1 E SOFAR Naamatita rispose, e disse: | 1 Και απεκριθη Σωφαρ ο Νααμαθιτης και ειπε? |
2 Perciò i miei pensamenti m’incitano a rispondere, E perciò questa mia fretta è in me. | 2 Δια τουτο οι στοχασμοι μου με κινουσιν εις το να αποκριθω, και δια τουτο σπευδω. |
3 Io ho udita la mia vituperosa riprensione; Ma lo spirito mio mi spinge a rispondere del mio intendimento. | 3 Ηκουσα την εις εμε ονειδιστικην επιπληξιν, και το πνευμα της συνεσεως μου με καμνει να αποκριθω. |
4 Non sai tu questo, che è stato d’ogni tempo, Da che l’uomo fu posto sopra la terra; | 4 Δεν γνωριζεις τουτο παλαιοθεν αφ' οτου ο ανθρωπος ετεθη επι της γης, |
5 Che il trionfo degli empi è di breve durata, E che la letizia dell’ipocrita è sol per un momento? | 5 οτι ο θριαμβος των ασεβων ειναι ολιγοχρονιος, και η χαρα του υποκριτου στιγμαια. |
6 Avvegnachè la sua altezza salisse fino al cielo, E il suo capo giungesse infino alle nuvole; | 6 Και αν το μεγαλειον αυτου αναβη εις τους ουρανους και η κεφαλη αυτου φθαση εως των νεφελων, |
7 Pur perirà egli in perpetuo, come lo sterco suo; Quelli che l’avranno veduto, diranno: Ove è egli? | 7 θελει αφανισθη διαπαντος ως κοπρος αυτου? οσοι εβλεπον αυτον θελουσι λεγει, Που εκεινος; |
8 Egli se ne volerà via come un sogno, e non sarà più ritrovato, E si dileguerà come una visione notturna. | 8 θελει πεταξει ως ονειρον και δεν θελει ευρεθη? και, ως ορασις της νυκτος θελει εξαφανισθη. |
9 L’occhio che l’avrà veduto nol vedrà più, E il suo luogo nol mirerà più | 9 Και ο οφθαλμος οστις εβλεπεν αυτον δεν θελει ιδει αυτον πλεον? και ο τοπος αυτου δεν θελει πλεον γνωρισει αυτον. |
10 I suoi figliuoli procacceranno il favor de’ poveri, E le sue mani restituiranno quel ch’egli avrà rapito per violenza. | 10 Οι υιοι αυτου θελουσι ζητησει την ευνοιαν των πτωχων, και αι χειρες αυτου θελουσιν επιστρεψει τα αγαθα αυτων. |
11 Le sue ossa saranno ripiene degli eccessi della sua gioventù, I quali giaceranno con lui in su la polvere. | 11 Τα οστα αυτου γεμουσιν απο των αμαρτηματων της νεοτητος αυτου, και θελουσι κοιμηθη μετ' αυτου εν χωματι. |
12 Se il male gli è stato dolce nella bocca, Se egli l’ha nascosto sotto la sua lingua; | 12 Αν και η κακια ηναι γλυκεια εν τω στοματι αυτου, κρυπτη αυτην υπο την γλωσσαν αυτου? |
13 Se l’ha riserbato, e non l’ha gittato fuori; Anzi l’ha ritenuto in mezzo del suo palato; | 13 αν και περιθαλπη αυτην και δεν αφινη αυτην, αλλα κρατη αυτην εν τω μεσω του ουρανισκου αυτου? |
14 Il suo cibo gli si cangerà nelle sue viscere, E diverrà veleno d’aspido nelle sue interiora. | 14 ομως η τροφη αυτου θελει αλλοιωθη εις τα εντοσθια αυτου? χολη ασπιδων θελει γεινει εν αυτω. |
15 Egli avrà trangugiate le ricchezze, ma egli le vomiterà; Iddio gliele caccerà fuor del ventre. | 15 Τα πλουτη οσα κατεπιε, θελει εξεμεσει? ο Θεος θελει εκσπασει αυτα απο της κοιλιας αυτου. |
16 Egli avrà succiato il veleno dell’aspido, La lingua della vipera l’ucciderà. | 16 Φαρμακιον ασπιδων θελει θηλασει? γλωσσα εχιδνης θελει θανατωσει αυτον. |
