Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 14


font
GREEK BIBLEEL LIBRO DEL PUEBLO DE DIOS
1 Και εγνωρισεν ο Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, οτι η καρδια του βασιλεως ητο εις τον Αβεσσαλωμ.1 Joab, hijo de Seruiá, comprendió que el rey echaba de menos a Absalón.
2 Και απεστειλεν ο Ιωαβ εις Θεκουε και εφερεν εκειθεν γυναικα σοφην, και ειπε προς αυτην, Προσποιηθητι, παρακαλω, οτι εισαι εν πενθει και ενδυθητι ιματια πενθικα, και μη αλειφθης ελαιον, αλλ' εσο ως γυνη πενθουσα ηδη ημερας πολλας δια αποθανοντα?2 Entonces hizo venir a Técoa a una mujer muy hábil y le dijo: «Vas a fingir que estás de duelo: vístete de luto, no te perfumes y aparenta ser una mujer que hace ya mucho tiempo está de duelo por su difunto.
3 και υπαγε προς τον βασιλεα και λαλησον προς αυτον κατα τουτους τους λογους. Και εβαλεν ο Ιωαβ τους λογους εις το στομα αυτης.3 Luego te presentarás ante el rey y le repetirás exactamente lo que yo te diga». Y Joab le explicó todo lo que debía decir.
4 Λαλουσα δε η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, επεσε κατα προσωπον αυτης επι της γης και προσεκυνησε και ειπε, Σωσον, βασιλευ.4 La mujer se presentó ante el rey y, postrándose con el rostro en tierra, exclamó: «¡Auxilio, rey!».
5 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Γυνη χηρα, φευ ειμαι εγω, και απεθανεν ο ανηρ μου?5 «¿Qué te pasa, le preguntó el rey. Ella respondió: «¡Pobre de mí! Yo soy una viuda; mi marido ha muerto,
6 και η δουλη σου ειχε δυο υιους, οιτινες ελογομαχησαν αμφοτεροι εν τω αγρω, και δεν ητο ο χωριζων αυτους, αλλ' επαταξεν ο εις τον αλλον και εθανατωσεν αυτον?6 y tu servidora tenía dos hijos, que una vez se pelearon en el campo. Como no había nadie para separarlos, uno hirió al otro y lo mató.
7 και ιδου, εσηκωθη πασα η συγγενεια εναντιον της δουλης σου και ειπον, Παραδος τον παταξαντα τον αδελφον αυτου, δια να θανατωσωμεν αυτον, αντι της ζωης του αδελφου αυτου τον οποιον εφονευσε, και να εξολοθρευσωμεν ενταυτω τον κληρονομον? και ουτω θελουσι σβεσει τον ανθρακα μου τον εναπολειφθεντα, ωστε να μη αφησωσιν εις τον ανδρα μου ονομα μηδε απομειναριον επι το προσωπον της γης.7 Y ahora toda la familia se ha levantado contra tu servidora, diciendo: «Entrega al fratricida; vamos a darle muerte para vengar al hermano que él asesinó y acabar así con el heredero». De esta manera apagarán la brasa que aún me queda, privando a mi marido de un nombre y un sobreviviente sobre la faz de la tierra».
8 Και ειπεν ο βασιλευς προς την γυναικα, Υπαγε εις τον οικον σου, και εγω θελω προσταξει υπερ σου.8 El rey dijo a la mujer: «Vete a tu casa. Yo me encargaré de este asunto».
9 Και ειπεν η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, Κυριε μου βασιλευ, επ' εμε ας ηναι η ανομια και επι τον οικον του πατρος μου? ο δε βασιλευς και ο θρονος αυτου αθωοι.9 La mujer de Técoa le respondió: «¡Rey, mi señor, que la falta recaiga sobre mí y sobre la casa de mi padre! El rey y su trono están libres de culpa».
10 Και ειπεν ο βασιλευς, Οστις λαληση εναντιον σου, φερε αυτον προς εμε, και δεν θελει πλεον σε εγγισει.10 «Al que te diga algo, añadió el rey, tráelo aquí y no volverá a molestarte más».
11 Η δε ειπεν, Ας ενθυμηθη, παρακαλω, ο βασιλευς Κυριον τον Θεον σου, και ας μη αφηση τους εκδικητας του αιματος να πληθυνωσι την φθοραν και να απολεσωσι τον υιον μου. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ του υιου σου δεν θελει πεσει εις την γην.11 La mujer insistió: «¡Dígnese el rey pronunciar el nombre del Señor, tu Dios, para que el vengador de la sangre no aumente la desgracia, eliminando a mi hijo!». Entonces el rey declaró: «¡Por la vida del Señor, no caerá en tierra ni un solo cabello de tu hijo!».
12 Τοτε ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου λογον προς τον κυριον μου τον βασιλεα. Και ειπε, Λαλησον.12 La mujer siguió diciendo: «¿Podría esta servidora decirle una palabra a mi señor, el rey?». «Habla», replicó él.
