Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 18


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Εν δε τω τριτω ετει του Ωσηε υιου του Ηλα, βασιλεως του Ισραηλ, εβασιλευσεν Εζεκιας ο υιος του Αχαζ βασιλεως του Ιουδα.1 Hóseának, Éla fiának, Izrael királyának harmadik esztendejében lett királlyá Hiszkija, Ácháznak, Júda királyának fia.
2 Εικοσιπεντε ετων ηλικιας ητο, οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε εικοσιεννεα ετη εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Αβι, θυγατηρ του Ζαχαριου.2 Huszonöt esztendős volt, amikor uralkodni kezdett s huszonkilenc esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki Zakariás lánya volt, Ábinak hívták.
3 Και εκαμε το ευθες ενωπιον του Κυριου, κατα παντα οσα εκαμε Δαβιδ ο πατηρ αυτου.3 Azt cselekedte, ami igaz az Úr előtt, egészen úgy, ahogy atyja, Dávid cselekedett.
4 Αυτος αφηρεσε τους υψηλους τοπους και κατεθραυσε τα αγαλματα και κατεκοψε τα αλση και κατεσυντριψε τον χαλκινον οφιν, τον οποιον εκαμεν ο Μωυσης? διοτι εως των ημερων εκεινων οι υιοι του Ισραηλ εθυμιαζον εις αυτον? και εκαλεσεν αυτον Νεουσθαν.4 Ő eltávolította a magaslatokat, összetörte az emlékoszlopokat, kivágta a berkeket s összezúzta a rézkígyót, amelyet Mózes csinált. Mindezen ideig ugyanis illatot gyújtottak annak Izrael fiai s Nehustánnak hívták.
5 Επι Κυριον τον Θεον του Ισραηλ ηλπισε? και δεν εσταθη μετ' αυτον ομοιος αυτου μεταξυ παντων των βασιλεων του Ιουδα, αλλ' ουδε των προ αυτου?5 Az Úrban, Izrael Istenében bízott, úgyhogy nem is volt hozzá hasonló utána Júda összes királya között, sőt azok között sem, akik előtte voltak
6 διοτι προσεκολληθη εις τον Κυριον? δεν απεμακρυνθη απο οπισθεν αυτου, αλλ' εφυλαξε τας εντολας αυτου, τας οποιας ο Κυριος προσεταξεν εις τον Μωυσην.6 és ragaszkodott az Úrhoz és nem távozott el nyomdokaitól s teljesítette parancsolatait, amelyeket az Úr Mózesnek parancsolt.
7 Και ητο ο Κυριος μετ' αυτου? κατευοδουτο οπου εξηρχετο? και απεστατησε κατα του βασιλεως της Ασσυριας και δεν εδουλευσεν εις αυτον.7 Azért az Úr is vele volt s így bármihez fogott, sikere volt. El is pártolt Asszíria királyától s nem szolgált neki.
8 Αυτος επαταξε τους Φιλισταιους, εως Γαζης και των οριων αυτης, απο πυργου φυλακων εως οχυρας πολεως.8 Ugyanő megverte a filiszteusokat egészen Gázáig s egész területüket, az őrtornyoktól kezdve a megerősített városokig.
9 Εν δε τω τεταρτω ετει του βασιλεως Εζεκιου, το οποιον ητο το εβδομον ετος του Ωσηε, υιου του Ηλα βασιλεως του Ισραηλ, Σαλμανασαρ ο βασιλευς της Ασσυριας ανεβη επι την Σαμαρειαν και επολιορκει αυτην.9 Hiszkija királynak negyedik esztendejében, amely Hóseának, Éla fiának, Izrael királyának hetedik esztendeje volt, felvonult Szalmanasszár, az asszírok királya Szamaria ellen és ostrom alá vette
10 Και εν τω τελει τριων ετων εκυριευσαν αυτην? εν τω εκτω ετει του Εζεκιου, το οποιον ειναι το εννατον του Ωσηε βασιλεως του Ισραηλ, εκυριευθη η Σαμαρεια.10 és elfoglalta, – éspedig három esztendő múlva: Hiszkija hatodik esztendejében, azaz Hóseának, Izrael királyának kilencedik esztendejében esett el Szamaria. –
11 Και μετωκισεν ο βασιλευς της Ασσυριας τον Ισραηλ εις την Ασσυριαν, και εθεσεν αυτους εν Αλα και εν Αβωρ παρα τον ποταμον Γωζαν και εν ταις πολεσι των Μηδων?11 Akkor az asszírok királya elhurcolta Izraelt Asszíriába és Hálában és a Hábornál, Gózán folyója mellett, a médek városaiban telepítette le őket,
12 διοτι δεν υπηκουσαν της φωνης Κυριου του Θεου αυτων, αλλα παρεβησαν την διαθηκην αυτου, παντα οσα προσεταξε Μωυσης ο δουλος του Κυριου, και δεν υπηκουσαν ουδε εκαμον αυτα.12 azért, mert nem hallgattak az Úrnak, Istenüknek szavára, hanem megszegték szövetségét: semmit, amit Mózes, az Úr szolgája parancsolt, meg nem hallgattak s meg nem cselekedtek.
