Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 25


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Εικοσιπεντε ετων ηλικιας εβασιλευσεν ο Αμασιας, και εβασιλευσεν εικοσιεννεα ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Ιωαδαν, εξ Ιερουσαλημ.1 Huszonöt esztendős volt Amaszja, amikor uralkodni kezdett, és huszonkilenc évig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki Jeruzsálemből való volt, Joadénnak hívták.
2 Και επραξε το ευθες ενωπιον Κυριου, πλην ουχι εν καρδια τελεια.2 Azt cselekedte, ami jó volt az Úr előtt, de nem teljes szívvel.
3 Ως δε η βασιλεια εκραταιωθη εις αυτον, εθανατωσε τους δουλους αυτου τους φονευσαντας τον βασιλεα τον πατερα αυτου?3 Amikor szilárdnak látta királyságát, megölette azokat a szolgáit, akik megölték atyját, a királyt,
4 τα τεκνα ομως αυτων δεν εθανατωσεν, ως ειναι γεγραμμενον εν τω νομω, εν τω βιβλιω του Μωυσεως, οπου ο Κυριος προσεταξε, λεγων, οι πατερες δεν θελουσι θανατονεσθαι δια τα τεκνα, ουδε τα τεκνα θελουσι θανατονεσθαι δια τους πατερας? αλλ' εκαστος θελει θανατονεσθαι δια το εαυτου αμαρτημα.4 de fiaikat nem ölette meg, mert úgy cselekedett, ahogy meg van írva Mózes törvénykönyvében, ahol az Úr a következő parancsot adja: »Nem szabad megöletni az atyákat a fiaikért, sem a fiúkat az atyjukért: mindenki csak a saját bűnéért lakoljon halállal.«
5 Και συνηγαγεν ο Αμασιας τον Ιουδαν, και κατεστησεν εξ αυτων χιλιαρχους και εκατονταρχους, κατ' οικους πατριων, δια παντος του Ιουδα και Βενιαμιν? και ηριθμησεν αυτους απο εικοσι ετων και επανω, και ευρηκεν αυτους τριακοσιας χιλιαδας, εκλεκτους, εξερχομενους εις πολεμον, κρατουντας λογχην και ασπιδα.5 Majd Amaszja egybegyűjtötte Júdát, és felosztotta őket nemzetségek, ezredesek és századosok szerint egész Júdában és Benjaminban, és megszámlálta őket a húszesztendősöktől felfelé. Háromszázezer olyan ifjút talált, aki hadba vonulhatott és dárdát meg pajzsot hordhatott.
6 Εμισθωσεν ετι εκ του Ισραηλ εκατον χιλιαδας δυνατων εν ισχυι, δι' εκατον ταλαντα αργυριου.6 Ezenkívül százezer vitézt fogadott Izraelből száz talentum ezüstön.
7 Ηλθε δε προς αυτον ανθρωπος του Θεου, λεγων, Βασιλευ, ας μη ελθη μετα σου το στρατευμα του Ισραηλ? διοτι ο Κυριος δεν ειναι μετα του Ισραηλ, μετα παντων των υιων Εφραιμ?7 Ekkor elment hozzá Isten egyik embere és azt mondta: »Ó király, ne vonuljon ki veled Izrael serege, mert az Úr nincs Izraellel és nincs Efraimnak semelyik fiával.
8 αλλ' εαν θελης να υπαγης, καμε τουτο? ενδυναμωθητι δια τον πολεμον? ο Θεος ομως θελει σε κατατροπωσει εμπροσθεν του εχθρου? διοτι ο Θεος εχει δυναμιν να βοηθηση και να κατατροπωση.8 Ha azt hiszed, hogy a haderőn fordul meg a háború, akkor Isten legyőzet téged ellenségeiddel: Istentől függ ugyanis a segítség s a megfutamítás.«
9 Ο δε Αμασιας ειπε προς τον ανθρωπον του Θεου, Αλλα τι θελομεν καμει δια τα εκατον ταλαντα, τα οποια εδωκα εις το στρατευμα του Ισραηλ; Και ο ανθρωπος του Θεου απεκριθη, Ο Κυριος ειναι δυνατος να δωση εις σε πλειοτερα τουτων.9 Erre Amaszja azt mondta Isten emberének: »Mi történik akkor azzal a száz talentum ezüsttel, amelyet Izrael vitézeinek adtam?« Ezt felelte neki az Isten embere: »Van az Úrnak, amiből sokkal többet adhat neked annál.«
10 Τοτε διεχωρισεν αυτους ο Αμασιας, το στρατευμα το ελθον προς αυτον εκ του Εφραιμ, δια να επιστρεψωσιν εις τον τοπον αυτων? και εξηφθη σφοδρα ο θυμος αυτων κατα του Ιουδα, και επεστρεψαν εις τον τοπον αυτων με εξαψιν θυμου.10 Erre Amaszja elkülönítette azt a sereget, amely Efraimból jött hozzá, hogy térjen vissza lakóhelyére: erre azok nagyon megharagudtak Júdára és visszatértek országukba.
