Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 22


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Παρηλθον δε τρια ετη ανευ πολεμου αναμεσον της Συριας και του Ισραηλ.1 E passarono tre anni senza battaglia tra Siria e Israel.
2 Κατα δε το τριτον ετος κατεβη Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα προς τον βασιλεα του Ισραηλ.2 Nel terzo anno discendè Iosafat re di Giuda al re d' Israel.
3 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τους δουλους αυτου, Εξευρετε οτι η Ραμωθ-γαλααδ ειναι ημων, και ημεις σιωπωμεν εις το να λαβωμεν αυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Συριας;3 E disse il re d' Israel a' servi suoi: non sapete voi, che Ramot di Galaad è nostra, e noi siamo negligenti a ritorglierla delle mani del re di Siria?
4 Και ειπε προς τον Ιωσαφατ, Ερχεσαι μετ' εμου δια να πολεμησωμεν την Ραμωθ-γαλααδ; Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Εγω ειμαι καθως συ, ο λαος μου καθως ο λαος σου, οι ιπποι μου καθως οι ιπποι σου.4 E disse a Iosafat: verrai tu meco a combattere in Ramot di Galaad?
5 Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Ερωτησον, παρακαλω, τον λογον του Κυριου σημερον.5 E Iosafat disse al re d' Israel: sì come se' tu, sono io; e il popolo mio e il popolo tuo sono una cosa, e i cavalieri miei e i cavalieri tuoi. E disse Iosafat al re d' Israel: addimanda oggi per te la parola di Dio.
6 Και συνηθροισεν ο βασιλευς του Ισραηλ τους προφητας, περιπου τετρακοσιους ανδρας, και ειπε προς αυτους, να υπαγω εναντιον της Ραμωθ-γαλααδ να πολεμησω, η να απεχω; οι δε ειπον, Αναβα, και ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.6 E raunò il re d' Israel i profeti, quasi CCCC uomini, e disse loro: debbo io andare a combattere in Ramot di Galaad, ovver starmi in pace? I quali dissero ascendi, e Dominedio te li darà nelle mani.
7 Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Δεν ειναι ενταυθα ετι προφητης του Κυριου, δια να ερωτησωμεν δι' αυτου;7 E disse Iosafat: non c' è egli nessuno profeta di Dio, per lo quale noi possiamo domandare?
8 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Ειναι ετι ανθρωπος τις, Μιχαιας, ο υιος του Ιεμλα, δια του οποιου δυναμεθα να ερωτησωμεν τον Κυριον? πλην μισω αυτον? διοτι δεν προφητευει καλον περι εμου, αλλα κακον. Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Ας μη λαλη ο βασιλευς ουτως.8 E disse il re d'Israel a Iosafat: uno uomo ci è rimaso, per lo quale noi possiamo domandare Iddio; ma io l' hoe in odio, però che non mi profeta bene, ma sempre male; Michea figliuolo di Iemla. Al quale disse Iosafat: re, non favellare così.
9 Και εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ ενα ευνουχον και ειπε, Σπευσον να φερης Μιχαιαν τον υιον του Ιεμλα.9 E il re d'Israel chiamò uno eunuco, e disse a lui spaccciati (e briga) di menare Michea figliuolo di Iemla.
10 Ο δε βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εκαθηντο, εκαστος επι του θρονου αυτου, ενδεδυμενοι στολας, εν τοπω ανοικτω κατα την εισοδον της πυλης της Σαμαρειας? και παντες οι προφηται προεφητευον εμπροσθεν αυτων.10 E il re d' Israel, e Iosafat re di Giuda sedeano ciascuno in la sua sedia, vestiti al modo regale, nell' aia presso all' uscio della porta di Samaria, e tutti i profeti profetavano nel cospetto loro.
11 Και Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα ειχε καμει εις εαυτον σιδηρα κερατα? και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Δια τουτων θελεις κερατισει τους Συριους, εωσου συντελεσης αυτους.11 E Sedecia figliuolo di Canaana si avea fatto corni di ferro, e disse: questo dice Iddio: con questi ventolerai Siria, tanto che tu la deserti.
