Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 7


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Ειπε δε ο Ελισσαιε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου? Ουτω λεγει Κυριος? Αυριον, περι την ωραν ταυτην, εν μετρον σεμιδαλεως θελει πωληθη δι' ενα σικλον και δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον, εν τη πυλη της Σαμαρειας.1 Allora Eliseo disse: Ascoltate la parola del Signore: Così ha detto il Signore: Domani a quest’ora lo staio del fior di farina si avrà per un siclo, e le due staia dell’orzo altresì per un siclo, alla porta di Samaria.
2 Και απεκριθη προς τον ανθρωπον του Θεου ο αρχων, επι του οποιου την χειρα εστηριζετο ο βασιλευς, και ειπε, Και εαν ο Κυριος ηθελε καμει παραθυρα εις τον ουρανον, ηδυνατο το πραγμα τουτο να γεινη; Ο δε ειπεν, Ιδου, θελεις ιδει με τους οφθαλμους σου, δεν θελεις ομως φαγει εξ αυτου.2 Ma il capitano, sopra la cui mano il re si appoggiava, rispose all’uomo di Dio, e disse: Ecco, avvegnachè il Signore facesse delle cateratte nel cielo, questo però potrebbe egli avvenire? Ed Eliseo gli disse: Ecco, tu il vedrai con gli occhi, ma non ne mangerai
3 Ησαν δε τεσσαρες ανδρες λεπροι εν τη εισοδω της πυλης? και ειπον ο εις προς τον αλλον, Δια τι ημεις καθημεθα εδω εωσου αποθανωμεν;3 Or all’entrata della porta vi erano quattro uomini lebbrosi; ed essi dissero l’uno all’altro: Perchè ce ne stiamo qui finchè siamo morti?
4 εαν ειπωμεν, να εισελθωμεν εις την πολιν, η πεινα ειναι εν τη πολει, και θελομεν αποθανει εκει? εαν δε καθημεθα εδω, παλιν θελομεν αποθανει? τωρα λοιπον ελθετε, και ας πεσωμεν εις το στρατοπεδον των Συριων? εαν αφησωσιν ημας ζωντας, θελομεν ζησει. και εαν θανατωσωσιν ημας, θελομεν αποθανει.4 Se diciamo di entrare nella città, la fame vi è, e noi vi morremo; se stiamo qui, morremo altresì; ora dunque venite, e andiamoci ad arrendere al campo de’ Siri; se ci lasciano in vita, viveremo; e se pur ci fanno morire, morremo.
5 Και εσηκωθησαν οτε εσκοταζε, δια να εισελθωσιν εις το στρατοπεδον των Συριων? και οτε ηλθον εως του ακρου του στρατοπεδου της Συριας, ιδου, δεν ητο ανθρωπος εκει.5 Così si levarono al vespro, per entrare nel campo de’ Siri; e venuti fino allo stremo del campo, ecco, non vi era alcuno.
6 Διοτι ο Κυριος ειχε καμει να ακουσθη εν τω στρατοπεδω των Συριων κροτος αμαξων και κροτος ιππων, κροτος μεγαλου στρατευματος? και ειπον προς αλληλους, Ιδου, ο βασιλευς του Ισραηλ εμισθωσεν εναντιον ημων τους βασιλεις των Χετταιων και τους βασιλεις των Αιγυπτιων, δια να ελθωσιν εφ' ημας.6 Perciocchè il Signore avea fatto risonar nel campo de’ Siri un romore di carri, e di cavalli, e di un grande esercito; laonde aveano detto l’uno all’altro: Ecco, il re d’Israele ha soldati contro a noi i re degli Hittei, e i re degli Egizj, per venire incontro a noi.
7 Οθεν σηκωθεντες εφυγον εν τω σκοτει, και εγκατελιπον τας σκηνας αυτων και τους ιππους αυτων και τους ονους αυτων, το στρατοπεδον οπως ητο, και εφυγον δια την ζωην αυτων.7 E si erano levati, ed erano fuggiti in sul vespro, e aveano lasciati i lor padiglioni, e i lor cavalli, e i loro asini, e il campo, nello stato ch’egli era; ed erano fuggiti chi qua chi là, secondo il volere di ciascuno.
