Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 11


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Εν δε τω ακολουθω ετει, καθ' ον καιρον εκστρατευουσιν οι βασιλεις, απεστειλεν ο Δαβιδ τον Ιωαβ και τους δουλους αυτου μετ' αυτου και παντα τον Ισραηλ? και κατεστρεψαν τους υιους Αμμων και επολιορκησαν την Ραββα. Ο δε Δαβιδ εμεινεν εν Ιερουσαλημ.1 Történt pedig esztendő fordultán, abban az időben, amikor a királyok hadba szoktak vonulni, hogy Dávid elküldte Joábot és vele szolgáit és egész Izraelt, hogy dúlják fel Ammon fiainak földjét, s vegyék ostrom alá Rabbát. Dávid azonban Jeruzsálemben maradt.
2 Και προς το εσπερας, οτε ο Δαβιδ εσηκωθη απο της κλινης αυτου, περιεπατει επι του δωματος του βασιλικου οικου? και ειδεν απο του δωματος γυναικα λουομενην? και η γυνη ητο ωραια την οψιν σφοδρα.2 Amíg ez folyt, történt, hogy Dávid egyik délután felkelt fekvőhelyéről és a királyi palota tetején sétált és a tetőről meglátott egy asszonyt, aki ott szemben fürdött. Az asszony igen szép volt.
3 Και απεστειλεν ο Δαβιδ και ηρευνησε περι της γυναικος. Και ειπε τις, Δεν ειναι αυτη Βηθ-σαβεε, η θυγατηρ του Ελιαμ, η γυνη Ουριου του Χετταιου;3 Erre elküldött a király, tudakozódott, hogy ki az az asszony. Azt jelentették neki, hogy Batseba, Eliám lánya, a hetita Uriás felesége.
4 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας και ελαβεν αυτην? και οτε ηλθε προς αυτον, εκοιμηθη μετ' αυτης, διοτι ειχε καθαρισθη απο της ακαθαρσιας αυτης? και επεστρεψεν εις τον οικον αυτης.4 Erre Dávid követeket küldött érte, elhozatta, és amikor eljött hozzá, vele aludt. Az éppen akkor tisztult meg tisztátalanságából.
5 Και συνελαβεν η γυνη? και αποστειλασα απηγγειλε προς τον Δαβιδ και ειπεν, Εγκυος ειμαι.5 Az asszony fogant, és visszatért a házába. Aztán elküldött, és megüzente Dávidnak: »Fogantam.«
6 Και απεστειλεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ, λεγων, Αποστειλον μοι Ουριαν τον Χετταιον. Και απεστειλεν ο Ιωαβ τον Ουριαν προς τον Δαβιδ.6 Dávid erre Joábhoz küldött ezzel az üzenettel: »Küldd el hozzám a hetita Uriást!« Joáb el is küldte Uriást Dávidhoz.
7 Και οτε ηλθε προς αυτον ο Ουριας, ηρωτησεν ο Δαβιδ πως εχει ο Ιωαβ και πως εχει ο λαος και πως εχουσι τα του πολεμου.7 Amikor Uriás megérkezett Dávidhoz, Dávid megkérdezte, jól van-e Joáb és a nép, s hogy megy a harc.
8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Καταβα εις τον οικον σου και νιψον τους ποδας σου? και εξηλθεν ο Ουριας εκ του οικου του βασιλεως? και κατοπιν αυτου ηλθε μεριδιον απο της τραπεζης του βασιλεως.8 Majd azt mondta Dávid Uriásnak: »Eredj házadba, s mosd meg lábadat.« Erre Uriás kiment a király palotájából és királyi ételt vittek utána.
9 Αλλ' ο Ουριας εκοιμηθη παρα την θυραν του οικου του βασιλεως, μετα παντων των δουλων του κυριου αυτου και δεν κατεβη εις τον οικον αυτου.9 Ám Uriás a királyi palota kapuja előtt, urának többi szolgája között tért aludni, s nem ment le házába.
