alessandro ha in moglie e regnerai nel regno di tuo padre.
10 μεταμεμελημαι γαρ δους αυτω την θυγατερα μου εζητησεν γαρ αποκτειναι με10 Io, infatti, mi sono pentito di avergli dato mia figlia, poiché egli tentò di uccidermi".
11 και εψογισεν αυτον χαριν του επιθυμησαι αυτον της βασιλειας αυτου11 In realtà egli lo biasimava perché bramava impossessarsi del suo regno.
12 και αφελομενος αυτου την θυγατερα εδωκεν αυτην τω δημητριω και ηλλοιωθη τω αλεξανδρω και εφανη η εχθρα αυτων12 Quindi, toltagli sua figlia, la diede a Demetrio. In questo modo si separò da Alessandro e la loro inimicizia si fece manifesta.
13 και εισηλθεν πτολεμαιος εις αντιοχειαν και περιεθετο το διαδημα της ασιας και περιεθετο δυο διαδηματα περι την κεφαλην αυτου το της αιγυπτου και ασιας13 Tolomeo poi entrò in Antiochia e vi cinse il diadema dell'Asia: pose sulla sua testa due diademi, quello dell'Egitto e quello dell'Asia.
14 αλεξανδρος δε ο βασιλευς ην εν κιλικια κατα τους καιρους εκεινους οτι απεστατουν οι απο των τοπων εκεινων14 Il re Alessandro in quei giorni era in Cilicia, perché gli abitanti di quelle zone gli si erano ribellati.
15 και ηκουσεν αλεξανδρος και ηλθεν επ' αυτον εν πολεμω και εξηγαγεν πτολεμαιος και απηντησεν αυτω εν χειρι ισχυρα και ετροπωσατο αυτον15 Quando Alessandro fu informato di ciò, marciò contro di lui in guerra; ma Tolomeo, uscito fuori, gli mosse contro con grande potenza e lo mise in fuga.
16 και εφυγεν αλεξανδρος εις την αραβιαν του σκεπασθηναι αυτον εκει ο δε βασιλευς πτολεμαιος υψωθη16 Alessandro fuggì in Arabia per trovarvi riparo; il re Tolomeo invece fu glorificato.
17 και αφειλεν ζαβδιηλ ο αραψ την κεφαλην αλεξανδρου και απεστειλεν τω πτολεμαιω17 L'arabo Zabdiel mozzò la testa di Alessandro e l'inviò a Tolomeo.
18 και ο βασιλευς πτολεμαιος απεθανεν εν τη ημερα τη τριτη και οι οντες εν τοις οχυρωμασιν αυτου απωλοντο υπο των εν τοις οχυρωμασιν18 Ma tre giorni dopo anche il re Tolomeo morì e i suoi uomini che erano nelle fortezze furono uccisi dagli altri che erano nelle fortezze stesse.
19 και εβασιλευσεν δημητριος ετους εβδομου και εξηκοστου και εκατοστου19 Così Demetrio incominciò a regnare nell'anno 16 7.
20 εν ταις ημεραις εκειναις συνηγαγεν ιωναθαν τους εκ της ιουδαιας του εκπολεμησαι την ακραν την εν ιερουσαλημ και εποιησεν επ' αυτην μηχανας πολλας20 In quei giorni Gionata radunò gli uomini della Giudea per attaccare l'Acra che era in Gerusalemme, e fece fare molte macchine militari per usarle contro di essa.
21 και επορευθησαν τινες μισουντες το εθνος αυτων ανδρες παρανομοι προς τον βασιλεα και απηγγειλαν αυτω οτι ιωναθαν περικαθηται την ακραν21 Allora alcuni uomini iniqui, che odiavano la propria gente, andarono dal re e gli riferirono che Gionata assediava l'Acra.
