Scrutatio

Giovedi, 23 maggio 2024 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 5


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Ο δε Νεεμαν, ο στρατηγος του βασιλεως της Συριας, ητο ανηρ μεγας ενωπιον του κυριου αυτου και τιμωμενος, επειδη ο Κυριος δι' αυτου εδωκε σωτηριαν εις την Συριαν? και ο ανθρωπος ητο δυνατος εν ισχυι, λεπρος ομως.1 Naaman, principe della milizia del re di Siria, era grande uomo appo il suo signore, ed era onorato; però che per lui il Signore avea data salute al re di Siria; ed era forte e ricco, ma era leproso.
2 Εξηλθον δε οι Συριοι κατα ταγματα και εφερον αιχμαλωτον εκ της γης του Ισραηλ μικραν τινα κορην? και υπηρετει την γυναικα του Νεεμαν.2 E di Siria erano usciti ladroncelli, e aveano menato in pregione della terra d' Israel una fanciulla piccola, la quale era al servigio della moglie di Naaman.
3 Και ειπε προς την κυριαν αυτης, Ειθε να ητο ο κυριος μου εμπροσθεν του προφητου του εν Σαμαρεια, διοτι ηθελεν ιατρευσει αυτον απο της λεπρας αυτου.3 La quale disse alla donna sua: volesse Iddio, che il mio signore fosse col profeta il quale è in Samaria; veramente egli lo avrebbe curato dalla lepra, la qual' egli ha.
4 Και εισελθων ο Νεεμαν απηγγειλε προς τον κυριον αυτου, λεγων, Ουτω και ουτως ελαλησεν η κορη η εκ της γης του Ισραηλ.4 Ed entrando lui [Naaman] al signore suo, dissegli e nunciogli: così e così ha detto una fanciulla della terra d' Israel.
5 Και ειπεν ο βασιλευς της Συριας, Ελθε, υπαγε, και θελω στειλει επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ. Και ανεχωρησε και ελαβεν εν τη χειρι αυτου δεκα ταλαντα αργυριου και εξ χιλιαδας χρυσους και δεκα αλλαγας ενδυματων?5 E disse il re di Siria: va, e io manderò lettere al re d' Israel. Il quale partitosi, e portato seco dieci talenti d'ariento, e seimilia denari d'oro, e X robbe,
6 Και εφερε την επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγουσαν, Και τωρα καθως ελθη επιστολη αυτη προς σε, ιδου, εστειλα προς σε Νεεμαν τον δουλον μου, δια να ιατρευσης αυτον απο της λεπρας αυτου.6 portò lettere al re d' Israel in queste parole: quando tu riceverai questa lettera, sappi ch' io mando a te Naaman mio servo, perchè tu il curi della sua lepra.
7 Και καθως ανεγνωσεν ο βασιλευς του Ισραηλ την επιστολην, διεσχισε τα ιματια αυτου, και ειπε, Θεος ειμαι εγω, δια να θανατονω και να ζωοποιω, ωστε ουτος στελλει προς εμε να ιατρευσω ανθρωπον απο της λεπρας αυτου; γνωρισατε λοιπον, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος ζητει προφασιν εναντιον μου.7 E letta la lettera, [il re d' Israel] squarciò le sue vestimenta, e disse: sono io Iddio, ch' io possa uccidere e vivificare, che costui ha mandato a me, ch' io curi uno uomo della sua lepra? attendete e vedete ch' egli va cercando cagione contro a me.
8 Ως δε ηκουσεν ο Ελισσαιε, ο ανθρωπος του Θεου, οτι ο βασιλευς του Ισραηλ διεσχισε τα ιματια αυτου, απεστειλε προς τον βασιλεα, λεγων, Δια τι διεσχισας τα ιματια σου; ας ελθη τωρα προς εμε, και θελει γνωρισει οτι ειναι προφητης εν τω Ισραηλ.8 La quale cosa udita Eliseo, uomo di Dio, cioè che il re d' Israel avea squarciate le vestimenta sue, mandogli dicendo: perchè hai tu squarciate le vestimenta tue? vegna a me, e sappia ch' egli è profeta in Israel.
9 Τοτε ηλθεν ο Νεεμαν μετα των ιππων αυτου και μετα της αμαξης αυτου, και εσταθη εις την θυραν της οικιας του Ελισσαιε.9 Onde venne Naaman con carri e con cavalli, e istette dinanzi all' uscio della casa di Eliseo.
