Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 23


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Και απεστειλεν ο βασιλευς, και συνηγαγον προς αυτον παντας τους πρεσβυτερους του Ιουδα και της Ιερουσαλημ.1 Allora il re mandò a raunare appresso di sè tutti gli Anziani di Giuda e di Gerusalemme.
2 Και ανεβη ο βασιλευς εις τον οικον του Κυριου, και παντες οι ανδρες Ιουδα και παντες οι κατοικοι της Ιερουσαλημ μετ' αυτου, και οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος, απο μικρου εως μεγαλου? και ανεγνωσεν εις επηκοον αυτων παντας τους λογους του βιβλιου της διαθηκης, το οποιον ευρεθη εν τω οικω του Κυριου.2 E il re salì nella Casa del Signore, con tutti gli uomini principali di Giuda, e tutti gli abitanti di Gerusalemme, ed i sacerdoti, ed i profeti, e tutto il popolo, dal minore al maggiore; ed egli lesse, in lor presenza, tutte le parole del libro del Patto, il quale era stato trovato nella Casa del Signore.
3 Και σταθεις ο βασιλευς πλησιον του στυλου, εκαμε την διαθηκην ενωπιον του Κυριου, να περιπατη κατοπιν του Κυριου και να φυλαττη τας εντολας αυτου και τα μαρτυρια αυτου και τα διαταγματα αυτου εξ ολης καρδιας και εξ ολης ψυχης, ωστε να εκτελωσι τους λογους της διαθηκης ταυτης, τους γεγραμμενους εν τω βιβλιω τουτω. Και πας ο λαος εσταθη εις την διαθηκην.3 E il re stette in piè sopra la pila, e fece patto davanti al Signore, promettendo di camminare dietro al Signore, e di osservare i suoi comandamenti, e le sue testimonianze, ed i suoi statuti, con tutto il cuore, e con tutta l’anima, per mettere ad effetto le parole del Patto scritte in quel libro. E tutto il popolo se ne stette a quel Patto
4 Και προσεταξεν ο βασιλευς Χελκιαν τον ιερεα τον μεγαν και τους ιερεις της δευτερας ταξεως και τους φυλακας της πυλης, να εκβαλωσιν εκ του ναου του Κυριου παντα τα σκευη, τα κατεσκευασμενα δια τον Βααλ και δια το αλσος και δια πασαν την στρατιαν του ουρανου? και κατεκαυσεν αυτα εξω της Ιερουσαλημ εν τοις αγροις Κεδρων, και μετεκομισαν την στακτην αυτων εις Βαιθηλ.4 E il re comandò al sommo Sacerdote Hilchia, ed a’ sacerdoti del secondo ordine, ed a’ guardiani della soglia, che portassero fuor del Tempio del Signore tutti gli arredi ch’erano stati fatti per Baal, e per lo bosco, e per tutto l’esercito del cielo. Ed egli li bruciò fuor di Gerusalemme, nelle campagne di Chidron, e portò la polvere di essi in Betel;
5 Και κατηργησε τους ειδωλολατρας ιερεις, τους οποιους οι βασιλεις του Ιουδα διωρισαν να θυμιαζωσιν εν τοις υψηλοις τοποις, εν ταις πολεσι του Ιουδα και εν τοις περιξ της Ιερουσαλημ? και τους θυμιαζοντας εις τον Βααλ, εις τον ηλιον και εις την σεληνην και εις τα ζωδια και εις πασαν την στρατιαν του ουρανου.5 e sterminò i Camari, i quali i re di Giuda aveano ordinati, e i quali aveano fatti profumi negli alti luoghi, nelle città di Giuda, e ne’ contorni di Gerusalemme; sterminò eziandio quelli che facevano profumi a Baal, al sole, alla luna, ed ai pianeti, ed a tutto l’esercito del cielo.
6 Και εξεβαλε το αλσος εκ του οικου του Κυριου, εξω της Ιερουσαλημ, εις τον χειμαρρον Κεδρων, και κατεκαυσεν αυτο εν τω χειμαρρω Κεδρων και κατελεπτυνεν αυτο εις σκονην, και ερριψε την σκονην αυτου επι των μνηματων των υιων του οχλου.6 Fece ancora portar via il bosco fuor della Casa del Signore, alla valle di Chidron, fuor di Gerusalemme, e l’arse in essa, e lo ridusse in polvere, la quale egli gittò sopra le sepolture de’ figliuoli del popolo.
