Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 2


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 Μετα δε ταυτα ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, να αναβω εις τινα των πολεων Ιουδα; Ο δε Κυριος ειπε προς αυτον, Αναβα. Και ειπεν ο Δαβιδ, που να αναβω; Ο δε ειπεν, εις Χεβρων.1 - Dopo ciò Davide consultò il Signore, dicendo: «Ascenderò io in qualcuna delle città di Giuda?». E il Signore gli rispose: «Ascendi». Soggiunse Davide: «Dove ascenderò?». E il Signore gli rispose: «Ad Ebron».
2 Ανεβη λοιπον εκει ο Δαβιδ και αι δυο γυναικες αυτου, Αχινοαμ η Ιεζραηλιτις και Αβιγαια η γυνη Ναβαλ του Καρμηλιτου.2 Davide allora vi salì colle sue due mogli Achinoam di Jezrael e Abigail di Carmelo, già moglie di Nabal;
3 Και τους ανδρας τους μετ' αυτου ανεβιβασεν ο Δαβιδ, εκαστον μετα της οικογενειας αυτου? και κατωκησαν εν ταις πολεσι Χεβρων.3 condusse seco anche gli uomini che aveva con sè, ciascuno colla sua famiglia e si stabilirono nei sobborghi di Ebron.
4 Και ηλθον οι ανδρες Ιουδα και εχρισαν εκει τον Δαβιδ βασιλεα επι τον οικον Ιουδα. Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Οι ανδρες της Ιαβεις-γαλααδ ησαν οι θαψαντες τον Σαουλ.4 Vennero allora gli uomini di Giuda e unsero quivi Davide, perchè regnasse sulla tribù di Giuda. Fu riferito a Davide che quei di Jabes di Galaad avevano sepolto Saul;
5 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ και ειπε προς αυτους, Ευλογημενοι να ησθε παρα του Κυριου, διοτι εκαμετε το ελεος τουτο εις τον κυριον σας, εις τον Σαουλ, και εθαψατε αυτον5 perciò egli spedì messaggeri agli abitanti di Jabes di Galaad per dir loro: «Siate benedetti dal Signore, poichè avete fatto opera di misericordia col vostro padrone Saul e l'avete seppellito.
6 ειθε λοιπον τωρα να καμη ο Κυριος προς εσας ελεος και αληθειαν και εγω προσετι θελω ανταποδωσει εις εσας το καλον τουτο, επειδη εκαμετε τουτο το πραγμα?6 Il Signore vi retribuirà con misericordia e con verità; ma io pure vi sarò grato di quanto avete fatto.
7 τωρα λοιπον, ας κραταιωθωσιν αι χειρες σας, και γινεσθε ανδρειοι διοτι ο κυριος σας ο Σαουλ απεθανε, και προσετι ο οικος Ιουδα εχρισαν εμε βασιλεα εφ' εαυτων.7 Si rinvigoriscano le vostre mani e comportatevi da forti: quantunque sia morto il vostro signore Saul, tuttavia la casa di Giuda ha unto me come suo re».
8 Ο Αβενηρ ομως, ο υιος του Νηρ, ο αρχιστρατηγος του Σαουλ, ελαβε τον Ις-βοσθε, υιον του Σαουλ, και διεβιβασεν αυτον εις Μαχαναιμ,8 Frattanto Abner figlio di Ner, capo dell'esercito di Saul, prese Isboset figlio di Saul e lo condusse intorno per l'accampamento,
9 και εκαμεν αυτον βασιλεα επι της Γαλααδ, και επι των Ασσουριτων, και επι της Ιεζραελ, και επι του Εφραιμ, και επι του Βενιαμιν, και επι παντος του Ισραηλ.9 e lo proclamò re di Galaad, di Gessuri, di Jezrael, di Efraim, di Beniamino e di tutto Israele.
10 Τεσσαρακοντα ετων ητο Ις-βοσθε ο υιος του Σαουλ, οτε εγεινε βασιλευς επι τον Ισραηλ? και εβασιλευσε δυο ετη? ο οικος ομως Ιουδα ηκολουθησε τον Δαβιδ.10 Il figlio di Saul Isboset aveva quarant'anni quando cominciò a regnare sopra Israele e regnò due anni, mentre la sola casa di Giuda rimaneva fedele a Davide.
11 Και ο αριθμος των ημερων, καθ' ας εβασιλευσεν ο Δαβιδ εν Χεβρων επι του οικου Ιουδα, ησαν επτα ετη και εξ μηνες.11 Per sette anni e sei mesi Davide dimorò in Ebron, regnando sopra la casa di Giuda.
