Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 3


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Διηρκεσε δε πολυ ο πολεμος μεταξυ του οικου του Σαουλ και του οικου του Δαβιδ. Και ο μεν Δαβιδ προεβαινε κραταιουμενος? ο δε οικος του Σαουλ προεβαινεν εξασθενουμενος.1 Hosszú háborúság lett aztán Saul háza és Dávid háza között, de Dávid egyre gyarapodott és erősödött, Saul háza pedig napról-napra gyengült.
2 Εγεννηθησαν δε εις τον Δαβιδ υιοι εν Χεβρων? και ο μεν πρωτοτοκος αυτου ητο Αμνων, εκ της Αχινοαμ της Ιεζραηλιτιδος?2 Dávidnak a következő fiai születtek Hebronban: elsőszülötte Ámnon volt, a jezreeli Ahinoámtól;
3 ο δε δευτερος αυτου, Χιλεαβ, εκ της Αβιγαιας, γυναικος του Ναβαλ του Καρμηλιτου? ο δε τριτος, Αβεσσαλωμ, υιος της Μααχα, θυγατρος του Θαλμαι, βασιλεως της Γεσσουρ?3 utána Keleáb, Abigailtól, a kármeli Nábál volt feleségétől; a harmadik Absalom, Maákának, Talmáj, gessúri király lányának fia;
4 ο δε τεταρτος, Αδωνιας, υιος της Αγγειθ? και ο πεμπτος, Σεφατιας, υιος της Αβιταλ?4 a negyedik Adoniás, Haggit fia; az ötödik Safárja, Abitál fia;
5 και ο εκτος, Ιθρααμ, εκ της Αιγλα, της γυναικος του Δαβιδ. Ουτοι εγεννηθησαν εις τον Δαβιδ εν Χεβρων.5 a hatodik Jetraám, Eglától, Dávid feleségétől. Ezek születtek Dávidnak Hebronban.
6 Ενω δε εξηκολουθει ο πολεμος μεταξυ του οικου του Σαουλ και του οικου του Δαβιδ, ο Αβενηρ υπεστηριζε τον οικον του Σαουλ.6 Tehát, amíg folyt a harc Saul háza és Dávid háza között, Ábner, Nér fia vezette Saul házát.
7 Ειχε δε ο Σαουλ παλλακην, ονομαζομενην Ρεσφα, θυγατερα του Αια? και ειπεν ο Ις-βοσθε προς τον Αβενηρ, Δια τι εισερχεσαι προς την παλλακην του πατρος μου;7 Volt azonban Saulnak egy mellékfelesége, név szerint Reszfa, Ája lánya. Azt mondta egyszer Isbaál Ábnernek:
8 Και εθυμωθη σφοδρα ο Αβενηρ δια τους λογους του Ις-βοσθε και ειπε, Κεφαλη κυνος ειμαι εγω, οστις καμνω σημερον ελεος προς τον οικον Σαουλ του πατρος σου, προς τους αδελφους αυτου και προς τους φιλους αυτου, εναντιον του Ιουδα, και δεν σε παρεδωκα εις την χειρα του Δαβιδ, ωστε να ελεγχης σημερον αδικιαν εις εμε περι της γυναικος ταυτης;8 »Miért mentél be apám mellékfeleségéhez?« Erre ő nagyon megharagudott Isbaál szavaiért, és azt mondta: »Hát Júda felé fordult kutyafej vagyok-e én ma, én, aki irgalmasságot cselekedtem apád, Saul házával, testvéreivel és hozzátartozóival, s nem adtalak Dávid kezébe? S te ma belém kötsz, s megdorgálsz azért az asszonyért?
9 ουτω να καμη ο Θεος εις τον Αβενηρ και ουτω να προσθεση εις αυτον, εαν, καθως ωμοσεν ο Κυριος εις τον Δαβιδ, δεν καμω ουτως εις αυτον,9 Büntesse Isten Ábnert most és mindenkor, ha úgy nem teszek Dáviddal, amint az Úr megesküdött Dávidnak:
10 να μεταβιβασω την βασιλειαν εκ του οικου του Σαουλ, και να στησω τον θρονον του Δαβιδ επι τον Ισραηλ και επι τον Ιουδαν, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε.10 ‘Elveszem a királyságot Saul házától, s Dávid trónját állítom Izrael és Júda fölé, Dántól Beersebáig.’«
11 Και δεν ηδυνατο πλεον να αποκριθη λογον προς τον Αβενηρ, επειδη εφοβειτο αυτον.11 Ő erre semmit sem mert felelni neki, mivel félt tőle.