7 Και κατεκρημνισε τους οικους των σοδομιτων, τους εν τω οικω του Κυριου, οπου αι γυναικες υφαινον παραπετασματα δια το αλσος.7 Poi disfece le case de’ cinedi, che erano nella Casa del Signore, nelle quali le donne tessevano delle cortine per lo bosco.
8 Και εφερε παντας τους ιερεις εκ των πολεων του Ιουδα, και εβεβηλωσε τους υψηλους τοπους, εις τους οποιους οι ιερεις εθυμιαζον, απο Γεβα εως Βηρ-σαβεε, και κατεκρημνισε τους υψηλους τοπους των πυλων, των εν τη εισοδω της πυλης Ιησου του αρχοντος της πολεως, τη εξ αριστερων της πυλης της πολεως.8 Oltre a ciò, fece venir tutti i sacerdoti dalle città di Giuda, e contaminò gli alti luoghi, ne’ quali que’ sacerdoti aveano fatti profumi, da Gheba fino in Beerseba; e disfece gli alti luoghi delle porte, e quello ancora ch’era all’entrata della porta di Giosuè, capitano della città, ch’era a man sinistra della porta della città.
9 Πλην οι ιερεις των υψηλων τοπων δεν ανεβησαν προς το θυσιαστηριον του Κυριου εν Ιερουσαλημ, αλλ' ετρωγον αζυμα μεταξυ των αδελφων αυτων.9 Or quei sacerdoti degli alti luoghi non salivano più all’Altare del Signore, in Gerusalemme; ma pur mangiavano de’ pani azzimi, per mezzo i lor fratelli.
10 Και εβεβηλωσε τον Τοφεθ, τον εν τη φαραγγι των υιων του Εννομ? ωστε να μη δυναται μηδεις να διαβιβαση τον υιον αυτου η την θυγατερα αυτου δια του πυρος εις τον Μολοχ.10 Contaminò eziandio Tofet, ch’era nella valle de’ figliuoli di Hinnom; acciocchè niuno vi facesse più passare il suo figliuolo, o la sua figliuola, per lo fuoco, a Molec.
11 Και αφηρεσε τους ιππους, τους οποιους οι βασιλεις του Ιουδα εστησαν εις τον ηλιον, κατα την εισοδον του οικου του Κυριου, πλησιον του οικηματος του Ναθαν-μελεχ του ευνουχου, το οποιον ητο εν Φαρουρειμ, και κατεκαυσεν εν πυρι τας αμαξας του ηλιου.11 Tolse ancora via i cavalli, che i re di Giuda aveano rizzati al sole, dall’entrata della Casa del Signore, fino alla stanza di Netanmelec, eunuco, la quale era in Parvarim; e bruciò col fuoco i carri del sole.
12 Και τα θυσιαστηρια τα επι του δωματος του υπερωου του Αχαζ, τα οποια εκαμον οι βασιλεις του Ιουδα, και τα θυσιαστηρια, τα οποια εκαμεν ο Μανασσης εν ταις δυο αυλαις του οικου του Κυριου, κατεστρεψεν αυτα ο βασιλευς και κατεκρημνισεν εκειθεν και ερριψε την σκονην αυτων εις τον χειμαρρον Κεδρων.12 Il re disfece ancora gli altari ch’erano sopra il tetto della sala di Achaz, i quali i re di Giuda aveano fatti; disfece parimente gli altari che Manasse avea fatti ne’ due Cortili della Casa del Signore, e toltili di là, li stritolò, e ne gittò la polvere nel torrente di Chidron.
