Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 15


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Après cela Absalom acheta un char, des chevaux, et se procura 50 hommes qui couraient devant lui.1 Μετα δε ταυτα ητοιμασεν εις εαυτον ο Αβεσσαλωμ αμαξας και ιππους και πεντηκοντα ανδρας, δια να τρεχωσιν εμπροσθεν αυτου.
2 Le matin de bonne heure Absalom allait se tenir près de la route qui conduit à la porte de la ville. Chaque fois qu’un homme avait un procès et qu’il devait se rendre chez le roi pour le jugement, Absalom l’appelait: “De quelle ville es-tu?” lui disait-il. Si l’autre répondait: “Ton serviteur est de telle tribu d’Israël”,2 Και εσηκονετο ο Αβεσσαλωμ πρωι, και ιστατο εις τα πλαγια της οδου της πυλης? και οποτε τις εχων διαφοραν τινα ηρχετο προς τον βασιλεα δια κρισιν, τοτε ο Αβεσσαλωμ εκαλει αυτον προς εαυτον και ελεγεν, Εκ ποιας πολεως εισαι; Ο δε απεκρινετο, Ο δουλος σου ειναι εκ της δεινος φυλης του Ισραηλ.
3 Absalom lui disait: “Regarde, ta cause est bonne et juste, mais il n’y aura personne pour t’écouter chez le roi.”3 Και ελεγε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, Ιδε, η υποθεσις σου ειναι καλη και ορθη? πλην δεν ειναι ουδεις ο ακουων σε απο μερους του βασιλεως.
4 Puis Absalom ajoutait: “Si seulement j’étais chargé de la justice dans ce pays! Tous ceux qui auraient un procès viendraient me trouver et je leur ferais justice.”4 Ελεγε προσετι ο Αβεσσαλωμ, Τις να με εδιωριζε κριτην του τοπου, δια να ερχηται προς εμε πας οστις εχει διαφοραν η κρισιν, και να δικαιονω αυτον.
5 Et puis, lorsque quelqu’un s’approchait pour se prosterner devant lui, Absalom lui tendait la main, le relevait et l’embrassait.5 Και οποτε τις επλησιαζε δια να προσκυνηση αυτον, ηπλονε την χειρα αυτου και επιανεν αυτον και εφιλει αυτον.
6 Absalom faisait ainsi envers tous les Israélites qui venaient trouver le roi pour un procès, et il se gagnait le cœur de tous les Israélites.6 Και εκαμνεν ο Αβεσσαλωμ κατα τουτον τον τροπον εις παντα Ισραηλιτην ερχομενον προς τον βασιλεα δια κρισιν? και υπεκλεπτεν ο Αβεσσαλωμ τας καρδιας των ανδρων Ισραηλ.
7 Au bout de quatre ans, Absalom dit au roi: “Laisse-moi partir à Hébron pour un vœu que j’ai fait à Yahvé.7 Και εις το τελος τεσσαρακοντα ετων ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα, Ας υπαγω, παρακαλω, δια να εκπληρωσω την ευχην μου, την οποιαν ηυχηθην εις τον Κυριον, εν Χεβρων?
8 Pendant que j’étais à Guéchour, en Aram, j’ai fait ce vœu: ‘Si Yahvé me laisse revenir à Jérusalem, j’irai honorer Yahvé à Hébron.’ ”8 διοτι ο δουλος σου ηυχηθη ευχην, οτε κατωκει εν Γεσσουρ εν Συρια, λεγων? Εαν ο Κυριος με επιστρεψη τωοντι εις Ιερουσαλημ, τοτε θελω προσφερει θυσιαν εις τον Κυριον.
9 Le roi lui dit: “Va en paix.” Alors Absalom se leva et partit pour Hébron.9 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Υπαγε εν ειρηνη. Και σηκωθεις, υπηγεν εις Χεβρων.
