Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 10


font
GREEK BIBLEDOUAI-RHEIMS
1 Ακουσασα δε η βασιλισσα της Σεβα την περι του ονοματος του Κυριου φημην του Σολομωντος, ηλθε δια να δοκιμαση αυτον δι' αινιγματων.1 And the queen of Saba, having; heard of the fame of Solomon in the name of the Lord, came to try him with hard questions.
2 Και ηλθεν εις Ιερουσαλημ μετα συνοδιας μεγαλης σφοδρα, μετα καμηλων πεφορτωμενων αρωματα και χρυσον πολυν σφοδρα και λιθους πολυτιμους? και οτε ηλθε προς τον Σολομωντα, ελαλησε μετ' αυτου περι παντων οσα ειχεν εν τη καρδια αυτης.2 And entering into Jerusalem with a great train, and riches, and camels that carried spices, and an immense quantity of gold, and precious stones, she came to king Solomon, and spoke to him all that she had in her heart.
3 Και εξηγησεν εις αυτην ο Σολομων παντα τα ερωτηματα αυτης? δεν εσταθη ουδεν κεκρυμμενον απο του βασιλεως, το οποιον δεν εξηγησεν εις αυτην.3 And Solomon informed her of all the things she proposed to him: there was not any word the king was ignorant of, and which he could not answer her.
4 Και ιδουσα η βασιλισσα της Σεβα πασαν την σοφιαν του Σολομωντος και τον οικον τον οποιον ωκοδομησε,4 And when the queen of Saba saw all the wisdom of Solomon, and the house which he had built,
5 και τα φαγητα της τραπεζης αυτου και την καθεδριασιν των δουλων αυτου και την στασιν των υπουργων αυτου και τον ιματισμον αυτων και τους οινοχοους αυτου και την αναβασιν αυτου, δι' ης ανεβαινεν εις τον οικον του Κυριου, εγεινεν εκθαμβος.5 And the meat of his table, and the apartments of his servants, and the order of his ministers, and their apparel, and the cupbearers, and the holocausts, which he offered in the house of the Lord: she had no longer any spirit in her,
6 Και ειπε προς τον βασιλεα, Αληθης ητο ο λογος, τον οποιον ηκουσα εν τη γη μου, περι των εργων σου και περι της σοφιας σου.6 And she said to the king: The report is true, which I heard in my own country,
7 Αλλα δεν επιστευον εις τους λογους, εωσου ηλθον, και ειδον οι οφθαλμοι μου? και ιδου, το ημισυ δεν απηγγελθη εις εμε? η σοφια σου και η ευημερια σου υπερβαινουσι την φημην την οποιαν ηκουσα?7 Concerning thy words, and concerning thy wisdom. And I did not believe them that told me, till I came myself, and saw with my own eyes, and have found that the half hath not been told me: thy wisdom and thy works, exceed the fame which I heard.
8 μακαριοι οι ανδρες σου, μακαριοι οι δουλοι σου ουτοι, οι ισταμενοι παντοτε ενωπιον σου, οι ακουοντες την σοφιαν σου?8 Blessed are thy men, and blessed are thy servants, who stand before thee always, and hear thy wisdom.
9 εστω Κυριος ο Θεος σου ευλογημενος, οστις ευηρεστηθη εις σε, δια να σε θεση επι τον θρονον του Ισραηλ? επειδη ο Κυριος ηγαπησεν εις τον αιωνα τον Ισραηλ, δια τουτο σε κατεστησε βασιλεα, δια να καμνης κρισιν και δικαιοσυνην.9 Blessed be the Lord thy God, whom thou hast pleased, and who hath set thee upon the throne of Israel, because the Lord hath loved Israel for ever, and hath appointed thee king, to do judgment and justice.
