Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 13


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Voici ce qui arriva par la suite. Absalom, fils de David, avait une sœur qui était fort belle et qui se nommait Tamar; Amnon, un autre fils de David s’éprit d’elle.1 Μετα δε ταυτα Αβεσσαλωμ ο υιος του Δαβιδ ειχεν αδελφην ωραιαν, ονοματι Θαμαρ, και ηγαπησεν αυτην Αμνων ο υιος του Δαβιδ.
2 Amnon se tourmentait au point de s’en rendre malade, quand il pensait à sa demi-sœur Tamar; mais elle était vierge et Amnon ne voyait vraiment pas ce qu’il pouvait faire.2 Και επασχε τοσον ο Αμνων, ωστε ηρρωστησε δια την αδελφην αυτου Θαμαρ? διοτι ητο παρθενος, και εφαινετο εις τον Αμνων δυσκολωτατον να πραξη τι εις αυτην.
3 Amnon avait un ami qui s’appelait Yonadab, fils de Chiméa, le frère de David, et Yonadab était un homme avisé.3 ειχε δε ο Αμνων φιλον, ονομαζομενον Ιωναδαβ, υιον του Σαμαα, αδελφου του Δαβιδ? ητο δε ο Ιωναδαβ ανθρωπος πανουργος σφοδρα.
4 Il lui dit: “Comment se fait-il, fils de roi, que tu sois sans énergie dès le matin? Me le diras-tu?” Amnon répondit: “C’est que j’aime Tamar, la sœur de mon frère Absalom.”4 Και ειπε προς αυτον, Δια τι συ, υιε του βασιλεως, αδυνατεις τοσον απο ημερας εις ημεραν; δεν θελεις φανερωσει τουτο προς εμε; Και ειπε προς αυτον ο Αμνων, Αγαπω Θαμαρ, την αδελφην Αβεσσαλωμ του αδελφου μου.
5 Alors Yonadab lui dit: “Mets-toi au lit, fais semblant d’être malade, et quand ton père viendra te voir, tu lui diras: Permets que ma sœur Tamar vienne me donner à manger. Elle préparera un plat sous mes yeux pour que je le voie et que je le mange de sa main.”5 Και ο Ιωναδαβ ειπε προς αυτον, Πλαγιασον επι της κλινης σου και προσποιηθητι τον αρρωστον? και οταν ο πατηρ σου ελθη να σε ιδη, ειπε προς αυτον, Ας ελθη, παρακαλω, Θαμαρ η αδελφη μου, και ας μοι δωση να φαγω, και ας ετοιμαση εμπροσθεν μου το φαγητον, δια να ιδω και να φαγω εκ της χειρος αυτης.
6 Amnon se coucha donc et fit semblant d’être malade. Le roi vint le voir et Amnon dit au roi: “Permets que ma sœur Tamar vienne, qu’elle prépare des gâteaux sous mes yeux et qu’elle me les donne de sa main.”6 Και επλαγιασεν ο Αμνων και προσεποιηθη τον αρρωστον? και οτε ηλθεν ο βασιλευς να ιδη αυτον, ειπεν ο Αμνων προς τον βασιλεα, Ας ελθη, παρακαλω, Θαμαρ η αδελφη μου, και ας καμη εμπροσθεν μου δυο κολλυρια, δια να φαγω εκ της χειρος αυτης.
7 David envoya chercher Tamar à la maison: “Va chez ton frère Amnon, et prépare-lui à manger.”7 Και απεστειλεν ο Δαβιδ εις τον οικον προς την Θαμαρ, λεγων, Υπαγε τωρα εις τον οικον του αδελφου σου Αμνων, και ετοιμασον εις αυτον φαγητον.
8 Tamar se rendit chez son frère Amnon qui était au lit, elle prit de la pâte, elle la pétrit, elle prépara sous ses yeux des gâteaux qu’elle fit cuire.8 Και υπηγεν η Θαμαρ εις τον οικον του αδελφου αυτης Αμνων, οστις ητο πλαγιασμενος? και ελαβε το αλευρον και εζυμωσε και εκαμε κολλυρια εμπροσθεν αυτου και εψησε τα κολλυρια.
9 Elle prit ensuite la poêle et la vida devant lui, mais il refusa de manger. Amnon dit alors: “Faites sortir tout le monde de chez moi”, et tous sortirent de chez lui.9 Επειτα ελαβε το τηγανιον και εκενωσεν αυτα εμπροσθεν αυτου? πλην δεν ηθελησε να φαγη. Και ειπεν ο Αμνων, Εκβαλετε παντα ανθρωπον απ' εμπροσθεν μου. Και εξηλθον απ' αυτου παντες.