13 Και τους υψηλους τοπους τους κατα προσωπον της Ιερουσαλημ, τους εν δεξια του ορους της διαφθορας, τους οποιους ωκοδομησε Σολομων ο βασιλευς του Ισραηλ δια την Ασταρτην το βδελυγμα των Σιδωνιων, και δια τον Χεμως το βδελυγμα των Μωαβιτων, και δια τον Μελχωμ το βδελυγμα των υιων Αμμων, εβεβηλωσεν ο βασιλευς.13 Oltre a ciò, il re contaminò gli alti luoghi, ch’erano dirimpetto a Gerusalemme, da man destra del monte della corruzione, i quali Salomone re d’Israele avea edificati ad Astoret, abbominazione de’ Sidonii; ed a Chemos, abbominazione de’ Moabiti; ed a Milcom, abbominazione de’ figliuoli di Ammon;
14 Και συνετριψε τα αγαλματα και κατεκοψε τα αλση και εγεμισε τους τοπους αυτων απο οστα ανθρωπων.14 e spezzò le statue, e tagliò i boschi, ed empiè d’ossa d’uomini i luoghi dove quegli erano.
15 Και το θυσιαστηριον το εν Βαιθηλ και τον υψηλον τοπον, τον οποιον εκαμεν Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση, και εκεινο το θυσιαστηριον και τον υψηλον τοπον κατεχαλασε και κατεκαυσε τον υψηλον τοπον και ελεπτυνεν αυτα εις σκονην και το αλσος κατεκαυσεν.15 Disfece eziandio l’altare ch’era in Betel, e l’alto luogo ch’avea fatto Geroboamo, figliuolo di Nebat, col quale egli avea fatto peccare Israele; egli disfece e l’altare, e l’alto luogo, e lo ridusse in polvere: ed arse il bosco.
16 Οτε δε ο Ιωσιας εστραφη και ειδε τους ταφους τους εκει εν τω ορει, εστειλε και ελαβε τα οστα εκ των ταφων και κατεκαυσεν αυτα επι του θυσιαστηριου, και εβεβηλωσεν αυτο? κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον εκηρυξεν ο ανθρωπος του Θεου, ο λαλησας τους λογους τουτους.16 Or Giosia, rivoltosi, vide le sepolture ch’erano quivi nel monte; e mandò a torre le ossa di quelle sepolture, e le arse sopra quell’altare, e lo contaminò; secondo la parola del Signore, la quale l’uomo di Dio avea predicata, quando egli annunziò queste cose.
17 Τοτε ειπε, Τι μνημειον ειναι εκεινο το οποιον εγω βλεπω; Και οι ανδρες της πολεως ειπον προς αυτον, Ο ταφος του ανθρωπου του Θεου, οστις ηλθεν εξ Ιουδα και εκηρυξε τα πραγματα ταυτα, τα οποια συ εκαμες κατα του θυσιαστηριου της Βαιθηλ.17 E il re disse: Quale è quel monumento che io veggo? E la gente della città gli disse: È la sepoltura dell’uomo di Dio, che venne di Giuda, ed annunziò queste cose che tu hai fatte, contro all’altare di Betel.
18 Και ειπεν, Αφησατε αυτον? ας μη κινηση μηδεις τα οστα αυτου. Και διεσωσαν τα οστα αυτου, μετα των οστεων του προφητου του ελθοντος εκ Σαμαρειας.18 Ed egli disse: Lasciatela stare, niuno muova le ossa di esso. Così furono conservate le ossa di esso, insieme con le ossa del profeta, ch’era venuto di Samaria.
19 Και παντας ετι τους οικους των υψηλων τοπων τους εν ταις πολεσι της Σαμαρειας, τους οποιους εκαμον οι βασιλεις του Ισραηλ δια να παροργισωσι τον Κυριον, ο Ιωσιας αφηρεσε, και εκαμεν εις αυτους κατα παντα τα εργα οσα εκαμεν εις Βαιθηλ.19 Giosia tolse eziandio via tutte le case degli alti luoghi, ch’erano nelle città di Samaria, le quali i re d’Israele aveano fatte per dispettare il Signore; e fece loro interamente come avea fatto in Betel.
20 Και εθυσιασεν επι των θυσιαστηριων παντας τους ιερεις των υψηλων τοπων τους εκει, και κατεκαυσεν επ' αυτων τα οστα των ανθρωπων και επεστρεψεν εις Ιερουσαλημ.20 E sacrificò sopra gli altari tutti i sacerdoti degli alti luoghi; ch’erano quivi; ed arse ossa d’uomini sopra quelli. Poi se ne ritornò in Gerusalemme.