10 Absalom envoya des gens à lui dans toutes les tribus d’Israël: “Dès que vous entendrez le son du cor, disait-il, vous proclamerez: Absalom est roi à Hébron.”10 Απεστειλε δε ο Αβεσσαλωμ κατασκοπους εις πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγων, Καθως ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, θελετε ειπει Ο Αβεσσαλωμ εβασιλευσεν εν Χεβρων.
11 200 personnes invitées par Absalom étaient parties de Jérusalem avec lui, mais ils étaient allés sans savoir, sans rien connaître de toute cette affaire.11 Και υπηγαν μετα του Αβεσσαλωμ διακοσιοι ανδρες εξ Ιερουσαλημ, κεκλημενοι και υπηγαν εν τη απλοτητι αυτων και δεν ηξευραν ουδεν.
12 Pendant qu’Absalom offrait des sacrifices, il envoya chercher à Guilo un conseiller de David qui s’appelait Ahitofel de Guilo. La conspiration grandissait de jour en jour et les partisans d’Absalom devenaient plus nombreux.12 Και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ Αχιτοφελ τον Γιλωναιον, τον συμβουλον του Δαβιδ, εκ της πολεως αυτου, εκ Γιλω, ενω προσεφερε τας θυσιας. Και η συνωμοσια ητο δυνατη και ο λαος επληθυνετο αδιακοπως πλησιον του Αβεσσαλωμ.
13 Quelqu’un vint informer David: “Les hommes d’Israël se sont tournés vers Absalom.”13 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Δαβιδ λεγων, Αι καρδιαι των ανδρων Ισραηλ εστραφησαν κατοπιν του Αβεσσαλωμ.
14 Alors David dit à ses serviteurs, à ceux qui étaient avec lui à Jérusalem: “Vite, fuyons! ou nous n’échapperons pas à Absalom. Dépêchez-vous de partir; s’il venait à nous rejoindre, il nous mettrait à mal et il passerait la ville au fil de l’épée.”14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς παντας τους δουλους αυτου τους μεθ' αυτου εν Ιερουσαλημ, Σηκωθητε, και ας φυγωμεν? διοτι δεν θελομεν δυνηθη να διασωθωμεν απο προσωπου του Αβεσσαλωμ? σπευσατε να αναχωρησωμεν, δια να μη επιταχυνη και καταφθαση ημας και σπρωξη το κακον εφ' ημας και παταξη την πολιν εν στοματι μαχαιρας.
15 Les serviteurs du roi lui dirent: “Quelle que soit la décision de mon seigneur le roi, nous sommes tes serviteurs.”15 Και οι δουλοι του βασιλεως ειπαν προς τον βασιλεα, Εις παν, ο, τι εκλεξη ο κυριος μου ο βασιλευς, ιδου, οι δουλοι σου.
16 Le roi sortit donc à pied avec toute sa famille, laissant dans la ville 10 de ses concubines pour garder son palais.16 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο οικος αυτου κατοπιν αυτου. Και αφηκεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας δια να φυλαττωσι τον οικον.
17 Le roi allait à pied accompagné de tous ses gens, et ils firent une halte à la dernière maison.17 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο λαος κατοπιν αυτου, και εσταθησαν εις τοπον μακραν απεχοντα.
18 Tous ses serviteurs se tenaient à côté de lui pendant que les Kérétiens, les Pélétiens, les hommes de Gat passaient devant le roi: 600 hommes au total qui étaient venus de Gat à sa suite.18 Και παντες οι δουλοι αυτου επορευοντο πλησιον αυτου? και παντες οι Χερεθαιοι και παντες οι Φελεθαιοι και παντες οι Γετθαιοι, εξακοσιοι ανδρες, οι ελθοντες οπισω αυτου απο Γαθ, προεπορευοντο εμπροσθεν του βασιλεως.
19 Le roi dit à Ittaï de Gat: “Pourquoi viens-tu toi aussi avec nous? Retourne et demeure auprès du nouveau roi. Tu es un étranger, tu as déjà eu à quitter ton pays.19 Τοτε ειπεν ο βασιλευς προς Ιτται τον Γετθαιον, Δια τι ερχεσαι και συ μεθ' ημων; επιστρεψον και κατοικει μετα του βασιλεως, διοτι εισαι ξενος, και μαλιστα εισαι μετωκισμενος εκ του τοπου σου?