10 Και οτε απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν κατεβη ο Ουριας εις τον οικον αυτου, ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Συ δεν ερχεσαι εξ οδοιποριας; δια τι δεν κατεβης εις τον οικον σου;10 Jelentették erre Dávidnak, s azt mondták neki: »Nem ment a házába Uriás.« Azt mondta erre Dávid Uriásnak: »Nemde, útról jöttél, miért nem mentél hát le házadba?«
11 Και ειπεν ο Ουριας προς τον Δαβιδ, Η κιβωτος και ο Ισραηλ και ο Ιουδας κατοικουσιν εν σκηναις, και ο κυριος μου Ιωαβ και οι δουλοι του κυριου μου, ειναι εστρατοπεδευμενοι επι το προσωπον της πεδιαδος? και εγω θελω υπαγει εις τον οικον μου, δια να φαγω και να πιω και να κοιμηθω μετα της γυναικος μου; ζης και ζη η ψυχη σου, δεν θελω καμει το πραγμα τουτο.11 Azt mondta erre Uriás Dávidnak: »Az Isten ládája és Izrael meg Júda sátrakban laknak, uram, Joáb és uram szolgái a puszta földön hálnak, én pedig menjek a házamba, egyek, igyak, és a feleségemmel aludjak? Életedre, lelked életére mondom: nem cselekszem ilyet!«
12 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Μεινε ενταυθα και σημερον, και αυριον θελω σε εξαποστειλει. Και εμεινεν ο Ουριας εν Ιερουσαλημ την ημεραν εκεινην και την επαυριον.12 Azt mondta erre Dávid Uriásnak: »Maradj itt mára, holnap majd elbocsátlak.« Jeruzsálemben maradt tehát Uriás aznap és másnap.
13 Και εκαλεσεν αυτον ο Δαβιδ, και εφαγεν ενωπιον αυτου και επιεν? και εμεθυσεν αυτον? και το εσπερας εξηλθε να κοιμηθη επι της κλινης αυτου μετα των δουλων του κυριου αυτου, πλην εις τον οικον αυτου δεν κατεβη.13 Dávid meghívta, hogy egyen és igyon nála, lerészegítette, de az, amikor este kiment, a szokott fekvőhelyén, urának szolgái között tért aludni, s nem ment be házába.
14 Και το πρωι εγραψεν ο Δαβιδ επιστολην προς τον Ιωαβ, και εστειλεν αυτην δια χειρος του Ουριου.14 Ezért reggel Dávid levelet írt Joábnak, s azt elküldte Uriással.
15 Και εγραψεν εν τη επιστολη, λεγων, Θεσατε τον Ουριαν απεναντι της σκληροτερας μαχης? επειτα συρθητε απ' αυτου, δια να κτυπηθη και να αποθανη.15 Ezt írta a levélben: »Állítsátok Uriást az ütközet élére, ahol leghevesebb a harc, s hagyjátok magára, hogy megöljék és elvesszen.«
16 Και αφου παρετηρησε την πολιν ο Ιωαβ, διωρισε τον Ουριαν εις θεσιν, οπου ηξευρεν οτι ησαν ανδρες δυναμεως.16 Amikor tehát Joáb ostrom alá vette a várost, arra a helyre állította Uriást, ahol tudta, hogy igen erős emberek vannak.
17 Και εξηλθον οι ανδρες της πολεως, και επολεμησαν μετα του Ιωαβ? και επεσον εκ του λαου τινες των δουλων του Δαβιδ? εθανατωθη δε και Ουριας ο Χετταιος.17 Ki is jöttek a városból az emberek, megütköztek Joábbal, és néhányan el is estek Dávid szolgáinak népéből. Meghalt a hetita Uriás is.
