Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 22


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Οκτω ετων ηλικιας ητο ο Ιωσιας οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ ετη τριακοντα και εν? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Ιεδιδα, θυγατηρ του Αδαιου, απο Βοσκαθ.1 Nyolesztendős volt Jozija, amikor uralkodni kezdett és harmincegy esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki a beszekáti Hadája lánya volt, Ididának hívták.
2 Και επραξε το ευθες ενωπιον του Κυριου και περιεπατησεν εις πασας τας οδους Δαβιδ του πατρος αυτου, και δεν εξεκλινε δεξια η αριστερα.2 Azt cselekedte, ami kedves volt az Úr előtt s egészen atyja, Dávid útjain járt: nem tért el sem jobbra, sem balra.
3 Και εν τω δεκατω ογδοω ετει του βασιλεως Ιωσια, εξαπεστειλεν ο βασιλευς τον Σαφαν, υιον του Αζαλιου υιου του Μεσουλλαμ, τον γραμματεα, εις τον οικον του Κυριου, λεγων,3 Jozija király tizennyolcadik esztendejében elküldte a király Sáfánt, Mesullám fiának, Acaljahunak a fiát, az Úr templomának íródeákját s ezt mondta neki:
4 Αναβα προς Χελκιαν τον ιερεα τον μεγαν, και ειπε να απαριθμηση το αργυριον το εισαχθεν εις τον οικον του Κυριου, το οποιον οι φυλαττοντες την θυραν εσυναξαν παρα του λαου?4 »Eredj el Helkija főpaphoz, hogy szedjék össze azt a pénzt, amely az Úr házában befolyt, amelyet a templom ajtónállói a néptől összeszedtek
5 και ας παραδωσωσιν αυτο εις την χειρα των ποιουντων τα εργα, των επιστατουντων εν τω οικω του Κυριου? οι δε ας δωσωσιν αυτο εις τους εργαζομενους τα εργα τα εν τω οικω του Κυριου, δια να επισκευασωσι τα χαλασματα του οικου,5 s adják ki a mesterembereknek az Úr házának felügyelői által; ezek ugyanis osszák ki azoknak, akik az Úr templomán dolgoznak, hogy kijavítsák a templom romlásait:
6 εις τους ξυλουργους και οικοδομους και τοιχοποιους, και δια να αγορασωσι ξυλα και λιθους λατομητους, δια να επισκευασωσι τον οικον.6 tudniillik az ácsoknak és a kőműveseknek s azoknak, akik a hiányokat kiegészítik, meg arra, hogy fát és bányakövet vásároljanak az Úr templomának kijavítására.
7 πλην δεν εγινετο μετ' αυτων ουδεις λογαριασμος περι του διδομενου εις τας χειρας αυτων αργυριου, διοτι ειργαζοντο εν πιστει.7 Elszámolást azonban nem kell kívánni tőlük arról a pénzről, amelyet átvesznek, hanem kezeljék szabadon és bizalmi alapon.«
8 Ειπε δε Χελκιας ο ιερευς ο μεγας προς Σαφαν τον γραμματεα, Ευρηκα το βιβλιον του νομου εν τω οικω του Κυριου. Και εδωκεν ο Χελκιας το βιβλιον εις τον Σαφαν, και ανεγνωσεν αυτο.8 Azt mondta ekkor Helkija főpap Sáfánnak, az íródeáknak: »Megtaláltam a törvény könyvét az Úr házában.« Majd odaadta Helkija a könyvet Sáfánnak s az el is olvasta.