8 Και οτε οι λεπροι ουτοι ηλθον εως του ακρου του στρατοπεδου, εισηλθον εις μιαν σκηνην και εφαγον και επιον, και λαβοντες εκειθεν αργυριον και χρυσιον και ιματια, υπηγαν και εκρυψαν αυτα? επιστρεψαντες δε εισηλθον εις αλλην σκηνην, και ελαβον αλλα εκειθεν και υπηγαν και εκρυψαν και ταυτα.8 Que’ lebbrosi adunque, venuti fino allo stremo del campo, entrarono in una tenda, e mangiarono, e bevvero, e tolsero di là argento, ed oro, e vestimenti, e andarono, e nascosero quelle cose; poi tornarono, ed entrarono in un’altra tenda, e tolsero ancora di là di quelle stesse cose, e andarono, e le nascosero.
9 Τοτε ειπον προς αλληλους, Ημεις δεν καμνομεν καλα? η ημερα αυτη ειναι ημερα αγαθων αγγελιων, και αν ημεις σιωπωμεν και περιμενωμεν μεχρι του φωτος της αυγης, συμφορα τις θελει επελθει εφ' ημας? ελθετε λοιπον, και ας υπαγωμεν να αναγγειλωμεν ταυτα εις τον οικον του βασιλεως.9 Ma poi dissero l’uno all’altro: Noi non facciamo bene; questo giorno è un giorno di buone novelle, e noi tacciamo! Se aspettiamo fino allo schiarir del dì, noi riceveremo la pena del nostro fallo; ora dunque venite, e andiamo a rapportar la cosa alla casa del re.
10 Ηλθον λοιπον και εβοησαν προς τους θυρωρους της πολεως? και ανηγγειλαν προς αυτους, λεγοντες, Ηλθομεν εις το στρατοπεδον των Συριων, και ιδου, δεν ητο εκει ανθρωπος ουδε φωνη ανθρωπου, ειμη ιπποι δεδεμενοι και ονοι δεδεμενοι και σκηναι καθως ευρισκοντο.10 Così vennero, e gridarono alle guardie della porta della città, e fecero loro assapere la cosa, dicendo: Noi siamo entrati nel campo dei Siri, ed ecco, non vi è alcuno, nè voce alcuna d’uomo; ma sol vi sono i cavalli, e gli asini legati, e i padiglioni, come erano prima.
11 Και εβοησαν οι θυρωροι και ανηγγειλαν τουτο ενδον εις τον οικον του βασιλεως.11 Allora le guardie della porta gridarono, e fecero assapere la cosa nella casa del re
12 Και σηκωθεις ο βασιλευς την νυκτα, ειπε προς τους δουλους αυτου, Τωρα θελω φανερωσει προς εσας τι εκαμον οι Συριοι εις ημας? εγνωρισαν οτι ειμεθα πεινασμενοι και εξηλθον εκ του στρατοπεδου, δια να κρυφθωσιν εν τοις αγροις, λεγοντες, Οταν εξελθωσιν εκ της πολεως, θελομεν συλλαβει αυτους ζωντας, και εις την πολιν θελομεν εισελθει.12 E il re si levò di notte, e disse a’ suoi servitori: Ora io vi dichiarerò quello che i Siri ci hanno fatto; hanno saputo che noi siamo affamati, e per ciò sono usciti del campo, per nascondersi per la campagna, dicendo: Quando saranno usciti della città, noi li prenderemo vivi, ed entreremo nella città.