10 Amnon dit alors à Tamar: “Apporte la nourriture dans la chambre pour que je la reçoive de tes mains.” Tamar prit les gâteaux qu’elle avait préparés et les apporta à son frère Amnon dans la chambre.10 Και ειπεν ο Αμνων προς την Θαμαρ, Φερε το φαγητον εις τον κοιτωνα, δια να φαγω εκ της χειρος σου. Και η Θαμαρ ελαβε τα κολλυρια, τα οποια εκαμε, και εφερεν εις τον κοιτωνα προς Αμνων τον αδελφον αυτης.
11 Comme elle les lui présentait, il la saisit et lui dit: “Viens coucher avec moi, ma sœur.”11 Και οτε προσεφερε προς αυτον δια να φαγη, επιασεν αυτην και ειπε προς αυτην, Ελθε, κοιμηθητι μετ' εμου, αδελφη μου.
12 Mais elle lui répondit: “Non mon frère, ne me fais pas violence, on n’agit pas ainsi en Israël. Ne commets pas cette faute.12 Η δε ειπε προς αυτον, Μη, αδελφε μου, μη με ταπεινωσης? διοτι δεν πρεπει τοιουτον πραγμα να γεινη εν τω Ισραηλ? μη καμης την αφροσυνην ταυτην?
13 Où irais-je donc porter ma honte? Et toi, tu serais comme un maudit en Israël, parle plutôt au roi! Il ne refusera pas de me donner à toi.”13 και εγω πως θελω απαλειψει το ονειδος μου; αλλα και συ θελεις εισθαι ως εις εκ των αφρονων εν τω Ισραηλ? τωρα λοιπον, παρακαλω, λαλησον προς τον βασιλεα? διοτι δεν θελει με αρνηθη εις σε.
14 Mais il ne voulut rien entendre, il la maîtrisa et lui fit violence, et il coucha avec elle.14 Δεν ηθελησεν ομως να εισακουση της φωνης αυτης? αλλ' υπερισχυσας εκεινης, εβιασεν αυτην και εκοιμηθη μετ' αυτης.
15 Mais alors Amnon se prit à la détester. C’était une haine encore plus forte que l’amour dont il l’avait aimée. Amnon lui dit: “Lève-toi, va-t’en!”15 Τοτε ο Αμνων εμισησεν αυτην μισος μεγα σφοδρα? ωστε το μισος, με το οποιον εμισησεν αυτην, ητο μεγαλητερον παρα την αγαπην, με την οποιαν ηγαπησεν αυτην. Και ειπε προς αυτην ο Αμνων, Σηκωθητι, υπαγε.
16 Elle répondit: “Non, mon frère, ne me chasse pas! Ce serait pire encore que ce que tu viens de faire.” Mais il ne voulut pas l’écouter.16 Η δε ειπε προς αυτον, Δεν ειναι αιτια? το κακον τουτο, το να μη αποβαλης, ειναι μεγαλητερον του αλλου, το οποιον επραξας εις εμε. Δεν ηθελησεν ομως να εισακουση αυτης.
17 il appela le jeune homme qui était à son service et lui dit: “Chasse-la dehors, loin de moi, et ferme la porte au verrou derrière elle.”17 Και εκραξε τον νεον αυτου τον υπηρετουντα αυτον και ειπεν, Εκβαλε τωρα ταυτην απ' εμου εξω, και μοχλωσον την θυραν κατοπιν αυτης.
18 Elle portait une tunique à manches, car c’est ainsi que s’habillaient les filles de roi lorsqu’elles étaient vierges. Le serviteur la jeta donc dehors et ferma la porte au verrou derrière elle.18 Ητο δε ενδεδυμενη χιτωνα ποικιλοχρουν? διοτι αι θυγατερες του βασιλεως, αι παρθενοι, τοιαυτα επενδυματα ενεδυοντο. Και εξεβαλεν αυτην εξω ο υπηρετης αυτου και εμοχλωσε την θυραν κατοπιν αυτης.
19 Tamar jeta de la cendre sur sa tête, elle déchira sa tunique à manches et elle mit sa main sur sa tête, puis elle partit en poussant des cris.19 Λαβουσα δε η Θαμαρ στακτην επι της κεφαλης αυτης, και διασχισασα τον εφ' αυτης χιτωνα τον ποικιλοχρουν, και βαλουσα τας χειρας αυτης επι της κεφαλης αυτης, απηρχετο, πορευομενη και κραζουσα.
