Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo 27


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Fattosi giorno, tutti i principi dei sacerdoti e gli anziani del popolo tennero consiglio contro Gesù per farlo morire.1 Οτε δε εγεινε πρωι, συνεβουλευθησαν παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι του λαου κατα του Ιησου δια να θανατωσωσιν αυτον?
2 E, legatolo, lo menarono e lo consegnarono al governatore Ponzio Pilato.2 και δεσαντες αυτον, εφεραν και παρεδωκαν αυτον εις τον Ποντιον Πιλατον τον ηγεμονα.
3 Allora Giuda che l'aveva tradito, vedendo che Gesù era stato condannato, vinto dal rimorso riportò i trenta danari ai principi dei sacerdoti e agli anziani,3 Τοτε ιδων Ιουδας ο παραδοσας αυτον οτι κατεδικασθη, μεταμεληθεις επεστρεψε τα τριακοντα αργυρια εις τους πρεσβυτερους,
4 dicendo: Ho peccato, ho tradito il sangue innocente. Ma quelli dissero: Che ce ne importa? Pensaci tu.4 λεγων? Ημαρτον παραδοσας αιμα αθωον. Οι δε ειπον? Τι προς ημας; συ οψει.
5 Ed egli, gettate le monete nel tempio, si allontanò e andò ad impiccarsi.5 Και ριψας τα αργυρια εν τω ναω, ανεχωρησε και απελθων εκρεμασθη.
6 Ma i principi dei sacerdoti, raccolte le monete d'argento, dissero: Non è lecito metterle nel tesoro del tempio, perchè son prezzo di sangue.6 Οι δε αρχιερεις, λαβοντες τα αργυρια, ειπον? Δεν ειναι συγκεχωρημενον να βαλωμεν αυτα εις το θησαυροφυλακιον, διοτι ειναι τιμη αιματος.
7 E tenuto consiglio, comprarono con quel danaro il campo del vasaio per seppellirvi i forestieri.7 Και συμβουλευθεντες ηγορασαν με αυτα τον αγρον του κεραμεως, δια να ενταφιαζωνται εκει οι ξενοι.
8 Per questo quel campo è chiamato Aceldama, cioè campo del sangue, fino al dì d'oggi.8 Δια τουτο ωνομασθη ο αγρος εκεινος Αγρος αιματος εως της σημερον.
9 Così si adempì quel che fu detto dal profeta Geremia: E presero i trenta denari d'argento, prezzo del venduto, mercanteggiato dai figli d'Israele;9 Τοτε επληρωθη το ρηθεν δια Ιερεμιου του προφητου, λεγοντος? Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια, την τιμην του εκτιμηθεντος, τον οποιον εξετιμησαν απο των υιων Ισραηλ,
10 e li spesero nel campo del vasaio, come stabilì meco il Signore.10 και εδωκαν αυτα εις τον αγρον του κεραμεως, καθως μοι παρηγγειλεν ο Κυριος.
11 Or Gesù comparve innanzi al preside, che lo interrogò dicendogli: Sei tu il Re dei Giudei? Gesù gli rispose: Tu lo dici.11 Ο δε Ιησους εσταθη εμπροσθεν του ηγεμονος? και ηρωτησεν αυτον ο ηγεμων, λεγων? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Συ λεγεις.
12 E accusato dai principi dei sacerdoti e dagli anziani, niente rispose.12 Και ενω εκατηγορειτο υπο των αρχιερεων και των πρεσβυτερων, ουδεν απεκριθη.
13 Allora gli disse Pilato: Non senti di quante cose ti accusano?13 Τοτε λεγει προς αυτον ο Πιλατος? Δεν ακουεις ποσα σου καταμαρτυρουσι;
14 E non gli rispose neppure ad una parola, sicché il preside si maravigliava grandemente.14 Και δεν απεκριθη προς αυτον ουδε προς ενα λογον, ωστε ο ηγεμων εθαυμαζε πολυ.