17 Egli non vedrà i ruscelli, I fiumi, i torrenti del miele e del burro. | 17 Δεν θελει ιδει τους ποταμους, τους ρυακας τους ρεοντας μελι και βουτυρον. |
18 Egli renderà ciò che con fatica avrà acquistato, e non l’inghiottirà; Pari alla potenza sua sarà il suo mutamento, e non ne goderà. | 18 Εκεινο, δια το οποιον εκοπιασε, θελει αποδωσει και δεν θελει καταπιει αυτο? κατα την αποκτησιν θελει γεινει η αποδοσις αυτου, και δεν θελει χαρη. |
19 Perciocchè egli ha oppressato altrui, egli lascerà dietro a sè de’ bisognosi; Perciocchè egli ha rapita la casa altrui, egli non edificherà la sua. | 19 Διοτι κατεθλιψεν, εγκατελιπε τους πενητας? ηρπασεν οικιαν, την οποιαν δεν ωκοδομησε. |
20 Perciocchè egli non ha mai sentito riposo nel suo ventre, Non potrà salvar nulla delle sue più care cose. | 20 Βεβαιως δεν θελει γνωρισει αναπαυσιν εν τη κοιλια αυτου? δεν θελει διασωσει ουδεν εκ των επιθυμητων αυτου. |
21 Nulla gli rimarrà da mangiare, E però egli non avrà più speranza ne’ suoi beni. | 21 Δεν θελει μεινει εις αυτον ουδεν προς τροφην? οθεν δεν θελει ελπισει επι τα αγαθα αυτου. |
22 Quando egli sarà ripieno a sufficienza, allora sarà distretto; Tutte le mani de’ miseri gli verranno contra | 22 Εν τη πληρει αφθονια αυτου θελει επελθει επ' αυτον στενοχωρια? πασα η δυναμις της ταλαιπωριας θελει επιπεσει επ' αυτον. |
23 Quando egli sarà per empiersi il ventre, Iddio gli manderà addosso l’ardore della sua ira, E la farà piovere sopra lui, e sopra il suo cibo. | 23 Ενω καταγινεται να εμπληση την κοιλιαν αυτου, ο Θεος θελει αποστειλει τον θυμον της οργης αυτου επ' αυτον, και θελει επιβρεξει αυτον κατ' αυτου ενω τρωγει. |
24 Quando egli fuggirà dalle armi di ferro, Un arco di rame lo trafiggerà. | 24 Ενω φευγει το οπλον το σιδηρουν, το χαλκινον τοξον θελει διαπερασει αυτον. |
25 Come prima la saetta sarà tratta fuori, La punta gli passerà per mezzo il fiele, Dopo esser uscita del suo turcasso; Spaventi gli saranno addosso. | 25 Το βελος συρεται και διαπερα το σωμα, και η αστραπτουσα ακμη εξερχεται εκ της χολης αυτου. Τρομοι ειναι επ' αυτον, |
26 Tutte le tenebre saran nascoste ne’ suoi nascondimenti; Un fuoco non soffiato lo divorerà; Chi sopravviverà nel suo tabernacolo, capiterà male. | 26 παν σκοτος κρυπτεται εν τοις ταμειοις αυτου? πυρ ασβεστον θελει κατατρωγει αυτον? οσοι εναπελειφθησαν εν τη σκηνη αυτου θελουσι δυστυχει. |
27 I cieli scopriranno la sua iniquità, E la terra si leverà contro a lui. | 27 Ο ουρανος θελει ανακαλυψει την ανομιαν αυτου? και η γη θελει σηκωθη κατ' αυτου. |
28 La rendita della sua casa sarà trasportata ad altri; Ogni cosa sua scorrerà via, nel giorno dell’ira di esso, | 28 Η περιουσια του οικου αυτου θελει αφανισθη? θελει διαρρευσει εν τη ημερα της κατ' αυτου οργης. |
29 Questa è la parte assegnata da Dio all’uomo empio, E l’eredità ch’egli riceve da Dio per le sue parole | 29 Αυτη ειναι η παρα του Θεου μερις του ασεβους ανθρωπου, και η κληρονομια η διωρισμενη εις αυτον παρα του Θεου. |