12 Και παντες οι προφηται προεφητευον ουτω, λεγοντες, Αναβα εις Ραμωθ-γαλααδ και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.12 E tutti i profeti somigliantemente profetavano, e diceano: ascendi in Ramot di Galaad, e va profittevolmente, e daralla Iddio nelle mani del re.
13 Και ο μηνυτης, οστις υπηγε να καλεση τον Μιχαιαν, ειπε προς αυτον, λεγων, Ιδου τωρα, οι λογοι των προφητων φανερονουσιν εξ ενος στοματος καλον περι του βασιλεως? ο λογος σου λοιπον ας ηναι ως ο λογος ενος εξ εκεινων, και λαλησον το καλον.13 E il messo, ch' era andato a chiamare Michea, dice a lui: ecco le parole de' profeti per una bocca predicono bene al re; onde sia la parola tua somigliante della loro, e di' buono.
14 Ο δε Μιχαιας ειπε, Ζη Κυριος, ο, τι μοι ειπη ο Κυριος, τουτο θελω λαλησει.14 Al quale disse Michea: vive il Signore, ch' io dirò quello che il Signore mi dirà.
15 Ηλθε λοιπον προς τον βασιλεα. Και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Μιχαια, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ δια να πολεμησωμεν, η να απεχωμεν; Ο δε απεκριθη προς αυτον, Αναβα και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.15 Or venne al re, e il re gli disse: Michea, doviamo noi andare in Ramot di Galaad a combattere, ovvero istarci in pace? E quegli disse a lui: va in pace, e Iddio la darà nelle tue mani.
16 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Εως ποσακις θελω σε ορκιζει, να μη λεγης προς εμε παρα την αληθειαν εν ονοματι Κυριου;16 E il re disse a lui: un' altra volta io t' aggiuro che tu non dichi, se non quello ch' è vero nel nome di Dio.
17 Ο δε ειπεν, ειδον παντα τον Ισραηλ διεσπαρμενον επι τα ορη, ως προβατα μη εχοντα ποιμενα. Και ειπε Κυριος, Ουτοι δεν εχουσι κυριον? ας επιστρεψωσιν εκαστος εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.17 E quegli disse: io viddi tutto Israel sparto per li monti, come le pecore le quali non hanno pastore; e disse il Signore: costoro non hanno signore; e però ciascuno ritorni in pace a casa sua.
18 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Δεν σοι ειπα ετι δεν θελει προφητευσει καλον περι εμου, αλλα κακον;18 E il re d'Israel disse a Iosafat: non te 'l dissi io, che costui non mi profeta altro che male?
19 Και ο Μιχαιας ειπεν, Ακουσον λοιπον τον λογον του Κυριου. Ειδον τον Κυριον καθημενον επι του θρονου αυτου, και πασαν την στρατιαν του ουρανου παρισταμενην περι αυτον, εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.19 E quelli aggiugnendo disse: però audi la parola del Signore Iddio; io viddi il Signore sedere nella sedia sua, e tutto lo esercito del cielo istare con lui dalla parte sinistra e dalla parte destra.
20 Και ειπε Κυριος, Τις θελει απατησει τον Αχααβ, ωστε να αναβη και να πεση εν Ραμωθ-γαλααδ; Και ο μεν ειπεν ουτως, ο δε ειπεν ουτως.20 E il Signore disse: chi ingannerà Acab re d' Israel, acciò ch' egli vada, e muoia in Ramot di Galaad? E uno disse parole d' uno modo, e uno altro d'uno altro modo.
21 Και εξηλθε το πνευμα και εσταθη ενωπιον Κυριου και ειπεν, Εγω θελω απατησει αυτον.21 E uscì uno spirito, e istette in cospetto di Dio, e disse: io lo ingannerò. E il Signore disse: come?