11 Ενεδυναμωθη δε ο Αμασιας και εξηγαγε τον λαον αυτου και υπηγεν εις την κοιλαδα του αλατος και επαταξε τους υιους Σηειρ δεκα χιλιαδας.11 Amaszja aztán bátran kivezette seregét, és elment a Sóaknás-völgybe s megvert tízezret Szeír fiai közül.
12 Και δεκα χιλιαδας ζωντας ηχμαλωτισαν οι υιοι Ιουδα, και εφεραν αυτους εις το ακρον του κρημνου και κατεκρημνιζον αυτους απο του ακρου του κρημνου, ωστε παντες διερραγησαν.12 Másik tízezer embert pedig elfogtak Júda fiai, elvitték őket egy meredek sziklára és letaszították őket a tetejéről a mélységbe, úgy, hogy valamennyien elpusztultak.
13 Οι ανδρες ομως του στρατευματος, το οποιον απεπεμψεν ο Αμασιας, δια να μη υπαγωσι μετ' αυτου εις πολεμον, επεπεσον επι τας πολεις του Ιουδα, απο Σαμαρειας εως Βαιθ-ωρων, και επαταξαν τρεις χιλιαδας εξ αυτων και ελαβον λαφυρα πολλα.13 Ám az a sereg, amelyet Amaszja visszaküldött, hogy ne tartson vele a hadba, ellepte Júda városait Szamariától egészen Béthoronig s háromezer embert megölt és nagy zsákmányt hurcolt el.
14 Αφου δε ο Αμασιας επεστρεψεν απο της σφαγης των Ιδουμαιων, εφερε τους θεους των υιων Σηειρ και εστησεν αυτους εις εαυτον θεους και προσεκυνησεν εμπροσθεν αυτων και εθυμιασεν εις αυτους.14 Amaszja azonban elvitte magával az edomiták leverése után Szeír fiainak istenségeit. Isteneivé választotta, imádta őket és jó illatot gyújtott nekik.
15 Δια τουτο εξηφθη η οργη του Κυριου κατα του Αμασιου? και απεστειλε προς αυτον προφητην και ειπε προς αυτον, Δια τι εξεζητησας τους θεους του λαου, οιτινες δεν ηδυνηθησαν να ελευθερωσωσι τον λαον αυτων εκ της χειρος σου;15 Ezért az Úr megharagudott Amaszjára, és elküldött hozzá egy prófétát ezzel az üzenettel: »Miért imádtál olyan isteneket, amelyek nem tudták megszabadítani népüket kezedből?«
16 Και ενω ελαλει προς αυτον, ο βασιλευς ειπε προς αυτον, Συμβουλον σε εκαμον του βασιλεως; παυσον? δια τι να θανατωθης; Και επαυσεν ο προφητης, ειπων, Εξευρω οτι ο Θεος εβουλευθη να σε εξολοθρευση, επειδη εκαμες τουτο και δεν υπηκουσας εις την συμβουλην μου.16 Amikor azonban ezt elmondta, ő azt felelte neki: »Talán bizony tanácsadója vagy a királynak? Vigyázz, meg ne ölesselek!« Erre a próféta eltávozott, miután ezt mondta: »Tudom, hogy Isten elhatározta, hogy megölet téged, mert ezt a gonoszságot cselekedted és azonfelül tanácsomra sem hallgattál!«
17 Τοτε συνεβουλευθη Αμασιας ο βασιλευς του Ιουδα και απεστειλε προς τον Ιωας υιον του Ιωαχαζ, υιου του Ιηου, τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Ελθε, να ιδωμεν αλληλους προσωπικως.17 Csakugyan, Amaszja, Júda királya, egybehívatta gonosz tanácsát, és elküldött Joáshoz, Jéhu fiának, Joacháznak fiához, Izrael királyához s üzente: »Gyere, szálljunk szembe egymással!«
18 Και απεστειλεν Ιωας ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Αμασιαν βασιλεα του Ιουδα, λεγων, Η ακανθα η εν τω Λιβανω απεστειλε προς την κεδρον την εν τω Λιβανω, λεγουσα, Δος την θυγατερα σου εις τον υιον μου δια γυναικα? πλην διεβη θηριον του αγρου το εν τω Λιβανω, και κατεπατησε την ακανθαν.18 Ám az visszaküldte a követeket és ezt üzente: »A libanoni bogáncs elküldött a libanoni cédrushoz, ezzel az üzenettel: ‘Add oda leányodat a fiamnak feleségül,’ – de íme, a libanoni erdő vadjai arra mentükben eltiporták a bogáncsot.
