Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΤΩΒΙΤ - Tobia - Tobit 10


font
GREEK BIBLESAGRADA BIBLIA
1 και τωβιτ ο πατηρ αυτου ελογιζετο εκαστης ημερας και ως επληρωθησαν αι ημεραι της πορειας και ουκ ηρχοντο1 O casamento de Tobias tinha retardado a sua volta. Seu pai, muito inquieto, dizia: Por que será que meu filho tarda tanto? Por que se demora lá?
2 ειπεν μηποτε κατησχυνται η μηποτε απεθανεν γαβαηλ και ουδεις διδωσιν αυτω το αργυριον2 Teria Gabael porventura falecido, de sorte que não haveria ninguém para restituir o dinheiro?
3 και ελυπειτο λιαν3 Ele entristeceu-se extremamente com isso, assim como Ana, sua mulher, e ambos se puseram a chorar, porque seu filho não voltava no tempo previsto.
4 ειπεν δε αυτω η γυνη απωλετο το παιδιον διοτι κεχρονικεν και ηρξατο θρηνειν αυτον και ειπεν4 Sua mãe, principalmente, derramava lágrimas inesgotáveis, e dizia: Ai, ai, meu filho! Por que te mandamos lá? Tu que eras a luz de nossos olhos, o bordão de nossa velhice, a consolação de nossa vida e a esperança de nossa raça!
5 ου μελει μοι τεκνον οτι αφηκα σε το φως των οφθαλμων μου5 Nós, que em ti só tínhamos tudo, não te devíamos ter deixado ir para longe de nós.
6 και τωβιτ λεγει αυτη σιγα μη λογον εχε υγιαινει6 Tobit dizia-lhe: Cala-te, não te aflijas! Nosso filho está passando bem; aquele homem com quem nós o mandamos é um homem de confiança.
7 και ειπεν αυτω σιγα μη πλανα με απωλετο το παιδιον μου και επορευετο καθ' ημεραν εις την οδον εξω οιας απηλθεν ημερας τε αρτον ουκ ησθιεν τας δε νυκτας ου διελιμπανεν θρηνουσα τωβιαν τον υιον αυτης εως ου συνετελεσθησαν αι δεκα τεσσαρες ημεραι του γαμου ας ωμοσεν ραγουηλ ποιησαι αυτον εκει7 Mas ela continuava inconsolável: todos os dias ela saía para fora, olhava para todos os lados, e corria por todos os caminhos, por onde poderia voltar o filho, a fim de vê-lo ao longe, se fosse possível.
8 ειπεν δε τωβιας τω ραγουηλ εξαποστειλον με οτι ο πατηρ μου και η μητηρ μου ουκετι ελπιζουσιν οψεσθαι με8 Entretanto, Raguel dizia ao seu genro: Fica aqui, mandarei notícias a Tobit, teu pai, a respeito de tua saúde.
9 ειπεν δε αυτω ο πενθερος αυτου μεινον παρ' εμοι καγω εξαποστελω προς τον πατερα σου και δηλωσουσιν αυτω τα κατα σε και τωβιας λεγει ουχι αλλα εξαποστειλον με προς τον πατερα μου9 Mas Tobias disse-lhe: Sei que meu pai e minha mãe contam os dias e que se acham em grande tormento.
10 αναστας δε ραγουηλ εδωκεν αυτω σαρραν την γυναικα αυτου και τα ημισυ των υπαρχοντων σωματα και κτηνη και αργυριον10 Raguel insistiu ainda, apresentando muitas razões, mas Tobias não quis ouvi-lo. Então entregou-lhe Sara com a metade de seus bens em servos, servas, rebanhos, camelos, vacas, e em grande soma de dinheiro. Despediu-o cheio de saúde e alegria,
11 και ευλογησας αυτους εξαπεστειλεν λεγων ευοδωσει υμας τεκνα ο θεος του ουρανου προ του με αποθανειν11 dizendo-lhe: Que o santo anjo do Senhor vos acompanhe pelo caminho, e vos conduza sãos e salvos. Faço votos de que encontreis tudo em ordem em casa de vossos pais, e que eu possa ver os vossos filhos antes de morrer!
12 και ειπεν τη θυγατρι αυτου τιμα τους πενθερους σου αυτοι νυν γονεις σου εισιν ακουσαιμι σου ακοην καλην και εφιλησεν αυτην12 Os pais beijaram sua filha e deixaram-na partir,
13 και εδνα ειπεν προς τωβιαν αδελφε αγαπητε αποκαταστησαι σε ο κυριος του ουρανου και δωη μοι ιδειν σου παιδια εκ σαρρας της θυγατρος μου ινα ευφρανθω ενωπιον του κυριου και ιδου παρατιθεμαι σοι την θυγατερα μου εν παρακαταθηκη μη λυπησης αυτην13 recomendando-lhe que honrasse seus sogros, amasse o seu marido, educasse bem a sua família e
14 μετα ταυτα επορευετο τωβιας ευλογων τον θεον οτι ευοδωσεν την οδον αυτου και κατευλογει ραγουηλ και εδναν την γυναικα αυτου