12 Τοτε απεστειλεν ο Αβενηρ μηνυτας προς τον Δαβιδ απο μερους αυτου, λεγων, Τινος ειναι η γη; λεγων προσετι, Καμε συνθηκην μετ' εμου, και ιδου, η χειρ μου θελει εισθαι μετα σου, ωστε να φερω υπο την εξουσιαν σου παντα τον Ισραηλ.12 Ábner csakugyan követeket küldött maga helyett Dávidhoz, hogy mondják: »kié ez az ország«, és hogy mondják: »köss velem barátságot, s veled lesz a kezem, s hozzád térítem egész Izraelt.«
13 Ο δε ειπε, Καλως? εγω θελω καμει συνθηκην μετα σου? πλην εν πραγμα ζητω εγω παρα σου? και ειπε, Δεν θελεις ιδει το προσωπον μου, εαν δεν φερης εμπροσθεν μου Μιχαλ την θυγατερα του Σαουλ, οταν ελθης να ιδης το προσωπον μου.13 Ő azt mondta: »Jó, barátságot kötök veled, de egy dolgot megkövetelek tőled; azt mondom: Ne kerülj a színem elé, amíg el nem hozod Míkolt, Saul lányát: úgy jöjj, és úgy kerülj elém.«
14 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας προς τον Ις-βοσθε, υιον του Σαουλ λεγων, Αποδος την γυναικα μου την Μιχαλ, την οποιαν ενυμφευθην εις εμαυτον δια εκατον ακροβυστιας Φιλισταιων.14 Majd követeket küldött Dávid Isbaálhoz, Saul fiához is, és ezt üzente: »Add vissza feleségemet, Míkolt, akit száz filiszteus előbőre árán jegyeztem el magamnak.«
15 Και εστειλεν ο Ις-βοσθε και ελαβεν αυτην παρα του ανδρος αυτης, παρα του Φαλτιηλ υιου του Λαεις.15 Isbaál el is küldött érte, és elvetette őt a férjétől, Fáltieltől, Lais fiától.
16 Και υπηγε μετ' αυτης ο ανηρ αυτης, πορευομενος και κλαιων κατοπιν αυτης εως Βαουρειμ. Τοτε ειπε προς αυτον ο Αβενηρ, Υπαγε, επιστρεψον? και επεστρεψεν.16 Férje ugyan siránkozva követte őt egész Bahurimig, de Ábner rászólt: »Eredj, térj vissza«, s akkor visszatért.
17 Ο δε Αβενηρ συνωμιλησε μετα των πρεσβυτερων του Ισραηλ, λεγων, Και χθες και προχθες εζητειτε τον Δαβιδ να βασιλευση εφ' υμας?17 Ábner aztán beszédet intézett Izrael véneihez, s ezeket mondta: »Tegnap is, tegnapelőtt is azt kívántátok, hogy Dávid uralkodjék rajtatok.
18 τωρα λοιπον καμετε τουτο? διοτι ο Κυριος ελαλησε περι του Δαβιδ, λεγων, Δια χειρος Δαβιδ του δουλου μου θελω σωσει τον λαον μου Ισραηλ εκ χειρος των Φιλισταιων και εκ χειρος παντων των εχθρων αυτων.18 Most tehát cselekedjetek, mert az Úr így szólt Dávidhoz: ‘Szolgámnak, Dávidnak a keze által mentem meg népemet, Izraelt, a filiszteusok és minden ellensége kezéből.’«
19 Και ελαλησε προσετι ο Αβενηρ εις τα ωτα του Βενιαμιν? και υπηγεν ο Αβενηρ να λαληση και εις τα ωτα του Δαβιδ εις Χεβρων, παντα οσα ησαν αρεστα εις τον Ισραηλ και εις παντα τον οικον του Βενιαμιν.19 Ugyanígy szólt Ábner a benjaminitákhoz is. Aztán elment, hogy közölje Hebronban Dáviddal mindazt, amit Izrael s egész Benjamin határozott.
20 Ηλθε λοιπον ο Αβενηρ προς τον Δαβιδ εις Χεβρων, και μετ' αυτου εικοσι ανδρες. Και εκαμεν ο Δαβιδ εις τον Αβενηρ και εις τους ανδρας τους μετ' αυτου συμποσιον.20 El is jutott Dávidhoz Hebronba húsz emberrel, s Dávid lakomát szerzett Ábnernek s embereinek, akik vele jöttek.