22 και ακουσας ωργισθη ως δε ηκουσεν ευθεως αναζευξας ηλθεν εις πτολεμαιδα και εγραψεν ιωναθαν του μη περικαθησθαι και του απαντησαι αυτον αυτω συμμισγειν εις πτολεμαιδα την ταχιστην22 Udito ciò, il re si adirò e, avutane conferma, levò subito il campo e si recò a Tolemaide e scrisse a Gionata di togliere l'assedio e di andargli incontro al più presto a Tolemaide per conferire con lui.
23 ως δε ηκουσεν ιωναθαν εκελευσεν περικαθησθαι και επελεξεν των πρεσβυτερων ισραηλ και των ιερεων και εδωκεν εαυτον τω κινδυνω23 Udito ciò, Gionata comandò di continuare l'assedio; poi, scelti alcuni anziani d'Israele e sacerdoti, affrontò il pericolo.
24 και λαβων αργυριον και χρυσιον και ιματισμον και ετερα ξενια πλειονα και επορευθη προς τον βασιλεα εις πτολεμαιδα και ευρεν χαριν εναντιον αυτου24 Preso argento, oro, vestiti e molti altri doni, si recò dal re a Tolemaide e trovò grazia presso di lui.
25 και ενετυγχανον κατ' αυτου τινες ανομοι των εκ του εθνους25 Alcuni empi della sua nazione tentarono di intervenire contro di lui,
26 και εποιησεν αυτω ο βασιλευς καθως εποιησαν αυτω οι προ αυτου και υψωσεν αυτον εναντιον των φιλων αυτου παντων26 ma il re lo trattò come lo avevano trattato i suoi predecessori e lo esaltò davanti a tutti i suoi amici.
27 και εστησεν αυτω την αρχιερωσυνην και οσα αλλα ειχεν τιμια το προτερον και εποιησεν αυτον των πρωτων φιλων ηγεισθαι27 Gli confermò il sommo sacerdozio e tutte le altre dignità che aveva per l'innanzi e volle che fosse annoverato tra i primi amici.
28 και ηξιωσεν ιωναθαν τον βασιλεα ποιησαι την ιουδαιαν αφορολογητον και τας τρεις τοπαρχιας και την σαμαριτιν και επηγγειλατο αυτω ταλαντα τριακοσια28 Gionata chiese al re di rendere la Giudea esente dalle imposte, al pari delle tre toparchie e della Samaria, promettendogli trecento talenti.
29 και ευδοκησεν ο βασιλευς και εγραψεν τω ιωναθαν επιστολας περι παντων τουτων εχουσας τον τροπον τουτον29 Il re accondiscese e scrisse a Gionata, intorno a tutte queste cose, lettere così concepite:
30 βασιλευς δημητριος ιωναθαν τω αδελφω χαιρειν και εθνει ιουδαιων30 "Re Demetrio al fratello Gionata e alla nazione dei Giudei, salute!
31 το αντιγραφον της επιστολης ης εγραψαμεν λασθενει τω συγγενει ημων περι υμων γεγραφαμεν και προς υμας οπως ειδητε31 Una copia della lettera che abbiamo scritta a Làstene, nostro parente, a vostro riguardo, la scriviamo anche per voi affinché ne prendiate conoscenza.
32 βασιλευς δημητριος λασθενει τω πατρι χαιρειν32 Il re Demetrio al padre Làstene, salute!
33 τω εθνει των ιουδαιων φιλοις ημων και συντηρουσιν τα προς ημας δικαια εκριναμεν αγαθον ποιησαι χαριν της εξ αυτων ευνοιας προς ημας33 Alla nazione dei Giudei, che sono nostri amici e osservano ciò che è giusto verso di noi, abbiamo giudicato opportuno far loro del bene in ragione dei buoni sentimenti che hanno per noi.
