Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΕΞΟΔΟΣ - Esodo - Exodus 2


font
LXXVULGATA
1 ην δε τις εκ της φυλης λευι ος ελαβεν των θυγατερων λευι και εσχεν αυτην1 Egressus est post hæc vir de domo Levi : et accepit uxorem stirpis suæ.
2 και εν γαστρι ελαβεν και ετεκεν αρσεν ιδοντες δε αυτο αστειον εσκεπασαν αυτο μηνας τρεις2 Quæ concepit, et peperit filium : et videns eum elegantem, abscondit tribus mensibus.
3 επει δε ουκ ηδυναντο αυτο ετι κρυπτειν ελαβεν αυτω η μητηρ αυτου θιβιν και κατεχρισεν αυτην ασφαλτοπισση και ενεβαλεν το παιδιον εις αυτην και εθηκεν αυτην εις το ελος παρα τον ποταμον3 Cumque jam celare non posset, sumpsit fiscellam scirpeam, et linivit eam bitumine ac pice : posuitque intus infantulum, et exposuit eum in carecto ripæ fluminis,
4 και κατεσκοπευεν η αδελφη αυτου μακροθεν μαθειν τι το αποβησομενον αυτω4 stante procul sorore ejus, et considerante eventum rei.
5 κατεβη δε η θυγατηρ φαραω λουσασθαι επι τον ποταμον και αι αβραι αυτης παρεπορευοντο παρα τον ποταμον και ιδουσα την θιβιν εν τω ελει αποστειλασα την αβραν ανειλατο αυτην5 Ecce autem descendebat filia Pharaonis ut lavaretur in flumine : et puellæ ejus gradiebantur per crepidinem alvei. Quæ cum vidisset fiscellam in papyrione, misit unam e famulabus suis : et allatam
6 ανοιξασα δε ορα παιδιον κλαιον εν τη θιβει και εφεισατο αυτου η θυγατηρ φαραω και εφη απο των παιδιων των εβραιων τουτο6 aperiens, cernensque in ea parvulum vagientem, miserta ejus, ait : De infantibus Hebræorum est hic.
7 και ειπεν η αδελφη αυτου τη θυγατρι φαραω θελεις καλεσω σοι γυναικα τροφευουσαν εκ των εβραιων και θηλασει σοι το παιδιον7 Cui soror pueri : Vis, inquit, ut vadam, et vocem tibi mulierem hebræam, quæ nutrire possit infantulum ?
8 η δε ειπεν αυτη η θυγατηρ φαραω πορευου ελθουσα δε η νεανις εκαλεσεν την μητερα του παιδιου8 Respondit : Vade. Perrexit puella et vocavit matrem suam.
9 ειπεν δε προς αυτην η θυγατηρ φαραω διατηρησον μοι το παιδιον τουτο και θηλασον μοι αυτο εγω δε δωσω σοι τον μισθον ελαβεν δε η γυνη το παιδιον και εθηλαζεν αυτο9 Ad quam locuta filia Pharaonis : Accipe, ait, puerum istum, et nutri mihi : ego dabo tibi mercedem tuam. Suscepit mulier, et nutrivit puerum : adultumque tradidit filiæ Pharaonis.
10 αδρυνθεντος δε του παιδιου εισηγαγεν αυτο προς την θυγατερα φαραω και εγενηθη αυτη εις υιον επωνομασεν δε το ονομα αυτου μωυσην λεγουσα εκ του υδατος αυτον ανειλομην10 Quem illa adoptavit in locum filii, vocavitque nomen ejus Moyses, dicens : Quia de aqua tuli eum.
11 εγενετο δε εν ταις ημεραις ταις πολλαις εκειναις μεγας γενομενος μωυσης εξηλθεν προς τους αδελφους αυτου τους υιους ισραηλ κατανοησας δε τον πονον αυτων ορα ανθρωπον αιγυπτιον τυπτοντα τινα εβραιον των εαυτου αδελφων των υιων ισραηλ11 In diebus illis postquam creverat Moyses, egressus est ad fratres suos : viditque afflictionem eorum, et virum ægyptium percutientem quemdam de Hebræis fratribus suis.
12 περιβλεψαμενος δε ωδε και ωδε ουχ ορα ουδενα και παταξας τον αιγυπτιον εκρυψεν αυτον εν τη αμμω12 Cumque circumspexisset huc atque illuc, et nullum adesse vidisset, percussum Ægyptium abscondit sabulo.