22 Και ειπε Κυριος προς αυτο, Τινι τροπω; Και ειπε, Θελω εξελθει και θελω εισθαι πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων των προφητων αυτου. Και ειπε Κυριος, Θελεις απατησει και ετι θελεις κατορθωσει? εξελθε και καμε ουτω.22 E quegli disse: io uscirò, e sarò spirito bugiardo nella bocca di tutti i suoi profeti. Disse il Signore: tu lo ingannerai, e vincerai; esci fuori, e fa come tu hai detto.
23 Τωρα λοιπον, ιδου, ο Κυριος εβαλε πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων τουτων των προφητων σου, και ο Κυριος ελαλησε κακον επι σε.23 Ora ecco che il Signore hae dato lo spirito della bugia in bocca a tutti i profeti tuoi che sono qui, e il Signore hae favellato male contro a te.
24 Τοτε πλησιασας Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα, ερραπισε τον Μιχαιαν επι την σιαγονα και ειπε, Δια ποιας οδου επερασε το Πνευμα του Κυριου απ' εμου, δια να λαληση προς σε;24 E fecesi innanzi Sedecia figliuolo di Canaana, e percosse Michea nella gota, e disse: adunque ha lasciato me lo Spirito del Signore, e ha favellato a te?
25 Και ειπεν ο Μιχαιας, Ιδου, θελεις ιδει, καθ' ην ημεραν θελεις εισερχεσθαι απο ταμειου εις ταμειον δια να κρυφθης.25 E disse Michea: tu il vederai in quel dì, quando entrerai in la camera, la quale è entro un' altra camera, per nasconderti.
26 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ, Πιασατε τον Μιχαιαν και επαναφερετε αυτον προς Αμων τον αρχοντα της πολεως και προς Ιωας τον υιον του βασιλεως?26 E disse il re d' Israel: tollete Michea, istea con esso Amon principe della città, e con Ioas figliuolo di Amalec.
27 και ειπατε, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Βαλετε τουτον εις την φυλακην και τρεφετε αυτον με αρτον θλιψεως και με υδωρ θλιψεως, εωσου επιστρεψω εν ειρηνη.27 E ditegli da mia parte ad essi: questo dice il re: mettete questo uomo in carcere, e sostentatelo di pane di tribulazione, e d' acqua d' angustia, insino a tanto ch' io ritorni in pace.
28 Και ειπεν ο Μιχαιας, Εαν τωοντι επιστρεψης εν ειρηνη, ο Θεος δεν ελαλησε δι' εμου. Και ειπεν, Ακουσατε σεις, παντες οι λαοι.28 E disse Michea: se tu tornerai in pace (col Signore), il Signore non hae parlato in me. E disse: intendete, tutti popoli.
29 Και ανεβη ο βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εις Ραμωθ-γαλααδ.29 E andò il re d' Israel, e Iosafat re di Giuda, in Ramot di Galaad.
30 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Εγω θελω μετασχηματισθη και εισελθει εις την μαχην? συ δε ενδυθητι την στολην σου. Και μετεσχηματισθη ο βασιλευς του Ισραηλ και εισηλθεν εις την μαχην.30 E disse il re d' Israel a Iosafat: togli l'arme, ed entra nella battaglia, e vèstiti le tue vestimenta. Ed (egli e) il re d'Israel mutò abito, ed entrò nella battaglia.
31 Ο δε βασιλευς της Συριας ειχε προσταξει τους τριακοντα δυο αμαξαρχας αυτου, λεγων, Μη πολεμειτε μητε μικρον μητε μεγαν, αλλα μονον τον βασιλεα του Ισραηλ.31 Ma il re di Siria avea comandato a trentadue principi de' carri, dicendo: non combattete contro a persona nè grande nè piccola, ma solamente contro al re d' Israel.