13 Εν δε τω δεκατω τεταρτω ετει του βασιλεως Εζεκιου, ανεβη Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας επι πασας τας οχυρας πολεις του Ιουδα και εκυριευσεν αυτας.13 Hiszkija király tizennegyedik esztendejében pedig felvonult Szanherib, az asszírok királya Júda valamennyi megerősített városa ellen s bevette őket.
14 Και απεστειλεν ο Εζεκιας βασιλευς του Ιουδα προς τον βασιλεα της Ασσυριας εις Λαχεις, λεγων, Ημαρτησα? αποστρεψον απ' εμου? ο, τι επιβαλης επ' εμε, θελω βαστασει αυτο. Και επεβαλεν ο βασιλευς της Ασσυριας επι τον Εζεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα, τριακοσια ταλαντα αργυριου και τριακοντα ταλαντα χρυσιου.14 Ekkor Hiszkija, Júda királya követeket küldött az asszírok királyához Lákisba ezzel az üzenettel: »Vétkeztem, vonulj vissza tőlem s mindazt, amit rám rósz, viselem.« Erre Asszíria királya háromszáz talentum ezüstöt és harminc talentum aranyat vetett ki Hiszkijára, Júda királyára,
15 Και εδωκεν εις αυτον ο Εζεκιας απαν το αργυριον το ευρεθεν εν τω οικω του Κυριου και εν τοις θησαυροις του οικου του βασιλεως.15 mire Hiszkija odaadott minden ezüstöt, ami csak az Úr házában és a király kincsei közt akadt.
16 Κατ' εκεινον τον καιρον απεκοψεν ο Εζεκιας τας θυρας του ναου του Κυριου και τους στυλους, τους οποιους Εζεκιας ο βασιλευς του Ιουδα ειχε περισκεπασει με χρυσιον, και εδωκεν αυτο εις τον βασιλεα της Ασσυριας.16 Ebben az időben törette le Hiszkija az Úr templomának ajtóit és azokat az aranylemezeket, amelyeket ő maga tétetett fel, hogy odaadhassa az asszírok királyának.
17 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ασσυριας τον Ταρταν και τον Ραβ-σαρεις, και τον Ραβ-σακην, απο Λαχεις, προς τον βασιλεα Εζεκιαν, μετα δυναμεως μεγαλης εις Ιερουσαλημ? οι δε ανεβησαν και ηλθον εις την Ιερουσαλημ. Και οτε ανεβησαν, ηλθον και εσταθησαν εν τω υδραγωγω της ανω κολυμβηθρας, ητις ειναι εν τη μεγαλη οδω του αγρου του γναφεως.17 Ám az asszírok királya elküldte Tartánt, Rábszáriszt és Rábsakét Lákisból erős haddal Hiszkija királyhoz Jeruzsálembe. Azok fel is vonultak s eljutottak Jeruzsálembe s felálltak a felső tó vízvezetéke mellett, amely a Kalló-mezőre vivő úton van
18 Και εβοησαν προς τον βασιλεα, και εξηλθον προς αυτους Ελιακειμ, ο υιος του Χελκιου, ο οικονομος, και Σομνας ο γραμματευς και Ιωαχ, ο υιος του Ασαφ, ο υπομνηματογραφος.18 és hivatták a királyt. Kiment erre hozzájuk Eljakim, Helkija fia, az udvarnagy és Sebna, az íródeák és Jóah, Ászáf fia, a jegyző.
19 Και ειπε προς αυτους ο Ραβ-σακης, Ειπατε τωρα προς τον Εζεκιαν, Ουτω λεγει ο βασιλευς ο μεγας, ο βασιλευς της Ασσυριας? Ποιον ειναι το θαρρος τουτο επι το οποιον θαρρεις;19 Azt mondta ekkor nekik Rábsaké: »Mondjátok meg Hiszkijának: Ezt üzeni a nagykirály, az asszírok királya: Micsoda bizodalom az, amelyre támaszkodsz?