18 Και απεστειλεν ο Ιωαβ και ανηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα τα περι του πολεμου.18 Elküldött erre Joáb és értesítette Dávidot az ütközet minden eseményéről,
19 Και προσεταξε τον μηνυτην, λεγων, Αφου τελειωσης λαλων προς τον βασιλεα παντα τα περι του πολεμου,19 és megparancsolta a követnek: »Ha elmondtad a harc minden eseményét a királynak,
20 εξαφθη ο θυμος του βασιλεως, και ειπη προς σε, Δια τι επλησιασατε εις την πολιν μαχομενοι; δεν ηξευρετε οτι ηθελον τοξευσει απο του τειχους;20 s látod, hogy haragra gerjed, s azt mondja: ‘Miért mentetek a falak alá harcolni? Nem tudtátok-e, hogy sok nyilat lőnek le a kőfalról?
21 τις επαταξεν Αβιμελεχ τον υιον του Ιερουβεσεθ; γυνη τις δεν ερριψεν επ' αυτον τμημα μυλοπετρας απο του τειχους, και απεθανεν εν Θαιβαις; δια τι επλησιασατε εις το τειχος; τοτε ειπε, Απεθανε και ο δουλος σου Ουριας ο Χετταιος.21 Ki ölte meg Abimeleket, Jerobaál fiát? Nemde a kőfalról dobott rá egy asszony malomkődarabot, úgy ölte meg Tebeszben? Miért mentetek a falak alá?’ – csak azt mondd: Szolgád, a hetita Uriás is elesett.«
22 Υπηγε λοιπον ο μηνυτης και ελθων, απηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα εκεινα, δια τα οποια απεστειλεν αυτον ο Ιωαβ.22 Elment tehát a követ, s amikor megérkezett, elbeszélte Dávidnak mindazt, amit Joáb neki parancsolt.
23 Και ειπεν ο μηνυτης προς τον Δαβιδ, οτι υπερισχυσαν καθ' ημων οι ανδρες και εξηλθον προς ημας εις την πεδιαδα, και κατεδιωξαμεν αυτους μεχρι της εισοδου της πυλης?23 Azt mondta ugyanis a követ Dávidnak: »Erőt vettek rajtunk azok az emberek, kijöttek hozzánk a mezőre, mi azonban rájuk rontottunk, és visszaűztük őket egészen a város kapujáig.
24 αλλ' οι τοξοται ετοξευσαν απο του τειχους επι τους δουλους σου? και τινες των δουλων του βασιλεως απεθανον, και ο δουλος σου ετι Ουριας ο Χετταιος απεθανε.24 A kőfalról azonban nyilakat lövöldöztek le az íjászok szolgáidra, s néhányan meghaltak a király szolgái közül, sőt szolgád, a hetita Uriás is meghalt.«
25 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ προς τον μηνυτην, Ουτω θελεις ειπει προς τον Ιωαβ? Μη σε ανησυχη τουτο το πραγμα? διοτι η ρομφαια κατατρωγει ποτε μεν ενα, ποτε δε αλλον? ενισχυσον την μαχην σου εναντιον της πολεως και καταστρεψον αυτην? και συ ενθαρρυνε αυτον.25 Azt mondta erre Dávid a követnek: »Ezt mondd Joábnak: Ne törjön meg téged e dolog, hiszen különféle a harc eshetősége, hol ezt, hol azt emészti meg a kard. Bátorítsd csak harcosaidat a város ellen, s rontsd le; biztasd csak őket!«
26 Οτε δε ηκουσεν η γυνη του Ουριου, οτι Ουριας ο ανηρ αυτης απεθανεν, επενθησε δια τον ανδρα αυτης.26 Amikor Uriás felesége meghallotta, hogy Uriás, a férje meghalt, elsiratta.
27 Και αφου επερασε το πενθος, απεστειλεν ο Δαβιδ και παρελαβεν αυτην εις τον οικον αυτου? και εγεινε γυνη αυτου και εγεννησεν εις αυτον υιον? το πραγμα ομως το οποιον επραξεν ο Δαβιδ, εφανη κακον εις τους οφθαλμους του Κυριου.27 Amikor azonban elmúlt a gyász, Dávid érte küldött és bevitte házába, s ő felesége lett, s fiút szült neki. Ám az Úrnak nem tetszett az a dolog, amelyet Dávid elkövetett.