15 Or per la festa il preside era solito liberare un carcerato, chiunque chiedessero.15 Κατα δε την εορτην εσυνειθιζεν ο ηγεμων να απολυη εις τον οχλον ενα δεσμιον, οντινα ηθελον.
16 C'era allora un detenuto famigerato di nome Barabba.16 Και ειχον τοτε δεσμιον περιβοητον λεγομενον Βαραββαν.
17 Pilato adunque disse a quelli che ivi erano radunati: Chi volete che vi liberi, Barabba o Gesù chiamato Cristo?17 Ενω λοιπον ησαν συνηγμενοι, ειπε προς αυτους ο Πιλατος? Τινα θελετε να σας απολυσω; τον Βαραββαν η τον Ιησουν τον λεγομενον Χριστον;
18 Sapeva infatti che per invidia glielo avevan consegnato.18 Επειδη ηξευρεν οτι δια φθονον παρεδωκαν αυτον.
19 Or mentre egli sedeva in tribunale, sua moglie gli mandò a dire: Non t'impacciare nelle cose di quel giusto, perchè oggi in sogno ho sofferto molto a motivo di lui.19 Ενω δε εκαθητο επι του βηματος, απεστειλε προς αυτον η γυνη αυτου, λεγουσα? Απεχε του δικαιου εκεινου? διοτι πολλα επαθον σημερον κατ' οναρ δι' αυτον.
20 Ma i principi dei sacerdoti e gli anziani persuasero il popolo a chiedere Barabba e a far perire Gesù.20 Οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι επεισαν τους οχλους να ζητησωσι τον Βαραββαν, τον δε Ιησουν να απολεσωσι.
21 E il preside rivolgendosi disse: Chi dei due volete che vi rilasci? E quelli dissero: Barabba.21 Και αποκριθεις ο ηγεμων ειπε προς αυτους? Τινα θελετε απο των δυο να σας απολυσω; οι δε ειπον? Τον Βαραββαν.
22 E Pilato: Che devo dunque fare di Gesù che chiamano il Cristo?22 Λεγει προς αυτους ο Πιλατος? Τι λοιπον να καμω τον Ιησουν τον λεγομενον Χριστον; Λεγουσι προς αυτον παντες? Σταυρωθητω.
23 Risposero tutti: Sia crocifisso. Replicò loro il preside: Ma che ha fatto di male? Quelli però vieppiù gridavano: Sia crocifìsso.23 Ο δε ηγεμων ειπε? Και τι κακον επραξεν; Οι δε περισσοτερον εκραζον, λεγοντες? Σταυρωθητω.
24 E Pilato vedendo che nulla otteneva, anzi che il tumulto si faceva maggiore, prese dell'acqua e si lavò le mani dinanzi al popolo dicendo: Io sono innocente del sangue di questo giusto: pensateci voi.24 Και ιδων ο Πιλατος οτι ουδεν ωφελει, αλλα μαλλον θορυβος γινεται, λαβων υδωρ ενιψε τας χειρας αυτου εμπροσθεν του οχλου, λεγων? Αθωος ειμαι απο του αιματος του δικαιου τουτου? υμεις οψεσθε.
25 E tutto il popolo rispose dicendo: Il sangue di lui cada su di noi e sui nostri figlioli.25 Και αποκριθεις πας ο λαος ειπε? Το αιμα αυτου ας ηναι εφ' ημας και επι τα τεκνα ημων.
26 Allora rilasciò loro Barabba, e fitto flagellare Gesù lo abbandonò ad essi, perchè fosse crocifisso.26 Τοτε απελυσεν εις αυτους τον Βαραββαν, τον δε Ιησουν μαστιγωσας παρεδωκε δια να σταυρωθη.