13 Και ειπεν η γυνη, Και δια τι εστοχασθης τοιουτον πραγμα κατα του λαου του Θεου; διοτι ο βασιλευς λαλει τουτο ως ανθρωπος ενοχος, επειδη ο βασιλευς δεν στελλει να επαναφερη τον εξοριστον αυτου.13 Ella añadió: «¿Por qué has pensado semejante cosa contra el pueblo de Dios? Con las palabras que acaba de pronunciar, el rey se ha confesado culpable, ya que no deja volver al que ha desterrado.
14 Διοτι αφευκτως θελομεν αποθανει, και ειμεθα ως υδωρ διακεχυμενον επι της γης, το οποιον δεν επισυναγεται παλιν? και ο Θεος δεν θελει να απολεσθη ψυχη, αλλ' εφευρισκει μεσα, ωστε ο εξοριστος να μη μενη εξωσμενος απ' αυτου.14 Todos tenemos que morir, y como el agua que se derrama en tierra y ya no se puede recoger. Dios no vuelve a dar la vida. Que el rey haga entonces un plan, para que el exiliado no esté más tiempo desterrado lejos de nosotros.
15 Τωρα δια τουτο ηλθον να λαλησω τον λογον τουτον προς τον κυριον μου τον βασιλεα, διοτι ο λαος με εφοβισε? και η δουλη σου ειπε, θελω τωρα λαλησει προς τον βασιλεα? ισως καμη ο βασιλευς την αιτησιν της δουλης αυτου.15 Si ahora vengo a hablar de este asunto al rey, mi señor, es porque el pueblo me ha atemorizado. Por eso pensé: «Es preciso que hable con el rey, a ver si hace lo que le digo.
16 Διοτι ο βασιλευς θελει εισακουσει, δια να ελευθερωση την δουλην αυτου εκ χειρος του ανθρωπου του ζητουντος να εξαλειψη εμε και τον υιον μου ενταυτω απο της κληρονομιας του Θεου.16 Seguramente el rey consentirá en librarme del hombre que quiere extirparnos, a mí y a mi hijo, de la herencia de Dios».
17 Ειπε μαλιστα η δουλη σου, Ο λογος του κυριου μου του βασιλεως θελει εισθαι τωρα παρηγορητικος? διοτι ως αγγελος Θεου, ουτως ειναι ο κυριος μου ο βασιλευς, εις το να διακρινη το καλον και το κακον? και Κυριος ο Θεος σου θελει εισθαι μετα σου.17 Tu servidora pensó además: «Que la palabra del rey nos traiga la calma. Porque él es como un ángel de Dios para distinguir el bien del mal» ¡Que el Señor, tu dios, esté contigo!».
18 Τοτε απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς την γυναικα, Μη κρυψης απ' εμου τωρα το πραγμα, το οποιον θελω σε ερωτησει εγω. Και ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς.18 Entonces el rey tomó la palabra y dijo a la mujer: «Por favor, no me ocultes nada de lo que te voy a preguntar». La mujer respondió: «Dígnese hablar mi señor, el rey».
19 Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν ειναι εις ολον τουτο η χειρ του Ιωαβ μετα σου; Και η γυνη απεκριθη και ειπε, Ζη η ψυχη σου, κυριε μου βασιλευ, ουδεν εκ των οσα ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς δεν εκλινεν ουτε δεξια ουτε αριστερα? διοτι ο δουλος σου Ιωαβ, αυτος προσεταξεν εις εμε, και αυτος εβαλε παντας τους λογους τουτους εις το στομα της δουλης σου?19 El rey continuó diciendo: «¿No está la mano de Joab detrás de todo esto?». La mujer asintió: «¡Por tu vida, mi señor y rey, tu pregunta ha dado justo en el blanco! Sí, tu servidor Joab es el que me mandó y puso todas estas palabras en boca de tu servidora.
20 ο δουλος σου Ιωαβ εκαμε τουτο, να μεταστρεψω την μορφην του πραγματος τουτου? και ο κυριος μου ειναι σοφος, κατα την σοφιαν αγγελου του Θεου, εις το να γνωριζη παντα τα εν τη γη.20 Lo hizo para no encarar el asunto de frente. Pero mi señor posee la sabiduría de un ángel de Dios y sabe todo lo que pasa en la tierra».
21 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, Ιδου, τωρα, εκαμα το πραγμα τουτο? υπαγε λοιπον, επαναφερε τον νεον, τον Αβεσσαλωμ.21 Luego el rey dijo a Joab: «Está bien. Haré lo que has pedido: ve a traer al joven Absalón».
22 Και επεσεν ο Ιωαβ κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε και ευλογησε τον βασιλεα? και ειπεν ο Ιωαβ, Σημερον ο δουλος σου γνωριζει οτι ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ, καθοτι ο βασιλευς εκαμε τον λογον του δουλου αυτου.22 Joab cayó con el rostro en tierra, bendijo al rey y dijo: «Rey, mi señor, ahora sé que cuento con tu favor, porque has accedido a mi demanda».