20 συ λεγεις, πλην ειναι λογοι χειλεων, Εχω βουλην και δυναμιν δια πολεμον? αλλ' επι τινα θαρρεις, ωστε απεστατησας εναντιον μου;20 Talán bizony az a szándékod, hogy harcra készülsz? Kiben bizakodsz, hogy lázadozni mersz?
21 τωρα ιδου, συ θαρρεις επι την ραβδον του συντετριμμενου εκεινου καλαμου, επι την Αιγυπτον, επι τον οποιον εαν τις επιστηριχθη, θελει εμπηχθη εις την χειρα αυτου και τρυπησει αυτην? τοιουτος ειναι Φαραω ο βασιλευς της Αιγυπτου προς παντας τους θαρρουντας επ' αυτον.21 Törött nádszálban – Egyiptomban – bizakodsz? Az, ha rátámaszkodik az ember, összetörik s bemegy a kezébe s átlyukasztja! Ilyen a fáraó, Egyiptom királya mindazok számára, akik benne bíznak!
22 Αλλ' εαν ειπητε προς εμε, Επι Κυριον τον Θεον ημων θαρρουμεν? δεν ειναι αυτος, του οποιου τους υψηλους τοπους και τα θυσιαστηρια αφηρεσεν ο Εζεκιας, και ειπε προς τον Ιουδαν και προς την Ιερουσαλημ, Εμπροσθεν τουτου του θυσιαστηριου θελετε προσκυνησει εν Ιερουσαλημ;22 Ha pedig azt mondjátok nekem: ‘Az Úrban, a mi Istenünkben bízunk’, – akkor azt kérdezem: Nem ő-e az, akinek magaslatait s oltárait lerontotta Hiszkija és azt parancsolta Júdának és Jeruzsálemnek: Ez előtt a jeruzsálemi oltár előtt imádkozzatok?
23 Τωρα λοιπον, δος ενεχυρα εις τον κυριον μου τον βασιλεα της Ασσυριας, και εγω θελω σοι δωσει δισχιλιους ιππους, αν δυνασαι απο μερους σου να δωσης επιβατας επ' αυτους.23 Nos hát, gyertek uramhoz, az asszírok királyához, s én kétezer lovat adok nektek s lássuk, tudtok-e lovasokat szerezni rájuk?
24 Πως λοιπον θελεις στρεψει οπισω το προσωπον ενος τοπαρχου εκ των ελαχιστων δουλων του κυριου μου, και ηλπισας επι την Αιγυπτον δια αμαξας και δια ιππεας;24 Hogy tudnátok tehát ellenállni uram legkisebb szolgái közül egyetlenegy helytartónak is? Avagy a harci szekerek s a lovasok miatt bizakodsz Egyiptomban?
25 Και τωρα ανευ του Κυριου ανεβην εγω επι τον τοπον τουτον, δια να καταστρεψω αυτον; Ο Κυριος ειπε προς εμε, Αναβα επι την γην ταυτην και καταστρεψον αυτην.25 Hát az Úr akarata nélkül vonultam-e fel én erre a helyre, hogy elpusztítsam? Bizony, maga az Úr mondta nekem: ‘Eredj fel azon föld ellen s pusztítsd el!’«
26 Τοτε ειπεν Ελιακειμ ο υιος του Χελκιου, και ο Σομνας και ο Ιωαχ, προς τον Ραβ-σακην, Λαλησον, παρακαλω, προς τους δουλους σου εις την Συριακην γλωσσαν? διοτι καταλαμβανομεν αυτην? και μη λαλει προς ημας Ιουδαιστι, εις επηκοον του λαου επι του τειχους.26 Azt mondták erre Eljakim, Helkija fia és Sebna meg Jóah Rábsakénak: »Kérünk, beszélj szolgáiddal szírül, mert értjük azt a nyelvet s ne beszélj velünk zsidóul a nép hallatára, amely a várfalon van.«
27 Αλλ' ο Ραβ-σακης ειπε προς αυτους, Μηπως ο κυριος μου απεστειλεν εμε προς τον κυριον σου η και προς σε, δια να λαλησω τους λογους τουτους; δεν με απεστειλε προς τους ανδρας τους καθημενους επι του τειχους, δια να φαγωσι την κοπρον αυτων και να πιωσι το ουρον αυτων με σας;27 Így felelt erre nekik Rábsaké: »Vajon uradhoz és hozzád küldött-e engem az én uram, hogy elmondjam e szavakat s nem inkább azokhoz az emberekhez-e, akik a várfalon ülnek – hogy megegyék saját ürüléküket s megigyák saját vizeletüket veletek együtt?«
28 Τοτε ο Ραβ-σακης εσταθη και εφωνησεν Ιουδαιστι μετα φωνης μεγαλης και ελαλησε, λεγων, Ακουσατε τον λογον του βασιλεως του μεγαλου, του βασιλεως της Ασσυριας.28 Odaállt tehát Rábsaké s fennhangon zsidóul kiáltva ezt mondta: »Halljátok a nagykirály, az asszírok királyának szavait:
29 ουτω λεγει ο βασιλευς? Μη σας απατα ο Εζεκιας? διοτι δεν θελει δυνηθη να σας λυτρωση εκ της χειρος αυτου?29 Ezt üzeni a király: Meg ne csaljon titeket Hiszkija, mert ő nem bír megszabadítani titeket kezemből.