12 Εξηλθε δε Αβενηρ ο υιος του Νηρ και οι δουλοι του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ, εκ Μαχαναιμ εις Γαβαων.12 Abner figlio di Ner e la gente di Isboset figlio di Saul uscirono dagli accampamenti [per marciare] verso Gabaon.
13 Και Ιωαβ, ο υιος της Σερουιας, και οι δουλοι του Δαβιδ εξηλθον και συναπηντηθησαν πλησιον του υδροστασιου της Γαβαων? και εκαθησαν οι μεν εντευθεν του υδροστασιου, οι δε εκειθεν του υδροστασιου.13 Anche Joab figlio di Sarvia e la gente di Davide uscirono e s'incontrarono con essi presso la piscina di Gabaon. Colà convenuti, se ne stettero di fronte, gli uni da una parte e gli altri dall'altra parte della piscina.
14 Και ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ιωαβ, Ας σηκωθωσι τωρα οι νεοι και ας παιξωσιν εμπροσθεν ημων. Και ειπεν ο Ιωαβ, Ας σηκωθωσιν.14 Abner disse a Joab: «Si levino dei giovani e combattano alla nostra presenza». E Joab rispose: «Si levino pure».
15 Εσηκωθησαν λοιπον και επερασαν κατα αριθμον, δωδεκα εκ του Βενιαμιν, απο μερους του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ, και δωδεκα εκ των δουλων του Δαβιδ.15 Sorsero adunque e si avanzarono in numero [uguale], dodici di Beniamino dalla parte di Isboset figlio di Saul e dodici dei partigiani di Davide.
16 Και επιασαν εκαστος τον πλησιον αυτου απο της κεφαλης, και διεπερασε την μαχαιραν αυτου εις την πλευραν του πλησιον αυτου, και επεσον ομου? οθεν ο τοπος εκεινος ωνομασθη Χελκαθ-ασουρειμ, οστις ειναι εν Γαβαων.16 Poi preso ciascuno il suo avversario per la testa gli cacciò la spada nel fianco e caddero [tutti] a un tempo. Perciò quel luogo ebbe la denominazione di "Campo dei robusti in Gabaon".
17 Και εγεινεν μαχη σκληροτατη κατ' εκεινην την ημεραν? και ο Αβενηρ και οι ανδρες Ισραηλ ενικηθησαν υπο των δουλων του Δαβιδ.17 E in quel giorno cominciò un combattimento assai aspro, durante il quale Abner e quei d'Israele furono messi in fuga dai partigiani di Davide.
18 Ησαν δε εκει οι τρεις υιοι της Σερουιας, Ιωαβ και Αβισαι και Ασαηλ? ο δε Ασαηλ ητο ελαφρος τους ποδας, ως μια των δορκαδων των εν αγρω.18 Eranvi colà i tre figli di Sarvia, Joab, Abisai e Asael. Asael era un corridore velocissimo; sembrava una gazzella selvatica.
19 Και κατεδιωξεν ο Ασαηλ οπισω του Αβενηρ? και τρεχων, δεν εξεκλινεν εις τα δεξια ουδε εις τα αριστερα, εξοπισθεν του Αβενηρ.19 Ora egli si diede a inseguire Abner, e non cessando d'inseguirlo, non si voltava nè a destra nè a sinistra.
20 Και εβλεψεν ο Αβενηρ εις τα οπισω αυτου και ειπε, Συ εισαι ο Ασαηλ; Ο δε απεκριθη, Εγω.20 Essendosi Abner voltato indietro disse: «Non sei tu Asael?», ed egli rispose: «Son io».
21 Και ειπε προς αυτον ο Αβενηρ, Στρεψον συ εις τα δεξια η εις τα αριστερα, και πιασον τινα εκ των νεων και λαβε εις σεαυτον την πανοπλιαν αυτου? πλην δεν ηθελησεν ο Ασαηλ να εκκλινη απο οπισθεν αυτου.21 Ed Abner gli disse: «Volgiti a destra o a sinistra, afferra uno di questi giovani e prenditi le sue spoglie»; ma Asael non volle cessare dall'inseguirlo.
22 Και παλιν ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ασαηλ, Στρεψον απο οπισθεν μου? δια τι να σε κτυπησω εως εδαφους; πως θελω σηκωσει τοτε το προσωπον μου προς Ιωαβ τον αδελφον σου;22 Di nuovo Abner gli disse: «Ritirati, non inseguirmi, e non costringermi a conficcarti in terra. Io non potrei più alzar la mia faccia verso Joab tuo fratello».