23 Τοτε εσηκωθη ο Ιωαβ και υπηγεν εις Γεσσουρ και εφερε τον Αβεσσαλωμ εις Ιερουσαλημ.23 Después Joab partió para Guesur y trajo a Absalón a Jerusalén.
24 Και ειπεν ο βασιλευς, Ας επιστρεψη εις τον οικον αυτου και ας μη ιδη το προσωπον μου. Ουτως επεστρεψεν ο Αβεσσαλωμ εις τον οικον αυτου, και δεν ειδε το προσωπον του βασιλεως.24 Pero el rey dijo: «Que se retire a su casa y no venga a verme». Absalón se retiró a su casa y no se presentó ante el rey.
25 Εις παντα δε τον Ισραηλ δεν υπηρχεν ανθρωπος ουτω θαυμαζομενος δια την ωραιοτητα αυτου ως ο Αβεσσαλωμ? απο του ιχνους του ποδος αυτου εως της κορυφης αυτου δεν υπηρχεν εν αυτω ελαττωμα?25 No había en todo Israel un hombre más apuesto que Absalón, ni tan elogiado como él: desde la planta de los pies hasta la cabeza, no tenía ningún defecto.
26 και οποτε εκουρευε την κεφαλην αυτου, διοτι εις το τελος εκαστου ετους εκουρευεν αυτην? επειδη τα μαλλια εβαρυνον αυτον δια τουτο εκοπτεν αυτα? εζυγιζε τας τριχας της κεφαλης αυτου, και ησαν διακοσιων σικλων κατα το βασιλικον ζυγιον.26 Cuando se cortaba la cabellera –y lo hacía cada año, porque le resultaba demasiado pesada– el pelo cortado pesaba doscientos siclos, según la medida del rey.
27 Εγεννηθησαν δε εις τον Αβεσσαλωμ τρεις υιοι και μια θυγατηρ, ονοματι Θαμαρ? αυτη ητο γυνη ωραιοτατη.27 A Absalón le nacieron tres hijos y una hija, llamada Tamar, que era muy hermosa.
28 Και κατωκησεν ο Αβεσσαλωμ εν Ιερουσαλημ δυο ολοκληρα ετη, και το προσωπον του βασιλεως δεν ειδεν.28 Absalón estuvo tres años en Jerusalén sin ver al rey.
29 Οθεν απεστειλεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Ιωαβ, δια να πεμψη αυτον προς τον βασιλεα? πλην δεν ηθελησε να ελθη προς αυτον? απεστειλε παλιν εκ δευτερου, αλλα δεν ηθελησε να ελθη.29 Entonces mandó a buscar a Joab para enviarlo ante el rey, pero él no quiso venir. Lo hizo llamar por segunda vez, y tampoco quiso venir.
30 Τοτε ειπε προς τους δουλους αυτου, Ιδετε, ο αγρος του Ιωαβ ειναι πλησιον του ιδικου μου, και εχει κριθην εκει? υπαγετε και κατακαυσατε αυτην εν πυρι? και κατεκαυσαν οι δουλοι του Αβεσσαλωμ τον αγρον εν πυρι.30 Por eso, Absalón dijo a sus servidores: «Ustedes saben que Joab tiene un campo al lado del mío, donde ha sembrado cebada. Vayan a prenderle fuego». Y los servidores de Absalón incendiaron el campo.
31 Και εσηκωθη ο Ιωαβ και ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ εις την οικιαν και ειπε προς αυτον, Δια τι κατεκαυσαν οι δουλοι σου τον αγρον μου εν πυρι;31 Joab fue a ver a Absalón a su casa y le dijo: «¿Por qué tus servidores han incendiado el campo que me pertenece?».
32 Ο δε Αβεσσαλωμ απεκριθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, απεστειλα προς σε, λεγων, Ελθε ενταυθα, δια να σε πεμψω προς τον βασιλεα να ειπης, Δια τι ηλθον απο Γεσσουρ; ηθελεν εισθαι καλητερον δι' εμε να ημην ετι εκει? τωρα λοιπον ας ιδω το προσωπον του βασιλεως? και αν ηναι αδικια εν εμοι, ας με θανατωση.32 Absalón replicó a Joab: «Yo te mandé a decir que vinieras, a fin de enviarte al rey con este mensaje: «¿Para qué he vuelto de Guesur? ¡Más me valdría estar todavía allí! Ahora quiero comparecer ante el rey, y si tengo alguna culpa, que me haga morir».
33 Τοτε ο Ιωαβ ηλθε προς τον βασιλεα και ανηγγειλε ταυτα προς αυτον? και εκαλεσε τον Αβεσσαλωμ, και ηλθε προς τον βασιλεα, και πεσων επι προσωπον αυτου εις την γην, προσεκυνησεν ενωπιον του βασιλεως? και ο βασιλευς εφιλησε τον Αβεσσαλωμ.33 Joab fue a ver al rey y le llevó la noticia. Entonces el rey llamó a Absalón. Este se presentó ante él, se postró con el rostro en tierra, y el lo abrazó.