10 Και απεστειλε προς αυτον ο Ελισσαιε μηνυτην, λεγων, Υπαγε και λουσθητι επτακις εν τω Ιορδανη, και θελει επανελθει η σαρξ σου εις σε, και θελεις καθαρισθη.10 Ed Eliseo gli mandò dicendo: va, e làvati sette volte nel Giordano, e la tua carne riceverà sanità, e sarai mondato.
11 Ο δε Νεεμαν εθυμωθη και ανεχωρησε και ειπεν, Ιδου, εγω ελεγον, Θελει βεβαιως εξελθει προς εμε και θελει σταθη και επικαλεσθη το ονομα Κυριου του Θεου αυτου, και διακινησει την χειρα αυτου επι τον τοπον και ιατρευσει τον λεπρον?11 Irato Naaman partivasi, dicendo: io pensava ch' egli uscisse a me, e stando invocasse il nome del suo Signore Iddio (sopra di me), e con la sua mano toccasse il luogo della lepra, e che mi curasse.
12 ο Αβανα και ο Φαρφαρ, ποταμοι της Δαμασκου, δεν ειναι καλητεροι υπερ παντα τα υδατα του Ισραηλ; δεν ηδυναμην να λουσθω εν αυτοις και να καθαρισθω; Και στραφεις, ανεχωρησε μετα θυμου.12 Non sono egli migliori Abana e Farfar fiumi di Damasco, che tutte l'acque d' Israel, ch' io mi lavi in quelle, e diventi mondo? Ed essendo volto con indegnazione,
13 Επλησιασαν δε οι δουλοι αυτου και ελαλησαν προς αυτον και ειπον? Πατερ μου, εαν ο προφητης ηθελε σοι ειπει μεγα πραγμα, δεν ηθελες καμει αυτο; ποσω μαλλον τωρα, οταν σοι λεγη, Λουσθητι και καθαρισθητι;13 andàronsene a lui i servi suoi, e dissero a lui: padre, se il profeta t'avesse detto uno grande fatto, certo tu il dovresti fare; quanto maggiormente che t'ha detto ora: làvati, e sarai mondato?
14 Τοτε κατεβη και εβυθισθη επτακις εις τον Ιορδανην, κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και η σαρξ αυτου αποκατεστη ως σαρξ παιδιου μικρου, και εκαθαρισθη.14 Onde che egli discese, e lavossi nel Giordano sette volte, secondo la parola che gli avea detta l'uomo di Dio; e ritornò la sua carne sì come d'uno piccolo fanciullo, e fu mondato (dalla lepra).
15 Και επεστρεψε προς τον ανθρωπον του Θεου, αυτος και πασα η συνοδια αυτου, και ηλθε και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ειπεν, Ιδου, τωρα εγνωρισα οτι δεν ειναι Θεος εν παση τη γη, ειμη εν τω Ισραηλ? οθεν τωρα δεχθητι, παρακαλω, δωρον παρα του δουλου σου.15 E tornò all' uomo di Dio, e con tutta la sua compagnia venne e istette dinanzi a lui, e disse: veramente so che non è altro Iddio in tutta la terra, salvo in Israel; or ti priego, che tu tolghi la benedizione del tuo servo.
16 Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ενωπιον του οποιον παρισταμαι, δεν θελω δεχθη. Ο δε εβιαζεν αυτον να δεχθη, αλλα δεν εστερξε.16 Ed egli respuose: vive il Signore nel cui cospetto io sto, che non torrò nulla. E facendogli forza, per niun modo consentì.
17 Και ειπεν ο Νεεμαν, Και αν μη, ας δοθη, παρακαλω, εις τον δουλον σου δυο ημιονων φορτιον εκ του χωματος τουτου, διοτι ο δουλος σου δεν θελει προσφερει εις το εξης ολοκαυτωμα ουδε θυσιαν εις αλλους θεους, παρα μονον εις τον Κυριον?17 E Naaman disse: sia come tu vogli, ma io tuo servo ti prego, che mi concedi ch' io tolga il carico di due muli di questa terra; però che il tuo servo di quinci innanzi non farà sacrificio ad altro Iddio, se non al Signore.
18 περι τουτου του πραγματος ας συγχωρηση ο Κυριος τον δουλον σου, οτι, οταν εισερχηται ο κυριος μου εις τον οικον του Ριμμων δια να προσκυνηση εκει, και στηριζηται επι την χειρα μου, και εγω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ενω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ο Κυριος ας συγχωρηση τον δουλον σου περι του πραγματος τουτου18 Questo solo ci è, che tu prieghi Iddio per lo tuo servo; quando il signore mio entra nel tempio di Remmon per adorare, ed egli riposando nelle mie mani, se io adorerò nel tempio di Remmon, adorando lui in quello medesimo luogo, acciò che il Signore perdoni a me per questa cosa.