23 Αλλα δεν ηθελε να στρεψη? οθεν επαταξεν αυτον ο Αβενηρ με το οπισθεν του δορατος αυτου εις την πεμπτην πλευραν, και εξηλθε το δορυ απο των οπισθιων αυτου, και επεσεν εκει και απεθανεν εν τω αυτω τοπω? και οσοι ηρχοντο εις τον τοπον, οπου ο Ασαηλ επεσε και απεθανεν, ισταντο.23 Ma quegli si rifiutò di dargli retta e non volle cambiar strada; perciò Abner lo colpì nell'inguine con la estremità inferiore della lancia e lo trapassò da parte a parte. [Asael] morì in quello stesso luogo e tutti quelli che passavano pel sito in cui era caduto morto Asael si fermavano.
24 Ο δε Ιωαβ και ο Αβισαι κατεδιωκον οπισω του Αβενηρ? και ο ηλιος εδυεν οτε αυτοι ηλθον εως του βουνου Αμμα, το οποιον ειναι απεναντι Για, κατα την οδον της ερημου Γαβαων.24 Joab ed Abisai continuarono ad inseguire Abner, che fuggiva e il sole era al tramonto quando giunsero alla Collina dell'acquedotto, che è dirimpetto alla valle sulla strada del deserto di Gabaon.
25 Και συνηθροισθησαν οι υιοι Βενιαμιν οπισω του Αβενηρ, και εγειναν εν σωμα και εσταθησαν επι της κορυφης τινος βουνου.25 I figliuoli di Beniamino eransi raccolti intorno ad Abner e formavano un nucleo compatto sulla sommità di una collina.
26 Τοτε ο Αβενηρ εφωνησε προς τον Ιωαβ και ειπε, Θελει κατατρωγει ακαταπαυστως ρομφαια; δεν εξευρεις οτι πικρια θελει εισθαι εις το τελος; εως ποτε λοιπον δεν θελεις προσταξει τον λαον να επιστρεψη απο του να καταδιωκωσι τους αδελφους αυτων;26 Abner allora chiamò Joab e disse: «Infierirà la tua spada fino allo sterminio? Ignori forse quanto sia pericolosa la disperazione? Quando dirai al popolo di smettere d'inseguire i suoi fratelli?».
27 Και ειπεν ο Ιωαβ, Ζη ο Θεος, εαν δεν ηθελες λαλησει, βεβαιως τοτε ο λαος ηθελεν αναβη το πρωι, εκαστος απο της καταδιωξεως του αδελφου αυτου.27 Rispose Joab: «Viva il Signore! se tu avessi parlato così stamane, il popolo si sarebbe astenuto dall'inseguire i suoi fratelli».
28 Και εσαλπισεν ο Ιωαβ εν τη σαλπιγγι? και εσταθη πας ο λαος, και δεν κατεδιωκον πλεον κατοπιν του Ισραηλ ουδε εμαχοντο πλεον.28 Joab allora fece sonare la tromba e il popolo si arrestò dall'inseguire Israele e dall'impegnarsi in altri combattimenti.
29 Και ωδοιπορησαν ο Αβενηρ και οι ανδρες αυτου δια της πεδιαδος ολην την νυκτα εκεινην, και διεβησαν τον Ιορδανην και επερασαν δι' ολης της Βιθρων και ηλθον εις Μαχαναιμ.29 Abner poi e i suoi marciarono per tutta quella notte attraversando la pianura, passarono il Giordano e attraversata tutta Betoron arrivarono all'accampamento.
30 Ο δε Ιωαβ επεστρεψεν απο της καταδιωξεως του Αβενηρ? και οτε συνηθροισε παντα τον λαον, ελειπον εκ των δουλων του Δαβιδ δεκαεννεα ανδρες και ο Ασαηλ.30 Joab a sua volta lasciato Abner, se ne ritornò e riunito tutto il popolo, [risultò che] tra i seguaci di Davide mancavano diciannove uomini, oltre Asael.
31 Οι δουλοι δε του Δαβιδ επαταξαν εκ του Βενιαμιν και εκ των ανδρων του Αβενηρ τριακοσιους εξηκοντα ανδρας, οιτινες απεθανον.31 Ma la gente di Davide aveva percossi e uccisi trecentosessanta uomini dei Beniamiti e di quelli che erano con Abner.
32 Και εσηκωσαν τον Ασαηλ και εθαψαν αυτον εν τω ταφω του πατρος αυτου, τω εν Βηθλεεμ. Ο δε Ιωαβ και οι ανδρες αυτου ωδοιπορησαν ολην την νυκτα και εφθασαν εις Χεβρων περι τα χαραγματα.32 Portarono via poi Asael e lo seppellirono nella tomba di suo padre in Betleem. E Joab e gli uomini che erano con lui, camminando tutta la notte, giunsero al primo crepuscolo ad Ebron.