10 Και εδωκεν εις τον βασιλεα εκατον εικοσι ταλαντα χρυσιου και αρωματα πολλα σφοδρα και λιθους πολυτιμους? δεν ηλθε πλεον τοση αφθονια αρωματων, ως εκεινα τα οποια η βασιλισσα της Σεβα εδωκεν εις τον βασιλεα Σολομωντα.10 And she gave the king a hundred and twenty talents of gold, and of spices a very great store, and precious stones: there was brought no more such abundance of spices as these which the queen of Saba gave to king Solomon.
11 Και ο στολος ετι του Χειραμ, οστις εφερε το χρυσιον απο Οφειρ, εφερεν απο Οφειρ και μεγα πληθος ξυλων αλμουγειμ και λιθους τιμιους.11 (The navy also of Hiram, which brought gold from Ophir, brought from Ophir great plenty of thyine trees, and precious stones.
12 Και εκαμεν ο βασιλευς εκ των ξυλων αλμουγειμ αναβασεις εις τον οικον του Κυριου και εις τον οικον του βασιλεως, και κιθαρας και ψαλτηρια δια τους μουσικους? τοιαυτα ξυλα αλμουγειμ δεν ειχον ελθει ουδε φανη εως της ημερας ταυτης.12 And the king made of the thyine trees the rails of the house of the Lord, and of the king's house, and citterns and harps for singers: there were no such thyine trees as these brought, nor seen unto this day.)
13 Και εδωκεν ο βασιλευς Σολομων εις την βασιλισσαν της Σεβα παντα οσα ηθελησεν, οσα εζητησεν, εκτος των οσα εδωκεν εις αυτην οικοθεν ο βασιλευς Σολομων. Και επεστρεψε και ηλθεν εις την γην αυτης, αυτη και οι δουλοι αυτης.13 And king Solomon gave the queen of Saba all that she desired, and asked of him: besides what he offered he himself of his royal bounty. And she returned, and went to her own country with her servants.
14 Το βαρος δε του χρυσιου, το οποιον ηρχετο εις τον Σολομωντα κατ' ετος, ητο εξακοσια εξηκοντα εξ ταλαντα χρυσιου,14 And the weight of the gold that was brought to Solomon every year, was six hundred and sixty-six talents of gold:
15 εκτος του συναγομενου εκ των τελωνων και εκ των πραγματειων των εμπορων και εκ παντων των βασιλεων της Αραβιας και εκ των σατραπων της γης.15 Besides that which the men brought him that were over the tributes, and the merchants, and they that sold by retail, and all the kings of Arabia, and the governors of the country.
16 Και εκαμεν ο βασιλευς Σολομων διακοσιους θυρεους εκ χρυσιου σφυρηλατου? εξακοσιοι σικλοι χρυσιου εξωδευοντο εις εκαστον θυρεον?16 And Solomon made two hundred shields of the purest gold: he allowed six hundred sides of gold for the plates of one shield.
17 και τριακοσιας ασπιδας εκ χρυσιου σφυρηλατου? τρεις μναι χρυσιου εξωδευοντο εις εκαστην ασπιδα? και εθεσεν αυτας ο βασιλευς εν τω οικω του δασους του Λιβανου.17 And three hundred targets of fine gold: three hundred pounds of gold covered one target: and the king put them in the house of the forest of Libanus.
18 Εκαμεν ετι ο βασιλευς θρονον μεγαν ελεφαντινον και εσκεπασεν αυτον με καθαρον χρυσιον.18 King Solomon also made a great throne of ivory: and overlaid it with the finest gold.
19 ειχε δε ο θρονος εξ βαθμιδας, και η κορυφη του θρονου ητο στρογγυλη οπισθεν αυτου, και αγκωνας εντευθεν και εντευθεν της καθεδρας και δυο λεοντας ισταμενους εις τα πλαγια των αγκωνων.19 It had six steps: and the top of the throne was round behind: and there were two hands on either side holding the seat: and two lions stood, one at each hand.
