Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΕΣΘΗΡ - Ester - Esther 7


font
GREEK BIBLECATHOLIC PUBLIC DOMAIN
1 Ηλθον λοιπον ο βασιλευς και ο Αμαν να συμποσιασωσι μετα της Εσθηρ της βασιλισσης.1 When Mordecai had heard this, he tore his garments and put on sackcloth, strewing ashes on his head, and he cried out with a loud voice in the main street of the city, revealing the anguish of his soul.
2 Και ειπε παλιν ο βασιλευς προς την Εσθηρ την δευτεραν ημεραν επι του συμποσιου του οινου, Τι το ζητημα σου, βασιλισσα Εσθηρ; και θελει δοθη εις σε? και τις η αιτησις σου; και εως του ημισεος της βασιλειας εαν ζητησης, θελει γεινει.2 And he continued with this lamenting, even up to the gate of the palace, for no one clothed with sackcloth is permitted to enter the king’s court.
3 Τοτε απεκριθη η Εσθηρ η βασιλισσα και ειπεν, Εαν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, βασιλευ, και εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, η ζωη μου ας μοι δοθη εις το ζητημα μου και ο λαος μου εις την αιτησιν μου?3 Likewise, in all provinces, towns, and places where the king’s cruel decision arrived, there was extraordinary mourning among the Jews with fasting, wailing, and weeping, with many using sackcloth and ashes for their bed.
4 διοτι επωληθημεν, εγω και ο λαος μου, εις απωλειαν, εις σφαγην και εις ολεθρον? και εαν ηθελομεν πωληθη ως δουλοι και δουλαι ηθελον σιωπησει, αν και ο εχθρος δεν ηδυνατο να αναπληρωση την ζημιαν του βασιλεως.4 Then Esther’s maids and eunuchs went in and informed her. When she heard it, she was shocked, and she sent a garment to clothe him and to take away the sackcloth, but he would not accept it.
5 Τοτε απεκριθη ο βασιλευς Ασσουηρης και ειπε προς την Εσθηρ την βασιλισσαν, Τις ειναι αυτος και που ειναι εκεινος, οστις ετολμησε να καμη ουτω;5 And she sent for Hathach the eunuch, whom the king had appointed to minister to her, and she instructed him to go to Mordecai and to discern from him why he was doing this.
6 Και ειπεν η Εσθηρ, Ο εναντιος και εχθρος ειναι ουτος ο αχρειος Αμαν. Τοτε εταραχθη ο Αμαν ενωπιον του βασιλεως και της βασιλισσης.6 And departing, Hathach went to Mordecai, who was standing in the street of the city, in front of the palace entrance.
7 Και σηκωθεις ο βασιλευς απο του συμποσιου του οινου ωργισμενος υπηγεν εις τον κηπον του παλατιου? ο δε Αμαν εσταθη, δια να ζητηση την ζωην αυτου παρα της Εσθηρ της βασιλισσης? διοτι ειδεν οτι κακον ητο αποφασισμενον εναντιον αυτου παρα του βασιλεως.7 He told him everything that had happened, how Haman had promised to transfer silver into the king’s treasury for the death of the Jews.
8 Και επεστρεψεν ο βασιλευς απο του κηπου του παλατιου εις τον οικον του συμποσιου του οινου? ο δε Αμαν ητο πεπτωκως επι της κλινης εφ' ης ητο η Εσθηρ. Και ειπεν ο βασιλευς, Θελει ετι και την βασιλισσαν να βιαση εμπροσθεν μου εν τω οικω; Ο λογος εξηλθεν εκ του στοματος του βασιλεως και εσκεπασαν το προσωπον του Αμαν.8 Also, he gave him a copy of the edict that was hanging up in Susa, so that he would show it to the queen and advise her to go in to the king and beg him on behalf of her people.
9 Και ειπεν ο Αρβονα, εις εκ των ευνουχων, ενωπιον του βασιλεως, Ιδου, και το ξυλον πεντηκοντα πηχων το υψος, το οποιον ο Αμαν εκαμε δια τον Μαροδοχαιον, τον λαλησαντα αγαθα υπερ του βασιλεως, ισταται εν τη οικια του Αμαν. Και ειπεν ο βασιλευς, Κρεμασατε αυτον επ' αυτου.9 And Hathach returned and informed Esther of all that Mordecai had said.
10 Και εκρεμασαν τον Αμαν επι του ξυλου, το οποιον ητοιμασε δια τον Μαροδοχαιον. Και κατεπαυσεν ο θυμος του βασιλεως.10 Likewise, all Israel cried out to the Lord with the same intention and supplication because certain death was hanging over them.