20 Son frère Absalom lui dit: “Ton frère Amnon aurait-il couché avec toi? Écoute-moi, ma sœur, ne dis rien à personne! N’est-il pas ton frère? Ne prends donc pas cette affaire à cœur.” Tamar demeura ainsi délaissée dans la maison de son frère Absalom.20 Και ειπε προς αυτην Αβεσσαλωμ ο αδελφος αυτης, Μηπως Αμνων ο αδελφος σου ευρεθη μετα σου; πλην τωρα σιωπησον, αδελφη μου? αδελφος σου ειναι μη καταθλιβε την καρδιαν σου δια το πραγμα τουτο. Η Θαμαρ λοιπον εκαθητο χηρευουσα εν τω οικω του αδελφου αυτης Αβεσσαλωμ.
21 Lorsque le roi David apprit toute cette affaire, il fut très en colère mais il ne voulut pas faire de reproches à son fils Amnon, car c’était son premier-né et il le préférait.21 Ακουσας δε ο βασιλευς Δαβιδ παντα ταυτα τα πραγματα, εθυμωθη σφοδρα.
22 Absalom non plus ne lui dit rien, ni une bonne, ni une mauvaise parole, mais il avait de la haine pour lui parce qu’il avait violé sa sœur Tamar.22 Ο δε Αβεσσαλωμ δεν ελαλησε μετα του Αμνων ουτε καλον ουτε κακον? διοτι εμισει ο Αβεσσαλωμ τον Αμνων, επειδη εταπεινωσε την αδελφην αυτου Θαμαρ.
23 Deux ans plus tard, Absalom avait les tondeurs à Baal-Hazor, à côté d’Éphraïm. Absalom invita donc tous les fils du roi.23 Και μετα δυο ολοκληρα ετη, ο Αβεσσαλωμ ειχε κουρευτας εν Βααλ-ασωρ, ητις ειναι πλησιον του Εφραιμ, και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ παντας τους υιους του βασιλεως.
24 Absalom dit au roi: “Ton serviteur reçoit les tondeurs, que le roi vienne avec ses gens chez ton serviteur.”24 Και ηλθεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα και ειπεν, Ιδου, τωρα, ο δουλος σου εχει κουρευτας? ας ελθη, παρακαλω, ο βασιλευς και οι δουλοι αυτου μετα του δουλου σου.
25 Mais le roi répondit à Absalom: “Non, mon fils, nous n’irons pas tous, ce serait une charge trop lourde pour toi.” Absalom eut beau insister auprès du roi, il ne voulut pas y aller et se contenta de le bénir.25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αβεσσαλωμ, Ουχι, υιε μου, ας μη ελθωμεν τωρα παντες, δια να μη ημεθα βαρος εις σε. Και εβιασεν αυτον, πλην δεν ηθελησε να υπαγη, αλλ' ευλογησεν αυτον.
26 Absalom dit alors: “Soit! Mais du moins, accepte que mon frère Amnon vienne.” Le roi lui répondit: “Pourquoi irait-il avec toi?”26 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Αν οχι, ας ελθη καν μεθ' ημων Αμνων, ο αδελφος μου. Και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Δια τι να ελθη μετα σου;
27 Mais Absalom insista tellement que le roi laissa partir Amnon avec les autres fils du roi. Absalom prépara un festin royal.27 πλην ο Αβεσσαλωμ εβιασεν αυτον, ωστε απεστειλε μετ' αυτου τον Αμνων και παντας τους υιους του βασιλεως.
28 Il donna cet ordre à ses garçons: “Faites attention, lorsque Amnon sera ivre, je vous dirai: Frappez Amnon! Aussitôt vous le tuerez. Ne craignez rien. C’est moi qui vous donne cet ordre. Vous n’hésiterez pas, vous montrerez que vous êtes des hommes.”28 Τοτε προσεταξεν ο Αβεσσαλωμ τους υπηρετας αυτου λεγων. Ιδετε τωρα οταν ευφρανθη η καρδια του Αμνων εκ του οινου, και ειπω προς εσας, Παταξατε τον Αμνων, τοτε θανατωσατε αυτον? μη φοβεισθε? δεν ειμαι εγω οστις σας προσταζω; ανδριζεσθε και γινεσθε υιοι δυναμεως.
29 Les serviteurs d’Absalom firent donc pour Amnon comme Absalom leur avait ordonné. Voyant cela, tous les fils du roi se levèrent: chacun enfourcha sa mule et ils prirent la fuite.29 Και εκαμον οι υπηρεται του Αβεσσαλωμ προς τον Αμνων, ως προσεταξεν ο Αβεσσαλωμ. Τοτε σηκωθεντες παντες οι υιοι του βασιλεως, εκαθησαν εκαστος επι της ημιονου αυτου και εφυγον.