27 Allora i soldati del preside, tratto Gesù dentro al pretorio, radunarono intorno a lui tutta la coorte.27 Τοτε οι στρατιωται του ηγεμονος, παραλαβοντες τον Ιησουν εις το πραιτωριον, συνηθροισαν επ' αυτον ολον το ταγμα των στρατιωτων?
28 E spogliatolo, gli misero addosso un manto rosso;28 και εκδυσαντες αυτον ενεδυσαν αυτον χλαμυδα κοκκινην,
29 e intrecciata una corona di spine gliela misero in capo, e gli posero una canna nella destra. E piegando il ginocchio davanti a lui, lo schernivano dicendo: Salute, o Re dei Giudei.29 και πλεξαντες στεφανον εξ ακανθων, εθεσαν επι την κεφαλην αυτου και καλαμον εις την δεξιαν αυτου, και γονυπετησαντες εμπροσθεν αυτου, ενεπαιζον αυτον, λεγοντες? Χαιρε, ο βασιλευς των Ιουδαιων?
30 Gli sputavano addosso, prendevano la canna e gli percuotevano il capo.30 και εμπτυσαντες εις αυτον ελαβον τον καλαμον και ετυπτον εις την κεφαλην αυτου.
31 E dopo averlo schernito, spogliatolo del manto, lo rivestirono delle sue vesti e lo menarono a crocifiggere.31 Και αφου ενεπαιξαν αυτον, εξεδυσαν αυτον την χλαμυδα και ενεδυσαν αυτον τα ιματια αυτου, και εφεραν αυτον δια να σταυρωσωσιν.
32 Or nell'uscire incontrarono un uomo di Cirene chiamato Stolone, e lo costrinsero a portare la croce di Gesù.32 Ενω δε εξηρχοντο, ευρον ανθρωπον Κυρηναιον, ονομαζομενον Σιμωνα? τουτον ηγγαρευσαν δια να σηκωση τον σταυρον αυτου.
33 E arrivati al luogo detto Golgota, che vuol dire luogo del teschio,33 Και οτε ηλθον εις τοπον λεγομενον Γολγοθα, οστις λεγεται Κρανιου τοπος,
34 gli diedero a bere del vino mischiato con fiele, ma assaggiatolo, non volle berne.34 εδωκαν εις αυτον να πιη οξος μεμιγμενον μετα χολης? και γευθεις δεν ηθελε να πιη.
35 Quando poi lo ebbero crocifisso, spartironsi le sue vesti tirando a sorte; affinchè si adempisse ciò che fu detto per il profeta: Si son tra di loro spartiti i miei vestimenti, e la mia veste l'han tirata a sorte.35 Αφου δε εσταυρωσαν αυτον διεμερισθησαν τα ιματια αυτου, βαλλοντες κληρον, δια να πληρωθη το ρηθεν υπο του προφητου, Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον.
36 E seduti gli facevan la guardia.36 Και καθημενοι εφυλαττον αυτον εκει.
37 Al di sopra del capo di lui posero la causa della condanna sua: Questo è Gesù, il Re dei Giudei.37 Και εθεσαν επανωθεν της κεφαλης αυτου την κατηγοριαν αυτου γεγραμμενην? Ουτος εστιν Ιησους ο βασιλευς των Ιουδαιων.
38 Allora furon crocifìssi con lui due ladroni, uno a destra e l'altro a sinistra.38 Τοτε εσταυρωθησαν μετ' αυτου δυο λησται, εις εκ δεξιων και εις εξ αριστερων.
39 E coloro che passavano, lo bestemmiavano e dicevano crollando il capo:39 οι δε διαβαινοντες εβλασφημουν αυτον, κινουντες τας κεφαλας αυτων
40 Tu che distruggi il tempio di Dio e lo rifabbrichi in tre giorni, salva te stesso; se tu sei il Figlio di Dio, scendi dalla croce.40 και λεγοντες? Ο χαλων τον ναον και δια τριων ημερων οικοδομων, σωσον σεαυτον? αν ησαι Υιος του Θεου, καταβα απο του σταυρου.