9 Και ηλθε Σαφαν ο γραμματευς προς τον βασιλεα και ανεφερε λογον προς τον βασιλεα και ειπεν, Οι δουλοι σου εσυναξαν το αργυριον το ευρεθεν εν τω οικω, και παρεδωκαν αυτο εις την χειρα των ποιουντων τα εργα, των επιστατουντων εις τον οικον του Κυριου.9 Elment erre Sáfán, az íródeák, a királyhoz és jelentést tett neki arról, amit parancsolt és azt mondta: »Szolgáid összeszedték a pénzt, amely az Úr házában akadt s kiadták, hogy az Úr templomának munkavezetői kiosszák a mesterembereknek.«
10 Και απηγγειλε Σαφαν ο γραμματευς προς τον βασιλεα, λεγων, Χελκιας ο ιερευς εδωκεν εις εμε βιβλιον. Και ανεγνωσεν αυτο ο Σαφαν ενωπιον του βασιλεως.10 Ekkor ezt jelentette Sáfán, az íródeák, a királynak: »Egy könyvet adott nekem Helkija pap.« Amikor ezt Sáfán a király előtt felolvasta
11 Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους του βιβλιου του νομου, διεσχισε τα ιματια αυτου.11 és a király meghallotta az Úr törvénye könyvének szavait, megszaggatta ruháit
12 Και προσεταξεν ο βασιλευς Χελκιαν τον ιερεα και Αχικαμ τον υιον του Σαφαν και Αχβωρ τον υιον του Μιχαιου και Σαφαν τον γραμματεα και Ασαιαν τον δουλον του βασιλεως, λεγων,12 és parancsolt Helkija papnak, továbbá Ahikámnak, Sáfán fiának, meg Ákobornak, Míka fiának és Sáfánnak, az íródeáknak és Aszájának, a király szolgájának:
13 Υπαγετε, ερωτησατε τον Κυριον περι εμου και περι του λαου και περι παντος του Ιουδα, περι των λογων του βιβλιου τουτου, το οποιον ευρεθη? διοτι μεγαλη ειναι η οργη του Κυριου η εξαφθεισα εναντιον ημων, επειδη οι πατερες ημων δεν υπηκουσαν εις τους λογους του βιβλιου τουτου, ωστε να πραττωσι κατα παντα τα γεγραμμενα περι ημων.13 »Menjetek s kérdezzétek meg rám, a népre és egész Júdára vonatkozólag az Urat e könyv szavai felől, amely előkerült, mert nagy az Úr haragja, amely felgerjedt ellenünk, mivel atyáink nem hallgattak e könyv szavaira, hogy megcselekedjék mindazt, amit megírtak számunkra.«
14 Τοτε Χελκιας ο ιερευς, και Αχικαμ και Αχβωρ και Σαφαν και Ασαιας, υπηγαν εις την Ολδαν την προφητιν, την γυναικα του Σαλλουμ υιου του Τικβα, υιου του Αρας, του ιματιοφυλακος? κατωκει δε αυτη εν Ιερουσαλημ, κατα το Μισνε? και ωμιλησαν μετ' αυτης.14 Elment tehát Helkija pap meg Ahikám, Ákobor, Sáfán és Aszája Holda prófétaasszonyhoz, Áraás unokájának, Tikva fiának, a ruhatáros Sallumnak feleségéhez, aki Jeruzsálem másik részében lakott és szóltak neki.
15 Και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ειπατε προς τον ανθρωπον, οστις σας απεστειλε προς εμε,15 Erre ő így felelt nekik: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Mondjátok meg annak a férfinek, aki titeket hozzám küldött:
16 Ουτω λεγει Κυριος? Ιδου εγω επιφερω κακα επι τον τοπον τουτον και επι τους κατοικους αυτου, παντας τους λογους του βιβλιου, το οποιον ο βασιλευς του Ιουδα ανεγνωσε?16 Ezt üzeni az Úr: Íme, én bajt hozok erre a helyre s lakóira teljesen a Törvény szavai szerint, amelyet Júda királya olvasott –
17 διοτι με εγκατελιπον και εθυμιασαν εις αλλους θεους, δια να με παροργισωσι δια παντων των εργων των χειρων αυτων? δια τουτο θελει εκχυθη ο θυμος μου επι τον τοπον τουτον και δεν θελει σβεσθη.17 mivel elhagytak engem s más isteneknek mutattak be áldozatot, hogy bosszantsanak engem kezük művével –, és fellobban haragom e hely ellen s ki nem alszik.
18 προς τον βασιλεα ομως του Ιουδα, οστις σας απεστειλε να ερωτησητε τον Κυριον, ουτω θελετε ειπει προς αυτον? Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Περι των λογων τους οποιους ηκουσας,18 Júda királyának azonban, aki elküldött titeket, hogy megkérdezzétek az Urat, ezt mondjátok: Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Mivel hallgattál e könyv igéire
19 επειδη η καρδια σου ηπαλυνθη, και εταπεινωθης ενωπιον του Κυριου, οτε ηκουσας οσα ελαλησα εναντιον του τοπου τουτου και εναντιον των κατοικων αυτου, οτι θελουσι κατασταθη ερημωσις και καταρα, και διεσχισας τα ιματια σου και εκλαυσας ενωπιον μου? δια τουτο και εγω επηκουσα, λεγει Κυριος?19 s amikor hallottad szavait e hely és lakói ellen – hogy tudniillik álmélkodás és átok tárgyává lesznek –, megrettent a szíved s megaláztad magadat az Úr előtt s megszaggattad ruhádat és sírtál előttem, én is meghallgattalak, azt üzeni az Úr.
20 ιδου λοιπον, εγω θελω σε συναξει εις τους πατερας σου, και θελεις συναχθη εις τον ταφον σου εν ειρηνη? και δεν θελουσιν ιδει οι οφθαλμοι σου παντα τα κακα, τα οποια εγω επιφερω επι τον τοπον τουτον. Και εφεραν αποκρισιν προς τον βασιλεα.20 Éppen azért atyáidhoz gyűjtelek s békességgel kerülsz sírodba, úgyhogy semmit sem fog látni szemed azokból a bajokból, amelyeket e helyre hozok.«