30 Ils étaient encore en route que déjà la nouvelle arrivait à David: “Absalom a frappé tous les fils du roi, aucun n’en est réchappé.”30 Ενω δε ουτοι ησαν καθ' οδον, η φημη εφθασε προς τον Δαβιδ, λεγουσα, Ο Αβεσσαλωμ επαταξε παντας τους υιους του βασιλεως, και δεν εναπελειφθη εξ αυτων ουδε εις.
31 Le roi se leva, déchira ses vêtements et se coucha par terre; tous ses gens qui étaient autour de lui déchirèrent aussi leurs vêtements.31 Τοτε σηκωθεις ο βασιλευς διεσχισε τα ιματια αυτου και επλαγιασε κατα γης? και παντες οι δουλοι αυτου οι περιεστωτες διεσχισαν τα ιματια αυτων.
32 Alors Yonadab, fils de Chiméa, le frère de David, prit la parole et dit: “Mon seigneur ne doit pas croire qu’on a mis à mort tous les jeunes gens, les fils du roi: seul Amnon est mort, et c’était une chose décidée dans la tête d’Absalom depuis le jour où Amnon avait violé sa sœur Tamar.32 Και απεκριθη Ιωναδαβ, ο υιος του Σαμαα, αδελφου του Δαβιδ, και ειπεν, Ας μη λεγη ο κυριος μου οτι εθανατωθησαν παντες οι νεοι, οι υιοι του βασιλεως? διοτι ο Αμνων μονος απεθανεν? επειδη ο Αβεσσαλωμ ειχεν αποφασισει τουτο, αφ' ης ημερας εταπεινωσε Θαμαρ την αδελφην αυτου?
33 Que mon seigneur ne prenne donc pas la chose à cœur, qu’il ne pense pas que tous les fils du roi sont morts. Non, seul Amnon est mort,33 τωρα λοιπον ας μη βαλη ο κυριος μου ο βασιλευς το πραγμα εν τη καρδια αυτου, λεγων οτι παντες οι υιοι του βασιλεως απεθανον? διοτι ο Αμνων μονος απεθανεν.
34 et Absalom aura pris la fuite.” Le jeune homme qui faisait le guet leva les yeux et vit un groupe important qui arrivait par la route de Bahourim. Le guetteur en informa le roi: “J’ai vu des hommes qui descendent par le chemin de Bahourim, au flanc de la montagne.”34 Ο δε Αβεσσαλωμ εφυγε. Και υψωσας ο νεος, ο σκοπος, τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, λαος πολυς επορευετο δια της οδου οπισθεν αυτου κατα το πλευρον του ορους.
35 Yonadab dit alors au roi: “Ce sont les fils du roi qui arrivent. Tu vois bien que ton serviteur ne s’était pas trompé.”35 Και ειπεν ο Ιωναδαβ προς τον βασιλεα, Ιδου, οι υιοι του βασιλεως ερχονται κατα τον λογον του δουλου σου, ουτως εγεινε.
36 Il parlait encore lorsque les fils du roi entrèrent: tous poussaient des cris et pleuraient. Le roi aussi se mit à pleurer avec ses serviteurs.36 Και ως ετελειωσε λαλων, ιδου, οι υιοι του βασιλεως ηλθον και υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν? και ο βασιλευς ετι, και παντες οι δουλοι αυτου εκλαυσαν κλαυθμον μεγαν σφοδρα.
37 Pendant ce temps Absalom avait pris la fuite, il s’était rendu chez Talmaï, fils d’Ammihoud, roi de Guéchour; 38b il y resta trois ans. 37b Durant de longs jours le roi fit le deuil de son fils,37 Ο δε Αβεσσαλωμ εφυγε και υπηγε προς τον Θαλμαι, υιον του Αμμιουδ, βασιλεα της Γεσσουρ? και επενθησεν ο Δαβιδ δια τον υιον αυτου πασας τας ημερας.
38 Ο Αβεσσαλωμ λοιπον εφυγε και υπηγεν εις Γεσσουρ, και ητο εκει τρια ετη.
39 puis il se consola de la mort d’Amnon et sa colère contre Absalom se calma.39 Επεποθησε δε ο βασιλευς Δαβιδ να υπαγη προς τον Αβεσσαλωμ, διοτι ειχε παρηγορηθη δια τον θανατον του Αμνων.