Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 33


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Αναβλεψας δε ο Ιακωβ ειδε? και ιδου, ο Ησαυ ηρχετο, και μετ' αυτου τετρακοσιοι ανδρες? και εμοιρασεν ο Ιακωβ τα παιδια εις την Λειαν και εις την Ραχηλ και εις τας δυο θεραπαινας.1 Amint aztán Jákob felemelte szemét, látta, hogy megérkezik Ézsau, és vele négyszáz ember. Erre különválasztotta Leának, Ráchelnek és a két szolgálónak gyermekeit,
2 Και τας μεν θεραπαινας και τα τεκνα αυτων εβαλεν εμπροσθεν, την δε Λειαν και τα τεκνα αυτης, κατοπιν, και την Ραχηλ και τον Ιωσηφ, τελευταιους.2 a két szolgálót és gyermekeit felállította elöl, Leát és a gyermekeit a második helyen, Ráchelt és Józsefet pedig leghátul.
3 Αυτος δε επερασεν εμπροσθεν αυτων και προσεκυνησεν εως εδαφους επτακις, εως να πλησιαση εις τον αδελφον αυτου.3 Aztán eléjük állt, és hétszer földig hajtotta magát, amíg a bátyja közelébe ért.
4 Και εδραμεν ο Ησαυ εις συναντησιν αυτου και ενηγκαλισθη αυτον και επεσεν επι τον τραχηλον αυτου και κατεφιλησεν αυτον? και εκλαυσαν.4 Erre Ézsau az öccse elé futott, megölelte, a nyakába borult, megcsókolta, és sírt.
5 Και αναβλεψας ειδε τας γυναικας και τα παιδια? και ειπε, Τι σου ειναι ουτοι; Ο δε ειπε τα παιδια, τα οποια εχαρισεν ο Θεος εις τον δουλον σου.5 Amikor aztán felemelte szemét, meglátta az asszonyokat és gyermekeiket. Így szólt: »Kik ezek?« Ő azt felelte: »Ezek azok a gyermekek, akiket Isten nekem, szolgádnak ajándékozott.«
6 Τοτε επλησιασαν αι θεραπαιναι, αυται και τα τεκνα αυτων, και προσεκυνησαν?6 Erre közelebb jöttek a szolgálók és fiaik, és meghajtották magukat.
7 παρομοιως επλησιασαν και η Λεια και τα τεκνα αυτης, και προσεκυνησαν? και μετα ταυτα επλησιασαν ο Ιωσηφ και η Ραχηλ και προσεκυνησαν.7 Odament Lea is a gyermekeivel, és ők is meghajtották magukat. Végül odalépett József és Ráchel, és meghajtotta magát.
8 Και ειπε, Προς τι απαν το στρατοπεδον σου τουτο, το οποιον απηντησα; Ο δε ειπε, δια να ευρω χαριν εμπροσθεν του κυριου μου.8 Ézsau ekkor azt mondta: »Mire való az a tábor, amellyel találkoztam?« Ő azt felelte: »Hogy kegyelmet találjak uram előtt!«
9 Και ειπεν ο Ησαυ, Εχω πολλα, αδελφε μου? εχε συ τα ιδικα σου.9 Ám Ézsau azt mondta: »Van nekem mindenem bőven, öcsém! Ami a tied volt, maradjon csak a tied!«
10 Και ειπεν ο Ιακωβ, Ουχι, παρακαλω? εαν ευρηκα χαριν εμπροσθεν σου, δεξαι το δωρον μου εκ των χειρων μου? διοτι δια τουτο ειδον το προσωπον σου, ως εαν εβλεπον προσωπον Θεου, και συ ευηρεστηθης εις εμε?10 De Jákob így szólt: »Ne legyen úgy, kérlek: ha kegyelmet találtam szemedben, fogadd el ezt a kicsiny ajándékot a kezemből, mert úgy néztem arcodra, mintha Isten arcát láttam volna. Légy hozzám kegyes,