34 εστακαμεν αυτοις τα τε ορια της ιουδαιας και τους τρεις νομους αφαιρεμα και λυδδα και ραθαμιν προσετεθησαν τη ιουδαια απο της σαμαριτιδος και παντα τα συγκυρουντα αυτοις πασιν τοις θυσιαζουσιν εις ιεροσολυμα αντι των βασιλικων ων ελαμβανεν ο βασιλευς παρ' αυτων το προτερον κατ' ενιαυτον απο των γενηματων της γης και των ακροδρυων34 Pertanto confermiamo loro il possesso dei territori della Giudea e dei tre distretti di Afèrema, Lidda e Ramatàim. Essi, con le loro dipendenze, dalla Samaria furono annessi alla Giudea a favore di tutti quelli che offrono sacrifici in Gerusalemme, in compenso delle imposte regali che il re prendeva da essi per l'innanzi ogni anno, sui prodotti della terra e sui frutti degli alberi.
35 και τα αλλα τα ανηκοντα ημιν απο του νυν των δεκατων και των τελων των ανηκοντων ημιν και τας του αλος λιμνας και τους ανηκοντας ημιν στεφανους παντα επαρκεσομεν αυτοις35 Quanto agli altri diritti che abbiamo sulle decime e sui tributi che ci si devono, sulle saline e le corone che ci erano dovute, da questo momento vi rinunziamo completamente.
36 και ουκ αθετηθησεται ουδε εν τουτων απο του νυν εις τον απαντα χρονον36 Nessuna di queste disposizioni sarà revocata a partire da questo momento e per sempre.
37 νυν ουν επιμελεσθε του ποιησαι τουτων αντιγραφον και δοθητω ιωναθαν και τεθητω εν τω ορει τω αγιω εν τοπω επισημω37 Abbiate dunque cura di fare una copia della presente e di consegnarla a Gionata affinché sia collocata sul monte santo in luogo ben visibile".
38 και ειδεν δημητριος ο βασιλευς οτι ησυχασεν η γη ενωπιον αυτου και ουδεν αυτω ανθειστηκει και απελυσεν πασας τας δυναμεις αυτου εκαστον εις τον ιδιον τοπον πλην των ξενων δυναμεων ων εξενολογησεν απο των νησων των εθνων και ηχθραναν αυτω πασαι αι δυναμεις αι απο των πατερων38 Il re Demetrio, vedendo che il paese era calmo davanti a lui e che nessuno gli si opponeva, licenziò tutte le sue truppe, ognuno al proprio paese, ad eccezione delle truppe straniere, che egli aveva reclutato dalle isole delle nazioni. Allora tutte le truppe che erano state con i suoi padri incominciarono ad osteggiarlo.
39 τρυφων δε ην των παρα αλεξανδρου το προτερον και ειδεν οτι πασαι αι δυναμεις καταγογγυζουσιν κατα του δημητριου και επορευθη προς ιμαλκουε τον αραβα ος ετρεφεν αντιοχον το παιδαριον τον του αλεξανδρου39 Trifone ch'era stato per l'innanzi dalla parte di Alessandro, vedendo che tutte le truppe mormoravano contro Demetrio, si recò presso l'arabo Imalcue, che allevava Antioco, il giovane figlio di Alessandro,
40 και προσηδρευεν αυτω οπως παραδοι αυτον αυτω οπως βασιλευση αντι του πατρος αυτου και απηγγειλεν αυτω οσα συνετελεσεν ο δημητριος και την εχθραν ην εχθραινουσιν αυτω αι δυναμεις αυτου και εμεινεν εκει ημερας πολλας40 e lo circuiva affinché glielo consegnasse per farlo regnare al posto di suo padre. Gli parlò pure delle cose che Demetrio aveva ordinato e dell'inimicizia che i suoi soldati nutrivano per lui; e rimase lì per molti giorni.
41 και απεστειλεν ιωναθαν προς δημητριον τον βασιλεα ινα εκβαλη τους εκ της ακρας εξ ιερουσαλημ και τους εν τοις οχυρωμασιν ησαν γαρ πολεμουντες τον ισραηλ41 Gionata mandò a chiedere al re Demetrio di rimuovere da Gerusalemme gli uomini che erano nell'Acra e gli altri che erano nelle fortezze, perché facevano guerra a Israele.
