Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 2


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Οτε δε εμελλεν ο Κυριος να αναβιβαση τον Ηλιαν εις τον ουρανον με ανεμοστροβιλον, ανεχωρησεν ο Ηλιας μετα του Ελισσαιε απο Γαλγαλων.1 An dem Tag, da der Herr Elija im Wirbelsturm in den Himmel aufnehmen wollte, ging Elija mit Elischa von Gilgal weg.
2 Και ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εως Βαιθηλ. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και κατεβησαν εις Βαιθηλ.2 Er sagte zu Elischa: Bleib hier; denn der Herr hat mich nach Bet-El gesandt. Doch Elischa erwiderte: So wahr der Herr lebt und so wahr du lebst: Ich verlasse dich nicht. So gingen sie nach Bet-El.
3 Και εξηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Βαιθηλ προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.3 Dort kamen die Prophetenjünger, die in Bet-El waren, zu Elischa heraus und sagten zu ihm: Weißt du, dass der Herr heute deinen Meister über dein Haupt hinweg aufnehmen wird? Er antwortete: Auch ich weiß es. Seid still!
4 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Ελισσαιε, καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις Ιεριχω. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και ηλθον εις Ιεριχω.4 Elija aber sagte zu ihm: Bleib hier, Elischa; denn der Herr hat mich nach Jericho gesandt. Elischa erwiderte: So wahr der Herr lebt und so wahr du lebst: Ich verlasse dich nicht. So kamen sie nach Jericho.
5 Και προσηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Ιεριχω προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.5 Dort traten die Prophetenjünger, die in Jericho waren, an Elischa heran und sagten zu ihm: Weißt du, dass der Herr heute deinen Meister über dein Haupt hinweg aufnehmen wird? Er antwortete ihnen: Auch ich weiß es. Seid still!
6 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις τον Ιορδανην. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και υπηγαν αμφοτεροι.6 Elija aber bat ihn: Bleib hier; denn der Herr hat mich an den Jordan gesandt. Elischa erwiderte: So wahr der Herr lebt und so wahr du lebst: Ich verlasse dich nicht. So gingen beide miteinander.
7 Και υπηγαν πεντηκοντα ανδρες εκ των υιων των προφητων, και εσταθησαν απεναντι μακροθεν? εκεινοι δε οι δυο εσταθησαν επι του Ιορδανου.7 Fünfzig Prophetenjünger folgten ihnen und blieben dann seitwärts in einiger Entfernung stehen. Die beiden traten an den Jordan.
8 Και ελαβεν ο Ηλιας την μηλωτην αυτου και εδιπλωσεν αυτην και εκτυπησε τα υδατα, και διηρεθησαν ενθεν και ενθεν, και διεβησαν αμφοτεροι δια ξηρας.8 Hier nahm Elija seinen Mantel, rollte ihn zusammen und schlug mit ihm auf das Wasser. Dieses teilte sich nach beiden Seiten und sie schritten trockenen Fußes hindurch.
9 Και οτε διεβησαν, ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Ζητησον τι να σοι καμω, πριν αναληφθω απο σου. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Διπλασια μερις του πνευματος σου ας ηναι, παρακαλω, επ' εμε.9 Als sie drüben angekommen waren, sagte Elija zu Elischa: Sprich eine Bitte aus, die ich dir erfüllen soll, bevor ich von dir weggenommen werde. Elischa antwortete: Möchten mir doch zwei Anteile deines Geistes zufallen.
10 Ο δε ειπε, Σκληρον πραγμα εζητησας? πλην εαν με ιδης αναλαμβανομενον απο σου, θελει γεινει εις σε ουτως? ει δε μη, δεν θελει γεινει.10 Elija entgegnete: Du hast etwas Schweres erbeten. Wenn du siehst, wie ich von dir weggenommen werde, wird es dir zuteil werden. Sonst aber wird es nicht geschehen.
11 Και ενω αυτοι περιεπατουν ετι λαλουντες, ιδου, αμαξα πυρος και ιπποι πυρος, και διεχωρισαν αυτους αμφοτερους? και ανεβη ο Ηλιας με ανεμοστροβιλον εις τον ουρανον.11 Während sie miteinander gingen und redeten, erschien ein feuriger Wagen mit feurigen Pferden und trennte beide voneinander. Elija fuhr im Wirbelsturm zum Himmel empor.
12 Ο δε Ελισσαιε εβλεπε και εβοα, Πατερ μου, πατερ μου, αμαξα του Ισραηλ και ιππικον αυτου. Και δεν ειδεν αυτον πλεον? και επιασε τα ιματια αυτου και διεσχισεν αυτα εις δυο τμηματα.12 Elischa sah es und rief laut: Mein Vater, mein Vater! Wagen Israels und sein Lenker! Als er ihn nicht mehr sah, fasste er sein Gewand und riss es mitten entzwei.
13 Και σηκωσας την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, επεστρεφε και εσταθη επι του χειλους του Ιορδανου.13 Dann hob er den Mantel auf, der Elija entfallen war, kehrte um und trat an das Ufer des Jordan.