32 Και ως ειδον οι αμαξαρχαι τον Ιωσαφατ, τοτε αυτοι ειπον, Βεβαιως ουτος ειναι ο βασιλευς του Ισραηλ. Και περιεστραφησαν δια να πολεμησωσιν αυτον? αλλ' ο Ιωσαφατ ανεβοησεν.32 Onde i principi de' carri, veggendo Iosafat, credetteno che fosse il re d' Israel; e fatto contro a lui grande impeto, combattevanlo, il quale Iosafat gridò forte.
33 Ιδοντες δε οι αμαξαρχαι οτι δεν ητο ο βασιλευς του Ισραηλ, επεστρεψαν απο της καταδιωξεως αυτου.33 E conobbero i principi de' carri, che non era il re d'Israel, e partironsi da lui.
34 Ανθρωπος δε τις, τοξευσας ασκοπως, εκτυπησε τον βασιλεα του Ισραηλ μεταξυ των αρθρωσεων του θωρακος? ο δε ειπε προς τον ηνιοχον αυτου, Στρεψον την χειρα σου και εκβαλε με εκ του στρατευματος? διοτι επληγωθην.34 E uno, tendendo l'arco, trasse una saetta e mandolla in incerto, e percosse per caso il re d' Israel tra il polmone e lo stomaco. Ed ello disse al conduttore del suo carro: volgi la mano, e trammi della battaglia, però ch' io sono gravemente ferito.
35 Και η μαχη εμεγαλυνθη εν τη ημερα εκεινη? ο δε βασιλευς ιστατο επι της αμαξης αντικρυ των Συριων, και προς το εσπερας απεθανε? και το αιμα ερρεεν εκ της πληγης εις τον κολπον της αμαξης.35 E fu fatta in quel dì la battaglia, e il re d'Israel istava nel carro suo contro a' Siri; e morì nel vespro, e uscia il sangue della ferita per lo seno del carro.
36 Και περι την δυσιν του ηλιου εγεινε διακηρυξις εν τω στρατοπεδω, λεγουσα, Εκαστος εις την πολιν αυτου και εκαστος εις τον τοπον αυτου.36 E i trombadori sonorono per tutta l' oste, prima che il sole tramontasse, dicendo che tutti tornino alla terra e alla sua casa.
37 Και απεθανεν ο βασιλευς και εκομισθη εις Σαμαρειαν? και ενεταφιασαν τον βασιλεα εν Σαμαρεια.37 È morto il re; e fu portato in Samaria, e seppellirono il re.
38 Και επλυναν την αμαξαν εις το υδροστασιον της Σαμαρειας? επλυναν ετι και τα οπλα αυτου? και εγλειψαν οι κυνες το αιμα αυτου, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησεν.38 E lavarono il carro (del sangue) nella piscina di Samaria; e i cani leccarono il sangue suo; e lavarono le rètene, secondo la parola di Dio la quale avea detta.
39 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Αχααβ και παντα οσα εκαμε, και ο ελεφαντινος οικος τον οποιον ωκοδομησε και πασαι αι πολεις, τας οποιας εκτισε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;39 Tutto l'altro de' fatti di Acab, e tutte le cose che fece, e la casa dello avolio che edificò, e tutte le città ch' egli fece, non è egli scritto nei fatti de' re d'Israel?
40 Και εκοιμηθη ο Αχααβ μετα των πατερων αυτου, και εβασιλευσεν αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.40 E dormi Acab co' padri suoi, e regnò Ocozia suo figliuolo per lui.
41 Ο δε Ιωσαφατ ο υιος του Ασα εβασιλευσεν επι τον Ιουδα, το τεταρτον ετος του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ.41 E Iosafat figliuolo di Asa avea incominciato a regnare sopra Giuda il quarto anno di Acab re d' Israel.
42 Ο Ιωσαφατ ητο τριακοντα πεντε ετων ηλικιας οτε εβασιλευσε? και εβασιλευσεν εικοσιπεντε ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αζουβα, θυγατηρ του Σιλει.42 Quando incominciò a regnare, era di XXXV anni, e [XXV anni] regnò in Ierusalem; il nome della madre fu Azuba figliuola di Salai.