19 Συ λεγεις, ιδου, επαταξας τον Εδωμ? και η καρδια σου επηρθη εις καυχησιν? καθου τωρα εν τω οικω σου? δια τι εμπλεκεσαι εις κακον, δια το οποιον ηθελες πεσει, συ και ο Ιουδας μετα σου;19 Te azt véled: ‘Megvertem az edomitákat’ – s azért felfuvalkodik szíved! Maradj nyugton odahaza, miért hívod ki magad ellen a bajt, hogy elessél te s veled Júda?«
20 Αλλ' ο Αμασιας δεν υπηκουσε? διοτι εκ Θεου ητο τουτο, δια να παραδωση αυτους εις την χειρα των εχθρων, επειδη εξεζητησαν τους θεους του Εδωμ.20 Amaszja nem akart hallgatni rá, mert az Úr akarata az volt, hogy az ellenség kezébe kerüljön az edomiták istenei miatt.
21 Ανεβη λοιπον Ιωας ο βασιλευς του Ισραηλ? και ειδον αλληλους προσωπικως, αυτος και Αμασιας ο βασιλευς του Ιουδα, εν Βαιθ-σεμες, ητις ειναι του Ιουδα.21 Erre Joás, Izrael királya felvonult és szembeszálltak egymással. Amaszja, Júda királya a júdai Bétsemesnél volt.
22 Και εκτυπηθη ο Ιουδας εμπροσθεν του Ισραηλ, και εφυγον εκαστος εις τας σκηνας αυτου.22 Júda vereséget szenvedett Izrael előtt és sátraiba menekült,
23 Και συνελαβεν Ιωας ο βασιλευς του Ισραηλ Αμασιαν τον βασιλεα του Ιουδα, υιον του Ιωας υιου του Ιωαχαζ, εν Βαιθ-σεμες, και εφερεν αυτον εις Ιερουσαλημ και κατεδαφισε το τειχος της Ιερουσαλημ απο της πυλης Εφραιμ εως της πυλης της γωνιας, τετρακοσιας πηχας.23 Amaszját, Júda királyát, Joacház fiának, Joásnak fiát pedig elfogta Joás, Izrael királya Bétsemesnél és elvitte Jeruzsálembe. Ennek falát az Efraim kaputól egészen a Szeglet-kapuig, négyszáz könyöknyi darabon lebontatta,
24 Και λαβων παν το χρυσιον και το αργυριον και παντα τα σκευη τα ευρεθεντα εν τω οικω του Θεου μετα του Ωβηδ-εδωμ, και τους θησαυρους του οικου του βασιλεως, και ανθρωπους ενεχυρα, επεστρεψεν εις Σαμαρειαν.24 minden aranyat, ezüstöt s minden edényt pedig, amelyet az Isten házában s Obededomnál meg a királyi palota kincsei között talált, valamint a túszok fiait, elvitte Szamariába.
25 Εζησε δε Αμασιας ο υιος του Ιωας ο βασιλευς του Ιουδα, μετα τον θανατον του Ιωας υιου του Ιωαχαζ βασιλεως του Ισραηλ, δεκαπεντε ετη.25 Amaszja, Joás fia, Júda királya Joásnak, Joacház fiának, Izrael királyának halála után tizenöt esztendeig élt.
26 Αι δε λοιπαι πραξεις του Αμασιου, αι πρωται και αι εσχαται, ιδου, δεν ειναι γεγραμμεναι εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ιουδα και του Ισραηλ;26 Amaszja egyéb dolgai, az elsők és az utolsók, meg vannak írva Júda és Izrael királyainak könyvében.
27 Και υστερον αφου εστραφη ο Αμασιας απο οπισθεν του Κυριου, εκαμον συνωμοσιαν κατ' αυτου εν Ιερουσαλημ? και εφυγεν εις Λαχεις? απεστειλαν ομως κατοπιν αυτου εις Λαχεις και εθανατωσαν αυτον εκει.27 Miután elpártolt az Úrtól, csapdába ejtették Jeruzsálemben. Amikor erre Lákisba menekült, odaküldtek s ott megölték.
28 Και εφεραν αυτον επι ιππων, και εθαψαν αυτον μετα των πατερων αυτου εν πολει Ιουδα.28 Aztán lovakon visszavitték s eltemették atyái mellé, a Dávid-városban.