Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 4


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και οτε ηκουσεν ο υιος του Σαουλ οτι ο Αβενηρ απεθανεν εν Χεβρων, αι χειρες αυτου ενεκρωθησαν, και παντες οι Ισραηλιται συνεταραχθησαν.1 Le fils de Saül apprit qu’Abner était mort à Hébron; les bras lui en tombèrent et tout Israël trembla.
2 Ειχε δε ο υιος του Σαουλ δυο ανδρας, οιτινες ησαν οπλαργηγοι, το ονομα του ενος Βαανα, και το ονομα του αλλου Ρηχαβ, υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, εκ των υιων Βενιαμιν? διοτι και η Βηρωθ ελογιζετο του Βενιαμιν?2 Le fils de Saül avait deux chefs de bande, deux fils de Rimmon de Béérot: l’un s’appelait Baana et le second s’appelait Rékab. (Ils étaient de la tribu de Benjamin, car Béérot fait partie du territoire de Benjamin.
3 οι δε Βηρωθαιοι ειχον φυγει εις Γιτθαιμ και ησαν εκει παροικουντες εως της ημερας ταυτης.3 Les gens de Béérot s’étaient réfugiés à Gittayim et ils étaient restés là jusqu’à ce jour.)
4 Ιωναθαν δε, ο υιος του Σαουλ, ειχεν υιον βεβλαμμενον τους ποδας. Ητο ηλικιας πεντε ετων οτε ηλθον αι αγγελιαι εξ Ιεζραηλ περι του Σαουλ και Ιωναθαν, και εσηκωσεν αυτον τροφος αυτου και εφυγεν? ενω δε εσπευδε να φυγη, επεσεν αυτος και εχωλωθη? το δε ονομα αυτου Μεμφιβοσθε.4 Il y avait là un fils de Jonathan, fils de Saül, qui était infirme des deux pieds. Lorsque la nouvelle de la mort de Saül et de Jonathan arriva à Yizréel, il n’avait que cinq ans. Sa nourrice l’emporta et prit la fuite, mais dans la précipitation l’enfant tomba et s’estropia; il s’appelait Méribaal.
5 Και υπηγαν οι υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, Ρηχαβ και Βαανα, και εις το καυμα της ημερας εισηλθον εις την οικιαν του Ις-βοσθε οστις εκοιτετο επι κλινης το μεσημεριον?5 Les fils de Rimmon de Béérot, Rékab et Baana, partirent pour la maison d’Ichbaal: ils arrivèrent au plus chaud du jour tandis que celui-ci faisait la sieste.
6 και εισηλθον εκει εως του μεσου της οικιας, ως δια να λαβωσι σιτον? και εκτυπησαν αυτον υπο την πεμπτην πλευραν? και ο Ρηχαβ και Βαανα ο αδελφος αυτου διεσωθησαν.6 La femme qui gardait la porte s’était assoupie et endormie tandis qu’elle triait son blé. Rékab et son frère Baana entrèrent discrètement,
7 Διοτι οτε εισηλθον εις την οικιαν, εκεινος εκοιτετο επι της κλινης αυτου εντος του κοιτωνος αυτου? και εκτυπησαν αυτον και εθανατωσαν αυτον και απεκοψαν την κεφαλην αυτου, και λαβοντες την κεφαλην αυτου, ανεχωρησαν οδοιπορουντες δια της πεδιαδος ολην την νυκτα.7 ils pénétrèrent dans la maison et trouvèrent Ichbaal étendu sur son lit dans la chambre à coucher. Ils le frappèrent et lui coupèrent la tête, puis toute la nuit ils marchèrent par la route de la Araba, emportant sa tête.
8 Και εφερον την κεφαλην του Ις-βοσθε προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον προς τον βασιλεα, Ιδου, η κεφαλη του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ του εχθρου σου, οστις εζητει την ζωην σου? και ο Κυριος εδωκεν εκδικησιν εις τον κυριον μου τον βασιλεα την ημεραν ταυτην, απο του Σαουλ και απο του σπερματος αυτου.8 Ils apportèrent la tête d’Ichbaal à David, à Hébron, et ils dirent au roi: “Voici la tête d’Ichbaal, le fils de ton ennemi Saül qui en voulait à ta vie. Aujourd’hui Yahvé a vengé mon seigneur le roi, de Saül et de sa race.”
9 Απεκριθη δε ο Δαβιδ προς τον Ρηχαβ και προς Βαανα τον αδελφον αυτου, τους υιους Ριμμων του Βηρωθαιου, και ειπε προς αυτους, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου απο πασης στενοχωριας?9 Mais David répondit à Rékab et à son frère Baana, fils de Rimmon de Béérot: “Aussi vrai que Yahvé est vivant, lui qui m’a délivré de toutes mes détresses,
10 εκεινον, οστις απηγγειλε προς εμε, λεγων, Ιδου, απεθανεν ο Σαουλ, και εστοχαζετο εαυτον μηνυτην αγαθης αγγελιας, επιασα αυτον και εθανατωσα αυτον εν Σικλαγ, αντι να βραβευσω αυτον δια την αγγελιαν αυτου?10 lorsqu’un homme est venu me trouver avec cette nouvelle: Saül est mort! il se croyait porteur d’une bonne nouvelle, mais je l’ai fait arrêter et tuer à Siklag, alors que j’aurais pu le récompenser pour cette bonne nouvelle.
11 και ποσω μαλλον ανθρωπους πονηρους, φονευσαντας ανδρα δικαιον εν τη οικια αυτου επι της κλινης αυτου; τωρα λοιπον δεν θελω εκζητησει το αιμα αυτου εκ των χειρων σας και δεν θελω σας εξολοθρευσει απο της γης;11 À plus forte raison lorsque des malfaiteurs ont tué un homme droit dans sa maison tandis qu’il dormait; je vais vous faire payer le sang que vous avez versé, je vais vous balayer de la terre!”
12 Και προσεταξεν ο Δαβιδ τους νεους, και εθανατωσαν αυτους και εκοψαν τας χειρας αυτων και τους ποδας αυτων και εκρεμασαν αυτα επι το υδροστασιον εν Χεβρων? την δε κεφαλην του Ις-βοσθε ελαβον, και εθαψαν εν τω ταφω του Αβενηρ εν Χεβρων.12 David donna des ordres aux jeunes gens qui étaient présents et on les mit à mort. Ensuite on leur coupa les mains et les pieds et on les attacha au-dessus de la piscine d’Hébron. On prit alors la tête d’Ichbaal et on la déposa dans le tombeau d’Abner à Hébron.