14 Και λαβων την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, εκτυπησε τα υδατα και ειπε, Που ειναι Κυριος ο Θεος του Ηλια; Και ως εκτυπησε και αυτος τα υδατα, διηρεθησαν ενθεν και ενθεν? και διεβη ο Ελισσαιε.14 Er nahm den Mantel, der Elija entfallen war, schlug mit ihm auf das Wasser und rief: Wo ist der Herr, der Gott des Elija? Als er auf das Wasser schlug, teilte es sich nach beiden Seiten und Elischa ging hinüber.
15 Και ιδοντες αυτον οι υιοι των προφητων, οι εν Ιεριχω εκ του απεναντι, ειπον, Το πνευμα του Ηλια επανεπαυθη επι τον Ελισσαιε. Και ηλθον εις συναντησιν αυτου και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.15 Die Prophetenjünger von Jericho, die in der Nähe standen, sahen ihn und sagten: Der Geist des Elija ruht auf Elischa. Sie kamen ihm entgegen und warfen sich vor ihm zur Erde nieder.
16 Και ειπον προς αυτον, Ιδου τωρα, πεντηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι μετα των δουλων σου? ας υπαγωσι, παρακαλουμεν, και ας ζητησωσι τον κυριον σου, μηποτε εσηκωσεν αυτον το πνευμα του Κυριου και ερριψεν αυτον επι τινος ορους η επι τινος κοιλαδος. Και ειπε, Μη αποστειλητε.16 Dann sagten sie zu ihm: Unter deinen Knechten sind fünfzig starke Männer. Sie sollen auf die Suche nach deinem Meister gehen. Der Geist des Herrn könnte ihn fortgetragen und auf einem der Berge oder in einem der Täler niedergesetzt haben. Doch Elischa entgegnete: Schickt niemand!
17 Αλλ' αφου εβιασαν αυτον τοσον ωστε ησχυνετο, ειπεν, Αποστειλατε. Απεστειλαν λοιπον πεντηκοντα ανδρας και εζητησαν τρεις ημερας, πλην δεν ευρηκαν αυτον.17 Als sie aber heftig darauf bestanden, sagte er: Schickt sie also hin! Sie schickten fünfzig Mann aus und diese suchten drei Tage lang. Da sie ihn nicht fanden,
18 Και οτε επεστρεψαν προς αυτον, διοτι εμεινεν εν Ιεριχω, ειπε προς αυτους, Δεν σας ειπα, Μη υπαγητε;18 kehrten sie zu Elischa zurück. Er hielt sich noch in Jericho auf und sagte zu ihnen: Habe ich euch nicht gesagt: Ihr sollt nicht hingehen?
19 Και ειπον οι ανδρες της πολεως προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, η θεσις της πολεως ταυτης ειναι καλη, καθως ο κυριος μου βλεπει τα υδατα ομως ειναι κακα και η γη αγονος.19 Die Männer der Stadt sagten zu Elischa: Unser Herr sieht, dass man in dieser Stadt gut wohnen kann; nur das Wasser ist ungesund und in der Gegend gibt es viele Fehlgeburten.
20 Και ειπε, Φερετε μοι φιαλην καινην και βαλετε αλας εις αυτην. Και εφεραν προς αυτον.20 Elischa befahl: Bringt mir eine neue Schüssel und schüttet Salz hinein! Man brachte sie ihm
21 Και εξηλθεν εις την πηγην των υδατων και ερριψε το αλας εκει και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Υγιανα τα υδατα ταυτα? δεν θελει εισθαι πλεον εκ τουτων θανατος η ακαρπια.21 und er ging zur Wasserquelle und warf das Salz hinein mit den Worten: So spricht der Herr: Ich mache dieses Wasser gesund. Es wird keinen Tod und keine Fehlgeburt mehr verursachen.
22 Και ιαθησαν τα υδατα εως της ημερας ταυτης, κατα τον λογον του Ελισσαιε, τον οποιον ελαλησε.22 Daher ist das Wasser bis zum heutigen Tag gesund, wie es Elischa vorausgesagt hatte.
23 Και ανεβη εκειθεν εις Βαιθηλ? και ενω αυτος ανεβαινεν εν τη οδω, εξηλθον εκ της πολεως παιδια μικρα και ενεπαιζον αυτον και ελεγον προς αυτον, Αναβαινε, φαλακρε? αναβαινε, φαλακρε?23 Von dort ging er nach Bet-El. Während er den Weg hinaufstieg, kamen junge Burschen aus der Stadt und verspotteten ihn: Sie riefen ihm zu: Kahlkopf, komm herauf! Kahlkopf, komm herauf!
24 ο δε εστραφη οπισω και ιδων αυτα, κατηρασθη αυτα εις το ονομα του Κυριου. Και εξηλθον εκ του δασους δυο αρκτοι και διεσπαραξαν εξ αυτων τεσσαρακοντα δυο παιδια.24 Er wandte sich um, sah sie an und verfluchte sie im Namen des Herrn. Da kamen zwei Bären aus dem Wald und zerrissen zweiundvierzig junge Leute.
25 Και υπηγεν εκειθεν εις το ορος τον Καρμηλον? και εκειθεν επεστρεψεν εις Σαμαρειαν.25 Von dort ging er zum Berg Karmel und kehrte dann nach Samaria zurück.