42 και απεστειλεν δημητριος προς ιωναθαν λεγων ου ταυτα μονον ποιησω σοι και τω εθνει σου αλλα δοξη δοξασω σε και το εθνος σου εαν ευκαιριας τυχω42 Demetrio però mandò a dire a Gionata: "Non solo questo farò per te e per la tua nazione, ma colmerò di onori te e la tua nazione, appena mi si presenti la buona occasione.
43 νυν ουν ορθως ποιησεις αποστειλας μοι ανδρας οι συμμαχησουσιν μοι οτι απεστησαν πασαι αι δυναμεις μου43 Ora però farai bene a inviarmi uomini che combattano con me, poiché tutte le truppe mi si sono allontanate".
44 και απεστειλεν ιωναθαν ανδρας τρισχιλιους δυνατους ισχυι αυτω εις αντιοχειαν και ηλθον προς τον βασιλεα και ηυφρανθη ο βασιλευς επι τη εφοδω αυτων44 Gionata gli inviò in Antiochia tremila uomini molto valorosi e, quando questi giunsero presso il re, il re si rallegrò per il loro arrivo.
45 και επισυνηχθησαν οι απο της πολεως εις μεσον της πολεως εις ανδρων δωδεκα μυριαδας και ηβουλοντο ανελειν τον βασιλεα45 Gli abitanti della città si radunarono al centro della città in numero di circa centoventimila e volevano eliminare il re.
46 και εφυγεν ο βασιλευς εις την αυλην και κατελαβοντο οι εκ της πολεως τας διοδους της πολεως και ηρξαντο πολεμειν46 Il re però si rifugiò nel palazzo, mentre gli abitanti della città invadevano le vie della città e incominciavano a combattere.
47 και εκαλεσεν ο βασιλευς τους ιουδαιους επι βοηθειαν και επισυνηχθησαν προς αυτον παντες αμα και διεσπαρησαν εν τη πολει και απεκτειναν εν τη ημερα εκεινη εις μυριαδας δεκα47 Il re allora chiamò in soccorso i Giudei e questi si radunarono presso di lui tutti insieme; poi si dispersero per la città e ne uccisero, in quel giorno, circa centomila.
48 και ενεπυρισαν την πολιν και ελαβον σκυλα πολλα εν εκεινη τη ημερα και εσωσαν τον βασιλεα48 Diedero fuoco alla città, raccolsero molte spoglie in quel giorno e salvarono il re.
49 και ειδον οι απο της πολεως οτι κατεκρατησαν οι ιουδαιοι της πολεως ως ηβουλοντο και ησθενησαν ταις διανοιαις αυτων και εκεκραξαν προς τον βασιλεα μετα δεησεως λεγοντες49 Ora gli abitanti della città, quando videro che i Giudei si erano impadroniti della città a loro piacimento, si persero d'animo e incominciarono ad elevare suppliche al re dicendo:
50 δος ημιν δεξιας και παυσασθωσαν οι ιουδαιοι πολεμουντες ημας και την πολιν50 "Dacci la destra e cessino i Giudei di combattere contro di noi e contro la città!".
51 και ερριψαν τα οπλα και εποιησαν ειρηνην και εδοξασθησαν οι ιουδαιοι εναντιον του βασιλεως και ενωπιον παντων των εν τη βασιλεια αυτου και επεστρεψαν εις ιερουσαλημ εχοντες σκυλα πολλα51 Deposero le armi e fecero la pace. Così i Giudei si coprirono di gloria davanti al re e a tutti i cittadini del suo regno e ritornarono a Gerusalemme con molte spoglie.