41 Nello stesso modo i principi dei sacerdoti e gli Scribi con gli anziani dicevano, sbeffeggiandolo:41 Ομοιως δε και οι αρχιερεις εμπαιζοντες μετα των γραμματεων και πρεσβυτερων, ελεγον.
42 Ha salvato gli altri e non può salvare se stesso! Se è il re d'Israele, scenda ora dalla croce e gli crederemo.42 Αλλους εσωσεν, εαυτον δεν δυναται να σωση? αν ηναι βασιλευς του Ισραηλ, ας καταβη τωρα απο του σταυρου και θελομεν πιστευσει εις αυτον?
43 Ha confidato in Dio: lo liberi, ora, se gli vuole bene: giacché ha detto: Son Figlio di Dio.43 πεποιθεν επι τον Θεον, ας σωση τωρα αυτον, εαν θελη αυτον? επειδη ειπεν οτι Θεου Υιος ειμαι.
44 E nello stesso modo lo svillaneggiavano anche i ladroni che erano stati crocifissi con lui.44 Το αυτο δε και οι λησται οι συσταυρωθεντες μετ' αυτου ωνειδιζον εις αυτον.
45 Ma dall'ora sesta alla nona si fece gran buio sulla terra.45 Απο δε εκτης ωρας σκοτος εγεινεν εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης?
46 E verso l'ora nona Gesù gridò con gran voce: Eli, Eli, lamma sabactani? Cioè: Dio mio, Dio mio, perchè mi hai abbandonato?46 περι δε την εννατην ωραν ανεβοησεν ο Ιησους μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Ηλι, Ηλι, λαμα σαβαχθανι; τουτεστι, Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες;
47 E alcuni dei circostanti, udito ciò, dicevano: Costui chiama Elia.47 Και τινες των εκει εστωτων ακουσαντες, ελεγον οτι τον Ηλιαν φωναζει ουτος.
48 E subito uno di loro corse ad inzuppare una spugna nell'aceto, e, postala in cima ad una canna, gli dava da bere.48 Και ευθυς εδραμεν εις εξ αυτων και λαβων σπογγον και γεμισας οξους και περιθεσας εις καλαμον εποτιζεν αυτον.
49 Ma gli altri dicevano: Lascia, vediamo se viene Elia a liberarlo.49 Οι δε λοιποι ελεγον? Αφες, ας ιδωμεν αν ερχηται ο Ηλιας να σωση αυτον.
50 E Gesù, dopo aver di nuovo gridato con gran voce, rese lo spirito.50 Ο δε Ιησους παλιν κραξας μετα φωνης μεγαλης, αφηκε το πνευμα.
51 Ed ecco, il velo del tempio si squarciò in due parti, da capo a fondo;51 Και ιδου, το καταπετασμα του ναου εσχισθη εις δυο απο ανωθεν εως κατω, και η γη εσεισθη και αι πετραι εσχισθησαν,
52 e la terra tremò: e le pietre si spezzarono: e le tombe si aprirono: molti corpi dei santi che dormivano il sonno della morte risuscitarono:52 και τα μνημεια ηνοιχθησαν και πολλα σωματα των κεκοιμημενων αγιων ανεστησαν,
53 e usciti dai loro sepolcri, dopo la risurrezione di Gesù, entrarono nella santa città e apparvero a molti.53 και εξελθοντες εκ των μνημειων μετα την αναστασιν αυτου εισηλθον εις την αγιαν πολιν και ενεφανισθησαν εις πολλους.
54 E il centurione e quelli che con lui facevano la guardia a Gesù, veduto il terremoto e le cose che accadevano, ebbero gran timore e dissero: Costui era davvero Figlio di Dio.54 Ο δε εκατονταρχος και οι μετ' αυτου φυλαττοντες τον Ιησουν, ιδοντες τον σεισμον και τα γενομενα, εφοβηθησαν σφοδρα, λεγοντες? Αληθως Θεου Υιος ητο ουτος.