13 Αποκριθεις δε εις εκ των δουλων αυτου ειπεν, Ας λαβωσι, παρακαλω, πεντε εκ των υπολειπομενων ιππων, οιτινες απεμειναν εν τη πολει, ιδου, αυτοι ειναι καθως ειπαν το πληθος του Ισραηλ το εναπολειφθεν εν αυτη? ιδου, ειναι καθως απαν το πληθος των Ισραηλιτων οιτινες κατηναλωθησαν? και ας αποστειλωμεν δια να ιδωμεν.13 Ma uno de’ servitori del re rispose, e disse: Deh! prendansi cinque di que’ cavalli che son rimasti nella città ecco, sono come tutta la moltitudine d’Israele ch’è rimasta in esso; come tutta la moltitudine d’Israele ch’è perita; e mandiamo a vedere che cosa è.
14 Ελαβον λοιπον δυο ζευγη ιππων και απεστειλεν ο βασιλευς οπισω του στρατοπεδου των Συριων, λεγων, Υπαγετε και ιδετε.14 Presero adunque due coppie di cavalli; e il re mandò degli uomini sopra quelli, dietro al campo de’ Siri, dicendo: Andate, e vedete.
15 Και υπηγαν οπισω αυτων εως του Ιορδανου? και ιδου, πασα η οδος πληρης ιματιων και σκευων, τα οποια οι Συριοι ειχον ριψει εκ της βιας αυτων. Και επιστρεψαντες οι μηνυται ανηγγειλαν τουτο προς τον βασιλεα.15 E coloro andarono dietro a’ Siri, fino al Giordano; ed ecco, tutta la via era piena di vestimenti e d’arnesi, che i Siri aveano gittati via, affrettandosi di fuggire. E que’ messi ritornarono, e rapportarono il fatto al re.
16 Και εξηλθεν ο λαος, και ηρπασαν το στρατοπεδον των Συριων. Και επωληθη εν μετρον σεμιδαλεως δι' ενα σικλον και δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον, κατα τον λογον του Κυριου.16 Allora il popolo uscì, e predò il campo de’ Siri; e lo staio del fior di farina si ebbe per un siclo, e le due staia dell’orzo altresì per un siclo, secondo la parola del Signore.
17 Και κατεστησεν ο βασιλευς επι της πυλης τον αρχοντα, επι του οποιου την χειρα εστηριζετο? και κατεπατησεν ο λαος αυτον εν τη πυλη, και απεθανε? καθως ελαλησεν ο ανθρωπος του Θεου, οστις ελαλησεν οτε ο βασιλευς κατεβη προς αυτον.17 E il re costituì alla guardia della porta il capitano, sopra la cui mano egli si appoggiava; e il popolo lo calpestò nella porta, onde egli morì, secondo che l’uomo di Dio avea detto, quando parlò al re, allora ch’egli scese a lui.
18 Και, καθως ελαλησεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα, λεγων, Δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον και εν μετρον σεμιδαλεως δι' ενα σικλον θελουσιν εισθαι αυριον, περι την ωραν ταυτην, εν τη πυλη της Σαμαρειας,18 Perciocchè, quando l’uomo di Dio parlò al re, dicendo: Domani, a quest’ora, lo staio del fior di farina si avrà alla porta di Samaria per un siclo, e le due staia dell’orzo altresì per un siclo,
19 ο δε αρχων απεκριθη προς τον ανθρωπον του Θεου και ειπε, Και αν τωρα ο Κυριος ηθελε καμει παραθυρα εις τον ουρανον, ηδυνατο τοιουτον πραγμα να γεινη; και εκεινος ειπεν, Ιδου, θελεις ιδει τουτο με τους οφθαλμους σου? αλλα δεν θελεις φαγει εξ αυτου,19 quel capitano avea risposto all’uomo di Dio, ed avea detto: Ecco, avvegnachè il Signore facesse delle cateratte nel cielo, questo potrebbe egli però avvenire? Ed egli gli avea detto: Ecco, tu il vedrai con gli occhi tuoi, ma tu non ne mangerai.
20 ουτω και εγεινεν εις αυτον? διοτι ο λαος κατεπατησεν αυτον εν τη πυλη, και απεθανε.20 E così gli avvenne; perciocchè il popolo lo calpestò nella porta, ed egli morì