21 Και ειπεν ο Αβενηρ προς τον Δαβιδ, Θελω σηκωθη και υπαγει, και θελω συναξει παντα τον Ισραηλ προς τον κυριον μου τον βασιλεα, δια να καμωσι συνθηκην μετα σου, και να βασιλευης καθ' ολην την επιθυμιαν της ψυχης σου. Και απεστειλεν ο Δαβιδ τον Αβενηρ? και ανεχωρησεν εν ειρηνη.21 Aztán azt mondta Ábner Dávidnak: »Hadd menjek el, hogy egybegyűjtsem eléd, uram-királyom elé, egész Izraelt és szövetséget kössek veled, s uralkodj mindeneken, miként lelked kívánja.« Amikor aztán Dávid elkísérte Ábnert, s az békességgel elment,
22 Και ιδου, οι δουλοι του Δαβιδ και ο Ιωαβ ηρχοντο απο εκδρομης, και εφερον μεθ' εαυτων πολλα λαφυρα? αλλ' ο Αβενηρ δεν ητο μετα του Δαβιδ εν Χεβρων, διοτι ειχεν αποστειλει αυτον, και ειχεν αναχωρησει εν ειρηνη.22 legott megjöttek Joábbal Dávid legényei, akik megverték a portyázókat, s igen nagy zsákmányt hoztak. Ábner ekkor már nem volt Dávidnál Hebronban, mert az elbocsátotta, és ő békében elment.
23 Οτε δε ηλθεν ο Ιωαβ και απαν το στρατευμα το μετ' αυτου, απηγγειλαν προς τον Ιωαβ, λεγοντες, Αβενηρ ο υιος του Νηρ ηλθε προς τον βασιλεα, και εξαπεστειλεν αυτον και ανεχωρησεν εν ειρηνη.23 Joáb és az egész sereg, amely vele volt, csak azután érkezett. Elbeszélték azonban Joábnak: »Eljött Ábner, Nér fia a királyhoz. Az elbocsátotta, és ő békében elment.«
24 Τοτε, εισηλθεν ο Ιωαβ προς τον βασιλεα και ειπε, Τι εκαμες; ιδου, ο Αβενηρ ηλθε προς σε? δια τι εξαπεστειλας αυτον, και απηλθεν;24 Bement erre Joáb a királyhoz és azt mondta: »Mit műveltél? Íme, Ábner idejött hozzád, miért engedted tehát elmenni és távozni?
25 εξευρεις τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, οτι ηλθε δια να σε απατηση και να μαθη την εξοδον σου και την εισοδον σου και να μαθη παντα οσα συ πραττεις.25 Nem ismered-e Ábnert, Nér fiát? Hiszen csak azért jött hozzád, hogy megcsaljon, s tudja, mit teszel-veszel, s tudomása legyen mindenről, amit cselekszel.«
26 Και καθως εξηλθεν ο Ιωαβ απο του Δαβιδ, εστειλε μηνυτας κατοπιν του Αβενηρ, και επεστρεψαν αυτον απο του φρεατος Σιρα? ο Δαβιδ ομως δεν ηξευρε.26 Amikor aztán Joáb kiment Dávidtól, követeket küldött Ábner után, s visszahozatta őt Szír vízvermétől, anélkül azonban, hogy Dávid tudta volna.
27 Και οτε επεστρεψεν ο Αβενηρ εις Χεβρων, ο Ιωαβ παρεμερισεν αυτον εις τα πλαγια της πυλης, δια να λαληση προς αυτον μυστικα? και εκει επαταξεν αυτον υπο την πεμπτην πλευραν, και απεθανε, δια το αιμα Ασαηλ του αδελφου αυτου.27 Amikor aztán Ábner visszatért Hebronba, Joáb álnokul félrevitte őt a kapuközbe, mintha beszélni akarna vele: s ott, bosszúból Aszaélnek, a fivérének a véréért, úgy lágyékon sújtotta, hogy meghalt.
28 Μετα δε ταυτα ακουσας ο Δαβιδ, ειπεν, Αθωος ειμαι εγω και η βασιλεια μου, ενωπιον του Κυριου εις τον αιωνα, απο του αιματος του Αβενηρ, υιου του Νηρ?28 Amikor Dávid a már megtörtént dolgot meghallotta, azt mondta: »Ártatlan vagyok én és országom az Úr előtt mindörökké Ábnernek, Nér fiának vérétől.