21 Τοτε προσεταξεν ο βασιλευς εις παντα τον λαον, λεγων, Καμετε το πασχα εις Κυριον τον Θεον σας, κατα το γεγραμμενον εν τω βιβλιω τουτω της διαθηκης.21 Allora il re comandò a tutto il popolo, dicendo: Fate la Pasqua al Signore Iddio vostro, secondo ch’è scritto in questo libro del Patto.
22 Βεβαιως δεν εγεινε τοιουτον πασχα απο των ημερων των κριτων οιτινες εκρινον τον Ισραηλ, ουδε εν πασαις ταις ημεραις των βασιλεων του Ισραηλ και των βασιλεων του Ιουδα,22 Perciocchè dal tempo de’ Giudici che aveano giudicato Israele, nè in tutto il tempo dei re d’Israele e di Giuda, non era stata celebrata tal Pasqua,
23 οποιον εγεινε προς τον Κυριον εν Ιερουσαλημ το πασχα τουτο, κατα το δεκατον ογδοον ετος του βασιλεως Ιωσιου.23 qual fu quella che fu celebrata al Signore in Gerusalemme, l’anno diciottesimo del re Giosia.
24 Αφηρεσεν ετι ο Ιωσιας και τους ανταποκριτας των δαιμονιων και τους μαντεις και τα ξοανα και τα ειδωλα και παντα τα βδελυγματα τα οποια εφαινοντο εν τη γη του Ιουδα και εν Ιερουσαλημ, δια να εκτελεση τους λογους του νομου τους γεγραμμενους εν τω βιβλιω, το οποιον ευρηκε Χελκιας ο ιερευς εν τω οικω του Κυριου.24 Giosia tolse eziandio via quelli che aveano lo spirito di Pitone, e gl’indovini, e le statue, e gl’idoli, e tutte le abbominazioni che si vedevano nel paese di Giuda, ed in Gerusalemme; per mettere ad effetto le parole della Legge, scritte nel libro che il sacerdote Hilchia avea trovato nella Casa del Signore
25 Και ομοιος αυτου δεν υπηρξε προ αυτου βασιλευς, οστις επεστρεψεν εις τον Κυριον εξ ολης αυτου της καρδιας και εξ ολης αυτου της ψυχης και εξ ολης αυτου της δυναμεως, κατα παντα τον νομον του Μωυσεως? ουδε ηγερθη μετ' αυτον ομοιος αυτου.25 E davanti a lui non vi era stato re alcuno pari a lui, che si fosse convertito al Signore con tutto il suo cuore, e con tutta l’anima sua, e con tutto il suo maggior potere, secondo tutta la Legge di Mosè; e dopo lui non n’è surto alcuno pari.
26 Πλην ο Κυριος δεν εστραφη απο του θυμου της οργης αυτου της μεγαλης, καθ' ον εξηφθη η οργη αυτου κατα του Ιουδα, εξ αιτιας παντων των παροργισμων, δια των οποιων παρωργισεν αυτον ο Μανασσης.26 Ma pure il Signore non si stolse dall’ardore della sua grande ira; perciocchè l’ira sua era accesa contro a Giuda, per tutti i dispetti che Manasse gli avea fatti.
27 Και ειπε Κυριος, Και τον Ιουδαν θελω εκβαλει απ' εμπροσθεν μου, καθως εξεβαλον τον Ισραηλ, και θελω απορριψει την πολιν ταυτην, την Ιερουσαλημ, την οποιαν εξελεξα, και τον οικον περι του οποιου ειπα, ο ονομα μου θελει εισθαι εκει.27 Laonde il Signore avea detto: Io torrò via dal mio cospetto anche Giuda, come ho tolto Israele; e rigetterò questa città di Gerusalemme che io avea eletta, e questa Casa della quale io avea detto: Il mio Nome sarà quivi.
28 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωσιου και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;28 Ora, quant’è al rimanente de’ fatti di Giosia, e tutto quello ch’egli fece; queste cose non sono esse scritte nel libro delle Croniche dei re di Giuda?