30 και μη σας καμνη ο Εζεκιας να θαρρητε επι τον Κυριον, λεγων, Ο Κυριος βεβαιως θελει μας λυτρωσει, και η πολις αυτη δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας.30 Az Úrral se biztasson titeket, s ne mondja: Az Úr bizonyosan meg fog szabadítani minket s nem kerül e város az asszírok királyának kezébe.
31 Μη ακουετε του Εζεκιου? διοτι ουτω λεγει ο βασιλευς της Ασσυριας. Καμετε συμβιβασμον μετ' εμου και εξελθετε προς εμε? και φαγετε εκαστος απο της αμπελου αυτου και εκαστος απο της συκης αυτου, και πιετε εκαστος απο των υδατων της δεξαμενης αυτου?31 Ne hallgassatok Hiszkijára, mert ezt üzeni nektek Asszíria királya: Cselekedjétek velem, ami javatokra szolgál s jöjjetek ki hozzám: s akkor mindenki ehet szőlőjéből s fügefájáról s ihattok vizet vermeitekből,
32 εωσου ελθω και σας λαβω εις γην ομοιαν με την γην σας, γην σιτου και οινου, γην αρτου και αμπελωνων, γην ελαιου και μελιτος, δια να ζησητε και να μη αποθανητε? και μη ακουετε του Εζεκιου, οταν σας απατα, λεγων, Ο Κυριος θελει μας λυτρωσει.32 amíg el nem jövök s el nem viszlek titeket arra a földre, amely hasonló földetekhez, gabona- és bortermő földre, kenyér és szőlő földjére, olajfák, olaj és méz földjére s életben maradtok s nem fogtok meghalni. Ne hallgassatok Hiszkijára, aki rászed titeket, s azt mondja: ‘Az Úr majd megszabadít minket.’
33 Μηπως ελυτρωσε τις τωοντι εκ των θεων των εθνων την γην αυτου εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας;33 Vajon megszabadították-e a nemzetek istenei földjüket az asszírok királyának kezéből?
34 που οι θεοι της Αιμαθ και Αρφαδ; που οι θεοι της Σεφαρουιμ, της Ενα και της Αυα; μηπως ελυτρωσαν εκ της χειρος μου την Σαμαρειαν;34 Hol van Hamat és Arfád istene, hol van Szefárvaim, Ána és Áva istene? Vajon megszabadították-e Szamariát a kezemből?
35 τινες μεταξυ παντων των θεων των τοπων ελυτρωσαν την γην αυτων εκ της χειρος μου, ωστε και ο Κυριος να λυτρωση την Ιερουσαλημ εκ της χειρος μου;35 Kik azok a föld valamennyi istenei közül, akik megszabadították földjüket kezemtől? Hogy tudná az Úr megszabadítani Jeruzsálemet kezemtől?«
36 Ο δε λαος εσιωπα και δεν απεκριθη λογον προς αυτον? διοτι ο βασιλευς ειχε προσταξει, λεγων, Μη αποκριθητε προς αυτον.36 A nép azonban hallgatott és semmit sem felelt neki, mert azt a parancsot kapták a királytól, hogy ne feleljenek neki.
37 Τοτε Ελιακειμ, ο υιος του Χελκιου, ο οικονομος, και Σομνας ο γραμματευς και Ιωαχ, ο υιος του Ασαφ, ο υπομνηματογραφος, ηλθον προς τον Εζεκιαν με διεσχισμενα ιματια και απηγγειλαν προς αυτον τους λογους του Ραβ-σακη.37 Elment erre Eljakim, Helkija fia, az udvarnagy és Sebna, az íródeák, meg Jóah, Ászáf fia, a jegyző Hiszkijához megszaggatott ruhával és jelentették neki Rábsaké szavait.