43 Και περιεπατησεν εις πασας τας οδους Ασα του πατρος αυτου? δεν εξεκλινεν απ' αυτων, πραττων το ευθες ενωπιον του Κυριου. Οι υψηλοι ομως τοποι δεν αφηρεθησαν? ο λαος εθυσιαζεν ετι και εθυμιαζεν εν τοις υψηλοις τοποις.43 E andò per tutta la via di Asa padre suo, e non declinò da ella; e fece quello ch' era diritto nel cospetto del Signore.
44 Και ειχεν ειρηνην ο Ιωσαφατ μετα του βασιλεως του Ισραηλ.44 Ma pure non tolse via i luoghi alti; onde anche il popolo sacrificava, e offeriva l'incenso ne' luoghi alti.
45 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ιωσαφατ, και τα κατορθωματα αυτου οσα εκαμε, και οι πολεμοι αυτου, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;45 Ed ebbe Iosafat pace col re d' Israel.
46 Και το υπολοιπον των σοδομιτων, το εναπολειφθεν εν ταις ημεραις Ασα του πατρος αυτου, αυτος εξηλειψεν απο της γης.46 Tutto l'altro de' fatti di Iosafat, e le sue opere e le battaglie, non sono elleno ne' libri dei fatti de' re di Giuda?
47 Τοτε δεν υπηρχε βασιλευς εν Εδωμ? διοικητης ητο βασιλευς.47 E anche le reliquie delli effeminati, li quali erano rimasi dal tempo di Asa suo padre, tolse egli di sopra la terra.
48 Ο Ιωσαφατ εκαμε πλοια εν Θαρσεις, δια να πλευσωσιν εις Οφειρ δια χρυσιον? πλην δεν υπηγον, διοτι τα πλοια συνετριφθησαν εν Εσιων-γαβερ.48 E allora non era re in Edom.
49 Τοτε ειπεν Οχοζιας ο υιος του Αχααβ προς τον Ιωσαφατ, Ας υπαγωσιν οι δουλοι μου μετα των δουλων σου εις τα πλοια? ο Ιωσαφατ ομως δεν ηθελησε.49 E questo re [Iosafat] avea fatto navi in mare, le quali andassero in Ofir per l'oro; e non v' andarono, però che si romperono in Asiongaber.
50 Και εκοιμηθη ο Ιωσαφατ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ του πατρος αυτου? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Ιωραμ ο υιος αυτου.50 E allora disse Ocozia figliuolo di Acab a Iosafat: vadano i servi tuoi con esso i servi miei nelle navi. E non volse Iosafat.
51 Οχοζιας ο υιος του Αχααβ εβασιλευσεν επι τον Ισραηλ εν Σαμαρεια, το δεκατον εβδομον ετος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα? και εβασιλευσε δυο ετη επι τον Ισραηλ.51 E dormì [Iosafat] colli padri suoi, e fu seppellito con esso loro nella città di David suo padre; e regnò Ioram suo figliuolo per lui.
52 Και επραξε τα πονηρα ενωπιον του Κυριου, και περιεπατησεν εις την οδον του πατρος αυτου και εις την οδον της μητρος αυτου και εις την οδον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση?52 Ocozia figliuolo di Acab avea cominciato a regnare sopra Israel in Samaria [nel XVII anno di Iosafat re di Giuda], e regnò sopra Israel due anni.
53 διοτι ελατρευσε τον Βααλ και προσεκυνησεν αυτον, και παρωργισε Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, κατα παντα οσα επραξεν ο πατηρ αυτου.53 E fece male nel cospetto di Dio, e andò per (tutta) la via del padre suo e della madre sua, e nella via di Ieroboam figliuolo di Nabat, il quale fece peccare Israel.
54 E servi a Baal, e adorollo, e provocò il Signore Iddio d' Israel, in tutte quelle cose che avea fatto il padre suo.