29 Εν ταις ημεραις αυτου ανεβη ο Φαραω-νεχαω, βασιλευς της Αιγυπτου, κατα του βασιλεως της Ασσυριας επι τον ποταμον Ευφρατην. Και υπηγεν ο βασιλευς Ιωσιας εις απαντησιν αυτου? και εκεινος, ως ειδεν αυτον, εθανατωσεν αυτον εν Μεγιδδω.29 A’ suoi dì, Faraone Neco, re di Egitto, salì contro al re degli Assiri, verso il fiume Eufrate; e il re Giosia andò incontro a lui; e Faraone l’uccise in Meghiddo, come l’ebbe veduto.
30 Και οι δουλοι αυτου επεβιβασαν αυτον νεκρον εις αμαξαν απο Μεγιδδω, και εφεραν αυτον εις Ιερουσαλημ, και εθαψαν αυτον εν τω ταφω αυτου. Ο δε λαος της γης ελαβε τον Ιωαχαζ υιον του Ιωσιου, και εχρισαν αυτον και εκαμον αυτον βασιλεα αντι του πατρος αυτου.30 Ed i suoi servitori lo misero morto sopra un carro, e lo condussero da Meghiddo in Gerusalemme, e lo seppellirono nel suo sepolcro. E il popolo del paese prese Gioachaz, figliuolo di Giosia, e l’unse, e lo costituì re, in luogo di suo padre
31 Εικοσιτριων ετων ηλικιας ητο ο Ιωαχαζ, οτε εβασιλευσε? και εβασιλευσε τρεις μηνας εν Ιερουσαλημ. Το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αμουταλ, θυγατηρ του Ιερεμιου απο Λιβνα.31 GIOACHAZ era d’età di ventitre anni, quando cominciò a regnare; e regnò tre mesi in Gerusalemme. E il nome di sua madre era Hamutal, figliuola di Geremia da Libna.
32 Και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, κατα παντα οσα επραξαν οι πατερες αυτου.32 Ed egli fece ciò che dispiace al Signore, interamente come aveano fatto i suoi padri.
33 Και εφυλακισεν αυτον ο Φαραω-νεχαω εν Ριβλα εν τη γη Αιμαθ, δια να μη βασιλευη εν Ιερουσαλημ? και κατεδικασε την γην εις προστιμον εκατον ταλαντων αργυριου και ενος ταλαντου χρυσιου.33 E Faraone Neco l’incarcerò in Ribla, nel paese di Hamat, acciocchè non regnasse più in Gerusalemme; ed impose al paese un’ammenda di cento talenti d’argento, e d’un talento d’oro.
34 Και εκαμεν ο Φαραω-νεχαω τον Ελιακειμ τον υιον του Ιωσιου βασιλεα αντι Ιωσιου του πατρος αυτου, και μετηλλαξε το ονομα αυτου εις Ιωακειμ? τον δε Ιωαχαζ ελαβε και εφερεν εις Αιγυπτον, και απεθανεν εκει.34 Poi Faraone Neco costituì re Eliachim, figliuolo di Giosia, in luogo di Giosia, suo padre; e gli mutò il nome in Gioiachim; e prese Gioachaz, e se ne venne in Egitto, dove Gioachaz morì.
35 Ο δε Ιωακειμ εδωκεν εις τον Φαραω το αργυριον και το χρυσιον? εφορολογησεν ομως την γην, δια να δωση το αργυριον κατα την προσταγην του Φαραω? ο λαος της γης συνεισεφερε το αργυριον και το χρυσιον, εκαστος κατα την εκτιμησιν αυτου, δια να δωση εις τον Φαραω-νεχαω.35 Or Gioiachim diede quell’argento e quell’oro a Faraone; ma egli tassò il paese, per pagar que’ danari, secondo il comandamento di Faraone; egli trasse quell’argento, e quell’oro, da ciascuno del popolo del paese, secondo ch’egli era tassato, per darlo a Faraone Neco.
36 Εικοσιπεντε ετων ηλικιας ητο ο Ιωακειμ, οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Ζεβουδα, θυγατηρ του Φεδαιου απο Ρουμα.36 Gioiachim era d’età vi venticinque anni, quando cominciò a regnare; e regnò undici anni in Gerusalemme. E il nome di sua madre era Zebudda, figliuola di Pedaia, da Ruma.
37 Και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, κατα παντα οσα επραξαν οι πατερες αυτου.37 Ed egli fece ciò che dispiace al Signore, interamente come aveano fatto i suoi padri