52 και εκαθισεν δημητριος ο βασιλευς επι θρονου της βασιλειας αυτου και ησυχασεν η γη ενωπιον αυτου52 In questo modo il re Demetrio poté sedersi sul trono del suo regno e il paese rimase tranquillo sotto di lui.
53 και εψευσατο παντα οσα ειπεν και ηλλοτριωθη τω ιωναθαν και ουκ ανταπεδωκεν τας ευνοιας ας ανταπεδωκεν αυτω και εθλιβεν αυτον σφοδρα53 Egli poi, però, rinnegò tutto ciò che aveva promesso, si mostrò ostile a Gionata e non ricambiò i favori che questi gli aveva reso; anzi incominciò a vessarlo duramente.
54 μετα δε ταυτα απεστρεψεν τρυφων και αντιοχος μετ' αυτου παιδαριον νεωτερον και εβασιλευσεν και επεθετο διαδημα54 Dopo queste cose, Trifone ritornò con Antioco, ancora molto giovane. Incominciò a regnare e cinse il diadema.
55 και επισυνηχθησαν προς αυτον πασαι αι δυναμεις ας απεσκορακισεν δημητριος και επολεμησαν προς αυτον και εφυγεν και ετροπωθη55 Si radunarono attorno a lui tutte le truppe che Demetrio aveva congedato e combatterono contro costui, il quale fu messo in fuga e travolto,
56 και ελαβεν τρυφων τα θηρια και κατεκρατησεν της αντιοχειας56 mentre Trifone catturò gli elefanti e si impadronì di Antiochia.
57 και εγραψεν αντιοχος ο νεωτερος ιωναθη λεγων ιστημι σοι την αρχιερωσυνην και καθιστημι σε επι των τεσσαρων νομων και ειναι σε των φιλων του βασιλεως57 Il giovanetto Antioco scrisse a Gionata dicendogli: "Ti confermo il sommo sacerdozio, ti pongo a capo dei quattro distretti e ti annovero tra gli amici del re".
58 και απεστειλεν αυτω χρυσωματα και διακονιαν και εδωκεν αυτω εξουσιαν πινειν εν χρυσωμασιν και ειναι εν πορφυρα και εχειν πορπην χρυσην58 Gl'inviò vasellame d'oro e un servizio da tavola, gli diede facoltà di bere in vasi d'oro, d'indossare la porpora e di portare una fibbia d'oro.
59 και σιμωνα τον αδελφον αυτου κατεστησεν στρατηγον απο της κλιμακος τυρου εως των οριων αιγυπτου59 Inoltre costituì suo fratello Simone stratega dalla Scala di Tiro sino ai confini dell'Egitto.
60 και εξηλθεν ιωναθαν και διεπορευετο περαν του ποταμου και εν ταις πολεσιν και ηθροισθησαν προς αυτον πασα δυναμις συριας εις συμμαχιαν και ηλθεν εις ασκαλωνα και απηντησαν αυτω οι εκ της πολεως ενδοξως60 Gionata cominciò a percorrere la regione d'oltre il fiume e le varie città, e tutto l'esercito di Siria si unì a lui per combattere insieme. Andò ad Ascalòna e gli abitanti della città lo ricevettero con onore.
61 και απηλθεν εκειθεν εις γαζαν και απεκλεισαν οι απο γαζης και περιεκαθισεν περι αυτην και ενεπυρισεν τα περιπολια αυτης εν πυρι και εσκυλευσεν αυτα61 Di qui andò a Gaza; ma quelli di Gaza gli chiusero le porte. Allora egli l'assediò, incendiò i suoi sobborghi e li saccheggiò.
62 και ηξιωσαν οι απο γαζης ιωναθαν και εδωκεν αυτοις δεξιας και ελαβεν τους υιους των αρχοντων αυτων εις ομηρα και εξαπεστειλεν αυτους εις ιερουσαλημ και διηλθεν την χωραν εως δαμασκου62 Quelli di Gaza allora supplicarono Gionata ed egli diede loro la destra in segno di pace; prese tuttavia come ostaggi i figli dei loro capi e li spedì a Gerusalemme. Quindi attraversò la regione fino a Damasco.