19 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε εν ειρηνη. Και ανεχωρησεν απ' αυτου μικρον τι διαστημα.19 Il quale disse a lui: va in pace. E partissi da lui, eletto il tempo della terra.
20 Ειπε δε ο Γιεζει, ο υπηρετης του Ελισσαιε του ανθρωπου του Θεου, Ιδου, εφεισθη ο κυριος μου του Νεεμαν τουτου του Συριου, ωστε να μη λαβη εκ της χειρος αυτου εκεινο το οποιον εφερε? πλην, ζη Κυριος, εγω θελω τρεξει κατοπιν αυτου και θελω λαβει τι παρ' αυτου.20 E Giezi servigiale dell' uomo di Dio disse: il mio signore ha perdonato a questo Naaman Siro, non togliendo quelle cose ch' egli recò; vive il Signore, ch' io correrò dopo lui, e torrò alcuna cosa da lui.
21 Και ετρεξεν ο Γιεζει κατοπιν του Νεεμαν. Και οτε ειδεν αυτον ο Νεεμαν τρεχοντα κατοπιν αυτου, επηδησεν εκ της αμαξης εις συναντησιν αυτου και ειπε, Καλως εχετε;21 E andò Giezi dopo Naaman; il quale veggendo correre dopo sè, discese dal carro, e vennegli ricontro, e disse: sono tutte le cose diritte?
22 Ο δε ειπε, Καλως? ο κυριος μου με απεστειλε, λεγων, Ιδου, ταυτην την ωραν ηλθον προς εμε, εκ του ορους Εφραιμ, δυο νεοι εκ των υιων των προφητων? δος εις αυτους, παρακαλω, εν ταλαντον αργυριου και δυο αλλαγας ενδυματων.22 E quegli respuose: tutte le cose sono diritte; e il mio signore mi manda, e dice: ora sono venuti a me due giovani, figliuoli di profeti, del monte d'Efraim, manda loro uno talento d'ariento e doppie vestimenta da mutare.
23 Και ειπεν ο Νεεμαν, Λαβε ευχαριστως δυο ταλαντα. Και εβιασεν αυτον, και εδωσε τα δυο ταλαντα του αργυριου εις δυο θυλακια, μετα δυο αλλαγων ενδυματων? και επεθεσεν αυτα εις δυο εκ των δουλων αυτου, και εβασταζον αυτα εμπροσθεν αυτου.23 E disse Naaman: meglio è che tu togli due talenti (d' ariento). E sforzollo, e legò due talenti d'ariento in due sacca, e doppie vestimenta, e puosele su due suoi fanti; e quegli li portavano dinanzi a lui.
24 Και οτε ηλθεν εις Οφηλ, ελαβεν αυτα εκ των χειρων αυτων και εφυλαξεν εν τω οικω? και απελυσε τους ανδρας, και ανεχωρησαν.24 E venuto egli già a ora di vespero, tolse queste cose, e ripuosele in casa; e lasciò quegli uomini, e andàronsene.
25 Αυτος δε εισηλθε και εσταθη εμπροσθεν του κυριου αυτου. Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Ποθεν, Γιεζει; Ο δε ειπεν, Ο δουλος σου δεν υπηγε πουποτε.25 Ed egli entrando istette dinanzi al suo signore. E disse Eliseo: onde vieni tu, Giezi? Ed egli respuose: il servo tuo non è stato in luoco alcuno.
26 Και ειπε προς αυτον, Δεν υπηγεν η καρδια μου μετα σου, οτε ο ανθρωπος επεστρεψεν απο της αμαξης αυτου εις συναντησιν σου; ειναι καιρος να λαβης αργυριον και να λαβης ιματια και ελαιωνας και αμπελωνας και προβατα και βοας και δουλους και δουλας;26 E lui disse: non era il cor mio presente, quando tornò Naaman del carro contra a te? E tu togliesti l'ariento e le vestimenta, a ciò che comperi vigne e uliveti [e pecore] e buoi e servi e serve.
27 δια τουτο η λεπρα του Νεεμαν θελει κολληθη εις σε και εις το σπερμα σου εις τον αιωνα. Και εξηλθεν απ' εμπροσθεν αυτου λελεπρωμενος ως χιων.27 Ma la lepra di Naaman sarà in te, e nel tuo seme in sempiterno. E uscì da lui leproso e bianco come neve.