20 Tu es arrivé récemment et déjà je te ferais partir à l’aventure avec nous? Retourne, remmène avec toi tes frères, et que Yahvé te montre sa bonté et sa fidélité.”20 χθες ηλθες, και σημερον θελω σε καμει να περιπλανασαι μεθ' ημων; εγω δε υπαγω οπου δυνηθω? επιστρεψον και λαβε και τους αδελφους σου? ελεος και αληθεια μετα σου.
21 Mais Ittaï répondit au roi: “Aussi vrai que Yahvé est vivant et aussi vrai que mon seigneur le roi est vivant, là où sera mon seigneur le roi, là seront pour moi la mort et la vie.”21 Ο δε Ιτται απεκριθη προς τον βασιλεα και ειπε, Ζη Κυριος, και ζη ο κυριος μου ο βασιλευς, οπου και αν ηναι ο κυριος μου ο βασιλευς, ειτε εις θανατον, ειτε εις ζωην, βεβαιως εκει θελει εισθαι και ο δουλος σου.
22 Alors David dit à Ittaï: “Va et passe.” Et Ittaï de Gat passa avec tous ses hommes et leurs familles.22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιτται, Ελθε λοιπον, και διαβαινε. Και διεβη ο Ιτται ο Γετθαιος και παντες οι ανδρες αυτου και παντα τα παιδια τα μετ' αυτου.
23 Le peuple défilait et tout le monde pleurait à haute voix. Le roi traversa le torrent du Cédron et toute la population passa à l’est de la route qui longe le désert.23 Ολος δε ο τοπος εκλαιε μετα φωνης μεγαλης, και διεβαινε πας ο λαος? διεβη και ο βασιλευς τον χειμαρρον Κεδρων? και πας ο λαος διεβη κατα την οδον της ερημου.
24 Sadoq aussi était là avec tous les Lévites qui portaient l’Arche de l’Alliance de Dieu; ils déposèrent l’Arche de Dieu pendant que tout ce peuple montait de la ville et défilait.24 Και ιδου, προσετι ο Σαδωκ και παντες οι Λευιται μετ' αυτου, φεροντες την κιβωτον της διαθηκης του Θεου? και εστησαν την κιβωτον του Θεου? ανεβη δε ο Αβιαθαρ, αφου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων απο της πολεως.
25 Alors le roi dit à Sadoq: “Ramène l’Arche de Dieu en ville. Si je trouve grâce aux yeux de Yahvé, il me ramènera et me fera revoir l’Arche et sa Demeure.25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σαδωκ, Αποστρεψον την κιβωτον του Θεου εις την πολιν? εαν ευρω χαριν εις τους οφθαλμους του Κυριου, θελει με καμει να επιστρεψω και να ιδω αυτην και το κατοικητηριον αυτου?
26 Mais s’il dit: Je ne veux plus de toi! me voici: qu’il me traite comme il lui semblera bon.”26 αλλ' εαν ειπη ουτω, Δεν εχω ευαρεσκειαν εις σε, ιδου, εγω, ας καμη εις εμε ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.
27 Le roi dit encore au prêtre Sadoq: “Retourne en paix dans la ville avec ton fils Ahimaas et Yonathan, fils d’Ébyatar.27 Ο βασιλευς ειπεν ετι προς Σαδωκ τον ιερεα, Δεν εισαι συ ο βλεπων; επιστρεψον εις την πολιν εν ειρηνη, και Αχιμαας ο υιος σου και Ιωναθαν ο υιος του Αβιαθαρ, οι δυο υιοι σας μεθ' υμων?
28 Regardez, je m’attarderai dans les défilés du désert jusqu’à ce que je reçoive un mot de vous pour me donner des nouvelles.”28 ιδετε, εγω θελω μενει εις τας πεδιαδας της ερημου, εωσου ελθη λογος παρ' υμων δια να μοι αναγγειλη.