63 και ηκουσεν ιωναθαν οτι παρησαν οι αρχοντες δημητριου εις κηδες την εν τη γαλιλαια μετα δυναμεως πολλης βουλομενοι μεταστησαι αυτον της χρειας63 Ma poi, avendo saputo che i generali di Demetrio si trovavano a Cades in Galilea con un grande esercito e che volevano fargli abbandonare l'impresa,
64 και συνηντησεν αυτοις τον δε αδελφον αυτου σιμωνα κατελιπεν εν τη χωρα64 marciò contro di loro, lasciando suo fratello Simone nella regione.
65 και παρενεβαλεν σιμων επι βαιθσουρα και επολεμει αυτην ημερας πολλας και συνεκλεισεν αυτην65 Simone venne ad accamparsi sotto Bet-Zur e per molti giorni combatté contro di essa tenendola assediata.
66 και ηξιωσαν αυτον του δεξιας λαβειν και εδωκεν αυτοις και εξεβαλεν αυτους εκειθεν και κατελαβετο την πολιν και εθετο επ' αυτην φρουραν66 Lo supplicarono di accettare la loro destra ed egli acconsentì. Tuttavia li espulse di lì, occupò la città e vi pose una guarnigione.
67 και ιωναθαν και η παρεμβολη αυτου παρενεβαλον επι το υδωρ του γεννησαρ και ωρθρισαν το πρωι εις το πεδιον ασωρ67 Gionata e il suo esercito, invece, andarono ad accamparsi presso le acque di Genesaret e di buon mattino giunsero nella pianura di Casòr.
68 και ιδου η παρεμβολη αλλοφυλων απηντα αυτω εν τω πεδιω και εξεβαλον ενεδρον επ' αυτον εν τοις ορεσιν αυτοι δε απηντησαν εξ εναντιας68 Ed ecco che l'esercito degli stranieri stava loro davanti nella pianura, mentre altri organizzavano un'imboscata contro di lui sui monti. Quelli avanzarono frontalmente,
69 τα δε ενεδρα εξανεστησαν εκ των τοπων αυτων και συνηψαν πολεμον69 quando gl'imboscati, usciti dai loro luoghi, attaccarono battaglia.
70 και εφυγον οι παρα ιωναθου παντες ουδε εις κατελειφθη απ' αυτων πλην ματταθιας ο του αψαλωμου και ιουδας ο του χαλφι αρχοντες της στρατιας των δυναμεων70 Gli uomini di Gionata fuggirono, nessuno di loro rimase, all'infuori di Mattatia, figlio di Assalonne, e Giuda, figlio di Calfi, capi dell'esercito.
71 και διερρηξεν ιωναθαν τα ιματια αυτου και επεθετο γην επι την κεφαλην αυτου και προσηυξατο71 Gionata si stracciò le vesti, si cosparse il capo di polvere e pregò.
72 και υπεστρεψεν προς αυτους πολεμω και ετροπωσατο αυτους και εφυγον72 Quindi si voltò contro i nemici combattendo, li mise in rotta e fuggirono.
73 και ειδον οι φευγοντες παρ' αυτου και επεστρεψαν επ' αυτον και εδιωκον μετ' αυτου εως κεδες εως της παρεμβολης αυτων και παρενεβαλον εκει73 Visto ciò, quelli che erano fuggiti tornarono da lui e con lui li inseguirono fino al loro accampamento a Cades. Quivi si accamparono.
74 και επεσον εκ των αλλοφυλων εν τη ημερα εκεινη εις ανδρας τρισχιλιους και επεστρεψεν ιωναθαν εις ιερουσαλημ74 Gli stranieri caduti in quel giorno furono circa tremila uomini. Quindi Gionata fece ritorno a Gerusalemme.