20 Επι δε των εξ βαθμιδων, εκει ισταντο δωδεκα λεοντες εκατερωθεν? παρομοιον δεν κατεσκευασθη εις ουδεν βασιλειον.20 And twelve little lions stood upon the six steps on the one side and on the other: there was no such work made in any kingdom.
21 Και παντα τα σκευη του ποτου του βασιλεως Σολομωντος ησαν εκ χρυσιου, και παντα τα σκευη του οικου του δασους του Λιβανου εκ χρυσιου καθαρου? ουδεν εξ αργυριου? το αργυριον ελογιζετο εις ουδεν εν ταις ημεραις του Σολομωντος.21 Moreover all the vessels, out of which king Solomon drank, were of gold: and all the furniture of the house of the forest of Libanus was of most pure gold: there was no silver, nor was any account made of it in the days of Solomon:
22 Διοτι ειχεν ο βασιλευς εν τη θαλασση στολον της Θαρσεις μετα του στολου του Χειραμ? απαξ κατα τριετιαν ηρχετο ο στολος απο Θαρσεις, φερων χρυσον και αργυρον, οδοντας ελεφαντος και πιθηκους και παγωνια.22 For the king's navy, once in three years, went with the navy of Hiram by sea to Tharsis, and brought from thence gold, and silver, and elephants' teeth, and apes, and peacocks.
23 Και εμεγαλυνθη ο βασιλευς Σολομων υπερ παντας τους βασιλεις της γης εις πλουτον και εις σοφιαν.23 And king Solomon exceeded all the kings of the earth in riches, and wisdom.
24 Και πασα η γη εζητει το προσωπον του Σολομωντος, δια να ακουσωσι την σοφιαν αυτου, την οποιαν ο Θεος εδωκεν εις την καρδιαν αυτου.24 And all the earth desired to see Solomon's face, to hear his wisdom, which God had given in his heart.
25 Και εφερον εκαστος αυτων το δωρον αυτου, σκευη αργυρα και σκευη χρυσα και στολας και πανοπλιας και αρωματα, ιππους και ημιονους, κατ' ετος.25 And every one brought him presents, vessels of silver and of gold, garments and armour, and spices, and horses and mules every year.
26 Και συνηθροισεν ο Σολομων αμαξας και ιππεις? και ειχε χιλιας τετρακοσιας αμαξας και δωδεκα χιλιαδας ιππεων, τους οποιους εθεσεν εις τας πολεις των αμαξων και πλησιον του βασιλεως εν Ιερουσαλημ.26 And Solomon gathered together chariots and horsemen, and he had a thousand four hundred chariots, and twelve thousand horseman: and he bestowed them in fenced cities, and with the king in Jerusalem.
27 Και κατεστησεν ο βασιλευς εν Ιερουσαλημ τον αργυρον ως λιθους, και τας κεδρους κατεστησεν ως τας εν τη πεδιαδι συκαμινους, δια την αφθονιαν.27 And he made silver to be as plentiful in Jerusalem as stones: and cedars to be as common as sycamores which grow in the plains.
28 Εγινετο δε εις τον Σολομωντα εξαγωγη ιππων και λινου νηματος εξ Αιγυπτου? το μεν νημα ελαμβανον οι εμποροι του βασιλεως εις ωρισμενην τιμην.28 And horses were brought for Solomon out of Egypt, and Coa: for the king's merchants brought them out of Coa, and bought them at a set price.
29 Εκαστη δε αμαξα ανεβαινε και εξηρχετο εξ Αιγυπτου δια εξακοσιους σικλους αργυρους, και εκαστος ιππος δια εκατον πεντηκοντα? και ουτω δια παντας τους βασιλεις των Χετταιων και δια τους βασιλεις της Συριας η εξαγωγη εγινετο δια χειρος αυτων.29 And a chariot of four horses came out of Egypt, for six hundred sides of silver, and a horse for a hundred and fifty. And after this manner did all the kings of the Hethites, and of Syria, sell horses.