29 Sadoq et Ébyatar ramenèrent donc l’Arche de Dieu à Jérusalem et ils y restèrent.29 Ο Σαδωκ λοιπον και ο Αβιαθαρ επανεφεραν την κιβωτον του Θεου εις Ιερουσαλημ και εμειναν εκει.
30 David gravissait le Mont des Oliviers, il montait en pleurant, un voile sur la tête, et marchait pieds nus. Tous ceux qui étaient avec lui avaient la tête voilée et montaient en pleurant.30 Ο δε Δαβιδ ανεβαινε δια της αναβασεως των Ελαιων, αναβαινων και κλαιων και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην και περιπατων ανυποδητος? και πας ο λαος ο μετ' αυτου ειχεν εκαστος κεκαλυμμενην την κεφαλην αυτου, και ανεβαινον πορευομενοι και κλαιοντες.
31 On apporta cette nouvelle à David: “Ahitofel est l’un des conjurés, il est avec Absalom!” Et David s’écria: “Oh Yahvé, rends fous les conseils d’Ahitofel!”31 Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ο Αχιτοφελ ειναι μεταξυ των συνωμοτων μετα του Αβεσσαλωμ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε, δεομαι σου, διασκεδασον την βουλην του Αχιτοφελ.
32 David arrivait au sommet, là où l’on adore Dieu. Il vit venir à sa rencontre l’un de ses familiers, Houchaï l’Arkite, il avait sa tunique déchirée et de la terre sur la tête.32 Και οτε ηλθεν ο Δαβιδ εις την κορυφην του ορους, οπου προσεκυνησε τον Θεον, ιδου, ηλθεν εις συναντησιν αυτου Χουσαι ο Αρχιτης, εχων διεσχισμενον τον χιτωνα αυτου και χωμα επι της ο κεφαλης αυτου.
33 David lui dit: “Si tu viens avec moi tu me seras à charge.33 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Εαν διαβης μετ' εμου, θελεις βεβαιως εισθαι φορτιον επ' εμε?
34 Tu pourrais retourner en ville et tu dirais à Absalom: ‘Je serai à ton service, mon seigneur le roi; autrefois je servais ton père, maintenant je te servirai.’ Alors tu me rendrais service en brouillant les conseils d’Ahitofel.34 εαν ομως επιστρεψης εις την πολιν και ειπης προς τον Αβεσσαλωμ, Θελω εισθαι δουλος σου, βασιλευ? καθως εσταθην δουλος του πατρος σου μεχρι τουδε, ουτω θελω εισθαι τωρα δουλος σου? τοτε δυνασαι υπερ εμου να ανατρεψης την βουλην του Αχιτοφελ?
35 Les prêtres Sadoq et Ébyatar seront avec toi. Tout ce que tu auras appris dans le palais, tu le répéteras aux prêtres Sadoq et Ébyatar.35 και δεν ειναι εκει μετα σου ο Σαδωκ και ο Αβιαθαρ, οι ιερεις; παν ο, τι λοιπον ηθελες ακουσει εκ του οικου του βασιλεως, θελεις αναγγειλει προς τον Σαδωκ και Αβιαθαρ, τους ιερεις?
36 Leurs deux fils, Ahimaas, fils de Sadoq et Yonathan, fils d’Ébyatar, sont avec eux, et par leur intermédiaire vous me ferez connaître tout ce que vous aurez appris.”36 ιδου, εκει μετ' αυτων οι δυο υιοι αυτων, Αχιμαας ο του Σαδωκ και Ιωναθαν ο του Αβιαθαρ? και δι' αυτων θελετε αποστελλει προς εμε παν ο, τι ακουσητε.
37 Houchaï, le familier de David, rentra donc en ville au moment où Absalom arrivait à Jérusalem.37 Και καθως εισηλθεν εις την πολιν ο Χουσαι ο φιλος του Δαβιδ, ο Αβεσσαλωμ ηλθεν εις Ιερουσαλημ.