29 ας μενη επι την κεφαλην του Ιωαβ και επι παντα τον οικον του πατρος αυτου? και ας μη εκλειψη απο του οικου του Ιωαβ γονορροιος η λεπρος η επιστηριζομενος επι βακτηριαν η πιπτων εν ρομφαια η στερουμενος αρτου.29 Szálljon az Joáb fejére és apja egész házára, s ne fogyjon ki Joáb házából a folyásban szenvedő, a leprás, a mankóval járó, a kard alatt elhulló, a kenyérben szűkölködő!«
30 Ουτως ο Ιωαβ και Αβισαι ο αδελφος αυτου εθανατωσαν τον Αβενηρ, διοτι ειχε θανατωσει Ασαηλ τον αδελφον αυτων εν Γαβαων εν τη μαχη.30 Így ölte meg Joáb és Abisáj, a fivére, Ábnert, azért, mert megölte Aszaélt, a fivérüket Gibeonban, a harcban.
31 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ και προς παντα τον λαον τον μετ' αυτου, Διασχισατε τα ιματια σας και περιζωσθητε σακκον και κλαυσατε εμπροσθεν του Αβενηρ. Και ο βασιλευς Δαβιδ ηκολουθει το νεκροκραββατον.31 Majd azt mondta Dávid Joábnak és az egész vele levő népnek: »Szaggassátok meg ruháitokat, övezzétek fel magatokat zsákkal és jajveszékeljetek Ábner temetési menetének élén.« Dávid király maga a halotti kerevet után haladt,
32 Και εθαψαν τον Αβενηρ εν Χεβρων? και υψωσεν ο βασιλευς την φωνην αυτου και εκλαυσεν επι του ταφου του Αβενηρ? και πας ο λαος εκλαυσε.32 s amikor eltemették Ábnert Hebronban, Dávid király hangos sírásra fakadt Ábner sírja felett és sírt az egész nép is.
33 Και εθρηνησεν ο βασιλευς επι τον Αβενηρ και ειπεν, Απεθανεν ο Αβενηρ ως αποθνησκει αφρων;33 Majd gyászdalra zendített a király, és gyászolva Ábnert, azt mondta: »Nem úgy halt meg Ábner, mint a gyávák szoktak halni,
34 αι χειρες σου δεν εδεθησαν, ουδε οι ποδες σου ετεθησαν εν δεσμοις? επεσες, καθως πιπτει τις εμπροσθεν των υιων της αδικιας. Και πας ο λαος εκλαυσε παλιν επ' αυτον.34 kezedet nem kötötték össze, lábadat béklyó nem terhelte, hanem miként álnok emberek által szoktak elesni, úgy estél el te!« Felzokogott erre az egész nép és még inkább siratta.
35 Ηλθεν επειτα πας ο λαος δια να καμωσι τον Δαβιδ να φαγη αρτον, ενω ητο ετι ημερα? αλλ' ο Δαβιδ ωμοσε λεγων, Ουτω να καμη ο Θεος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν γευθω αρτον η αλλο τι, πριν δυση ο ηλιος.35 Mindazonáltal még fényes nappal eljött az egész sokaság, hogy eledelt vegyen magához Dáviddal. Ám Dávid megesküdött, és azt mondta: »Büntessen engem az Úr most és mindenkor, ha naplemente előtt kenyeret vagy valami mást ízlelek.«
36 Και εμαθε τουτο πας ο λαος, και ηρεσεν εις αυτους? καθως ηρεσκεν εις παντα τον λαον ο, τι εκαμεν ο βασιλευς.36 Tudomásul vette ezt az egész nép, és tetszett nekik mindaz, amit a király az egész nép előtt cselekedett,
37 Διοτι πας ο λαος και πας ο Ισραηλ εγνωρισαν την ημεραν εκεινην, οτι δεν ητο απο του βασιλεως το να θανατωθη Αβενηρ ο υιος του Νηρ.37 és meggyőződött az egész nép és egész Izrael azon a napon, hogy nem a király intézkedésére ölték meg Ábnert, Nér fiát.
38 Και ειπεν ο βασιλευς προς τους δουλους αυτου, Δεν εξευρετε οτι στρατηγος, και μεγας, επεσε την ημεραν ταυτην εν τω Ισραηλ;38 Sőt, a király azt mondta szolgáinak: »Nem tudjátok-e, hogy vezér és nagy ember esett el ma Izraelben?
39 εγω δε ειμαι την σημερον αδυνατος, αν και εχρισθην βασιλευς? και ουτοι οι ανδρες οι υιοι της Σερουιας παραπολυ δυνατοι ως προς εμε? ο Κυριος θελει καμει ανταποδοσιν εις τον εργατην της κακιας κατα την κακιαν αυτου.39 Én azonban még gyenge vagyok, csak most kentek királlyá, azok az emberek pedig, azaz Száruja fiai hatalmasabbak nálam. Ezért az Úr fizessen meg a gonosztevőnek gonoszsága szerint.«