55 V'eran pure a distanza molte donne che avevan seguito Gesù dalla Galilea per assisterlo;55 Ησαν δε εκει γυναικες πολλαι απο μακροθεν θεωρουσαι, αιτινες ηκολουθησαν τον Ιησουν απο της Γαλιλαιας υπηρετουσαι αυτον?
56 tra le quali era Maria Maddalena e Maria madre di Giacomo e di Giuseppe, e la madre dei tìgli di Zebedeo.56 μεταξυ των οποιων ητο Μαρια η Μαγδαληνη, και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου και Ιωση, και η μητηρ των υιων Ζεβεδαιου.
57 E fattosi sera, venne un uomo ricco di Arimatea chiamato Giuseppe, che era anche lui discepolo di Gesù:57 Οτε δε εγεινεν εσπερα, ηλθεν ανθρωπος πλουσιος απο Αριμαθαιας, το ονομα Ιωσηφ, οστις και αυτος εμαθητευσεν εις τον Ιησουν?
58 costui presentatosi a Pilato, gli chiese il corpo di Gesù. Allora Pilato comandò che gli fosse consegnato il corpo.58 ουτος ελθων προς τον Πιλατον, εζητησε το σωμα του Ιησου. Τοτε ο Πιλατος προσεταξε να αποδοθη το σωμα.
59 E Giuseppe, preso il corpo, ravvolse in una bianca sindone,59 Και λαβων το σωμα ο Ιωσηφ, ετυλιξεν αυτο με σινδονα καθαραν,
60 e lo pose nella sua tomba nuova che aveva scavata nel masso; ribaltata una gran pietra all'ingresso della tomba, si ritirò.60 και εθεσεν αυτο εν τω νεω αυτου μνημειω, το οποιον ελατομησεν εν τη πετρα, και προσκυλισας λιθον μεγαν εις την θυραν του μνημειου ανεχωρησεν.
61 Ma stavan lì Maria Maddalena e l'altra Maria, sedute di rimpetto al sepolcro.61 Ητο δε εκει Μαρια η Μαγδαληνη και η αλλη Μαρια, καθημεναι απεναντι του ταφου.
62 Il giorno seguente, che è quello dopo Parasceve, i principi dei sacerdoti ed i Farisei, radunatisi andarono da Pilato62 Και τη επαυριον, ητις ειναι μετα την παρασκευην, συνηχθησαν οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι προς τον Πιλατον
63 a dire: Signore, ci siamo ricordati che quel seduttore disse, da vivo: Dopo tre giorni risusciterò.63 λεγοντες? Κυριε, ενεθυμηθημεν οτι εκεινος ο πλανος ειπεν ετι ζων, Μετα τρεις ημερας θελω αναστηθη.
64 Ordina dunque che sia custodito il sepolcro fino al terzo giorno affinchè non vadano i suoi discepoli e lo rubino e poi dicano al popolo: E' risorto dai morti: e l'ultimo inganno sarebbe peggiore del primo.64 Προσταξον λοιπον να ασφαλισθη ο ταφος εως της τριτης ημερας, μηποτε οι μαθηται αυτου ελθοντες δια νυκτος κλεψωσιν αυτον και ειπωσι προς τον λαον, Ανεστη εκ των νεκρων? και θελει εισθαι η εσχατη πλανη χειροτερα της πρωτης.
65 Disse loro Pilato: Avete le guardie, andate, custodite come vi pare.65 Ειπε δε προς αυτους ο Πιλατος? Εχετε φυλακας? υπαγετε, ασφαλισατε καθως εξευρετε.
66 Ed essi andarono ad assicurare il sepolcro colle guardie, dopo aver sigillata la pietra.66 Οι δε υπηγον και ησφαλισαν τον ταφον, σφραγισαντες τον λιθον και επιστησαντες τους φυλακας.