13 εξελθων δε τη ημερα τη δευτερα ορα δυο ανδρας εβραιους διαπληκτιζομενους και λεγει τω αδικουντι δια τι συ τυπτεις τον πλησιον13 Et egressus die altero conspexit duos Hebræos rixantes : dixitque ei qui faciebat injuriam : Quare percutis proximum tuum ?
14 ο δε ειπεν τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην εφ' ημων μη ανελειν με συ θελεις ον τροπον ανειλες εχθες τον αιγυπτιον εφοβηθη δε μωυσης και ειπεν ει ουτως εμφανες γεγονεν το ρημα τουτο14 Qui respondit : Quis te constituit principem et judicem super nos ? num occidere me tu vis, sicut heri occidisti Ægyptium ? Timuit Moyses, et ait : Quomodo palam factum est verbum istud ?
15 ηκουσεν δε φαραω το ρημα τουτο και εζητει ανελειν μωυσην ανεχωρησεν δε μωυσης απο προσωπου φαραω και ωκησεν εν γη μαδιαμ ελθων δε εις γην μαδιαμ εκαθισεν επι του φρεατος15 Audivitque Pharao sermonem hunc, et quærebat occidere Moysen : qui fugiens de conspectu ejus, moratus est in terra Madian, et sedit juxta puteum.
16 τω δε ιερει μαδιαμ ησαν επτα θυγατερες ποιμαινουσαι τα προβατα του πατρος αυτων ιοθορ παραγενομεναι δε ηντλουν εως επλησαν τας δεξαμενας ποτισαι τα προβατα του πατρος αυτων ιοθορ16 Erant autem sacerdoti Madian septem filiæ, quæ venerunt ad hauriendam aquam : et impletis canalibus adaquare cupiebant greges patris sui.
17 παραγενομενοι δε οι ποιμενες εξεβαλον αυτας αναστας δε μωυσης ερρυσατο αυτας και ηντλησεν αυταις και εποτισεν τα προβατα αυτων17 Supervenere pastores, et ejecerunt eas : surrexitque Moyses, et defensis puellis, adaquavit oves earum.
18 παρεγενοντο δε προς ραγουηλ τον πατερα αυτων ο δε ειπεν αυταις τι οτι εταχυνατε του παραγενεσθαι σημερον18 Quæ cum revertissent ad Raguel patrem suum, dixit ad eas : Cur velocius venistis solito ?
19 αι δε ειπαν ανθρωπος αιγυπτιος ερρυσατο ημας απο των ποιμενων και ηντλησεν ημιν και εποτισεν τα προβατα ημων19 Responderunt : Vir ægyptius liberavit nos de manu pastorum : insuper et hausit aquam nobiscum, potumque dedit ovibus.
20 ο δε ειπεν ταις θυγατρασιν αυτου και που εστι και ινα τι ουτως καταλελοιπατε τον ανθρωπον καλεσατε ουν αυτον οπως φαγη αρτον20 At ille : Ubi est ? inquit : quare dimisistis hominem ? vocate eum ut comedat panem.
21 κατωκισθη δε μωυσης παρα τω ανθρωπω και εξεδοτο σεπφωραν την θυγατερα αυτου μωυση γυναικα21 Juravit ergo Moyses quod habitaret cum eo. Accepitque Sephoram filiam ejus uxorem :
22 εν γαστρι δε λαβουσα η γυνη ετεκεν υιον και επωνομασεν μωυσης το ονομα αυτου γηρσαμ λεγων οτι παροικος ειμι εν γη αλλοτρια22 quæ peperit ei filium, quem vocavit Gersam, dicens : Advena fui in terra aliena. Alterum vero peperit, quem vocavit Eliezer, dicens : Deus enim patris mei adjutor meus eripuit me de manu Pharaonis.
23 μετα δε τας ημερας τας πολλας εκεινας ετελευτησεν ο βασιλευς αιγυπτου και κατεστεναξαν οι υιοι ισραηλ απο των εργων και ανεβοησαν και ανεβη η βοη αυτων προς τον θεον απο των εργων23 Post multum vero tempore mortuus est rex Ægypti : et ingemiscentes filii Israël, propter opera vociferati sunt : ascenditque clamor eorum ad Deum ab operibus.
24 και εισηκουσεν ο θεος τον στεναγμον αυτων και εμνησθη ο θεος της διαθηκης αυτου της προς αβρααμ και ισαακ και ιακωβ24 Et audivit gemitum eorum, ac recordatus est f?deris quod pepigit cum Abraham, Isaac et Jacob.
25 και επειδεν ο θεος τους υιους ισραηλ και εγνωσθη αυτοις25 Et respexit Dominus filios Israël et cognovit eos.