11 δεξαι, παρακαλω, τας ευλογιας μου, τας προσφερομενας προς σε? διοτι με ηλεησεν ο Θεος και εχω τα παντα. Και εβιασεν αυτον και εδεχθη.11 és fogadd el az áldást, amelyet neked hoztam, mert kegyes volt hozzám Isten, és mindenem megvan!« Öccse unszolására nagy nehezen elfogadta azokat, majd
12 Και ειπεν, Ας σηκωθωμεν και ας υπαγωμεν, και εγω θελω προπορευεσθαι εμπροσθεν σου.12 így szólt: »Menjünk együtt, társad leszek utadon!«
13 Και ειπε προς αυτον ο Ιακωβ, Ο κυριος μου εξευρει οτι τα παιδια ειναι τρυφερα, και εχω μετ' εμου εγκυμονουντα προβατα και βοας? και εαν βιασωσιν αυτα μιαν μονην ημεραν, απαν το ποιμνιον θελει αποθανει.13 Jákob erre azt mondta: »Tudod, uram, hogy gyenge gyermekek, szoptatós juhok és tehenek vannak velem. Ha a járásban jobban megerőltetem őket, egy nap alatt elhull az egész nyájam.
14 Ας περαση, παρακαλω, ο κυριος μου εμπροσθεν του δουλου αυτου? και εγω θελω ακολουθει βραδεως, κατα το βαδισμα των κτηνων των εμπροσθεν μου, και κατα το βαδισμα των παιδαριων, εωσου φθασω προς τον κυριον μου εις Σηειρ.14 Uram csak menjen előre a szolgája előtt, én meg majd lassan ballagok az előttem járó jószág és a gyerekek járása szerint, amíg el nem jutok uramhoz Szeírbe!«
15 Και ειπεν ο Ησαυ, Ας αφησω λοιπον μετα σου μερος εκ του λαου, του μετ' εμου. Ο δε ειπε, Δια τι τουτο; αρκει οτι ευρηκα χαριν εμπροσθεν του κυριου μου.15 Ézsau azt felelte: »Kérlek, hadd maradjanak legalább a velem levő népből néhányan útitársaid!« »Nem szükséges – felelte Jákob –, csak arra van szükségem, hogy kegyelmet találjak szemedben, uram!«
16 Επεστρεψε λοιπον ο Ησαυ την ημεραν εκεινην εις την οδον αυτου εις Σηειρ.16 Ézsau tehát még aznap visszatért Szeírbe azon az úton, amelyen jött.
17 Και απηλθεν ο Ιακωβ εις Σοκχωθ, και ωκοδομησεν εις εαυτον οικιαν, και δια τα κτηνη αυτου εκαμε σκηνας? δια τουτο εκαλεσε το ονομα του τοπου Σοκχωθ.17 Jákob pedig Szukkótba ment. Ott házat épített magának, és sátrakat állított a nyájainak, ezért el is nevezte azt a helyet Szukkótnak (azaz Sátraknak).
18 Και αφου επεστρεψεν ο Ιακωβ απο Παδαν-αραμ, ηλθεν εις Σαλημ, πολιν Συχεμ, την εν τη γη Χανααν? και κατεσκηνωσεν εμπροσθεν της πολεως.18 Jákob azután sértetlenül eljutott Szíchem városába, amely Kánaán földjén van – miután Paddan-Arámból visszatért –, és letelepedett a város mellett.
19 Και ηγορασε την μεριδα του αγρου, οπου εστησε την σκηνην αυτου, παρα των υιων του Εμμωρ, πατρος του Συχεμ, δι' εκατον αργυρια.19 Megvette azt a darab földet, amelyen a sátrait felütötte, Hémornak, Szíchem atyjának fiaitól száz bárányon,
20 Και εστησεν εκει θυσιαστηριον, και εκαλεσεν αυτο Ελ-ελωε-Ισραηλ.20 s ott oltárt állított. Így nevezte el: »Isten, Izrael Istene.«