Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 7


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Αφου δε ετελειωσε παντας τους λογους αυτου εις τας ακοας του λαου, εισηλθεν εις Καπερναουμ.1 Après avoir donné tout cet enseignement au peuple, Jésus rentra à Capharnaüm.
2 Εκατονταρχου δε τινος δουλος, οστις ητο πολυτιμος εις αυτον, κακως εχων εμελλε να αποθανη.2 Le serviteur d’un officier était si malade qu’il était sur le point de mourir; or cet officier l’estimait beaucoup.
3 Και ακουσας περι του Ιησου, απεστειλε προς αυτον πρεσβυτερους των Ιουδαιων, παρακαλων αυτον να ελθη να διασωση τον δουλον αυτου.3 Comme il avait entendu parler de Jésus, il envoya vers lui quelques Juifs importants pour lui demander de venir guérir son serviteur.
4 Οι δε ελθοντες προς τον Ιησουν, παρεκαλουν αυτον επιμονως, λεγοντες οτι ειναι αξιος εκεινος, εις τον οποιον θελεις καμει τουτο?4 Arrivés près de Jésus, ceux-ci insistent: "Il mérite que tu fasses cela pour lui,
5 διοτι αγαπα το εθνος υμων, και την συναγωγην αυτος ωκοδομησεν εις ημας.5 car il aime notre nation et c’est lui qui nous a construit la synagogue.”
6 Ο δε Ιησους επορευετο μετ' αυτων. Ενω δε απειχεν ηδη ου μακραν απο της οικιας, επεμψε προς αυτον ο εκατονταρχος φιλους, λεγων προς αυτον? Κυριε, μη ενοχλεισαι? διοτι δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου?6 Jésus part donc avec eux. Quand déjà il n’est plus loin de la maison, l’officier envoie d’autres amis pour lui dire: "Ne prenez pas tant de peine! Qui suis-je pour que vous veniez sous mon toit?
7 οθεν ουδε εμαυτον εκρινα αξιον να ελθω προς σε? αλλα ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.7 C’est pourquoi déjà je n’ai pas voulu aller moi-même vous chercher. “Dites seulement une parole et mon serviteur sera guéri!
8 Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υποκειμενος εις εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει; και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.8 J’ai beau n’être qu’un subalterne, j’ai des soldats sous mes ordres et quand je dis à l’un: ‘Va!’ il va. À un autre je dis: ‘Viens!’, et il vient, et à mon serviteur: ‘Fais cela’, et il le fait.”
9 Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους εθαυμασεν αυτον, και στραφεις προς τον οχλον τον ακολουθουντα αυτον, ειπε? Σας λεγω, Ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.9 En l’entendant parler ainsi, Jésus était dans l’admiration. Il se tourna alors vers la foule qui le suivait et déclara: "Je vous le dis: même en Israël je n’ai pas rencontré une telle foi!”
10 Και υποστρεψαντες οι απεσταλμενοι εις τον οικον, ευρον τον ασθενη δουλον υγιαινοντα.10 Les envoyés s’en revinrent à la maison, ce fut pour y trouver le serviteur en parfaite santé.
11 Την δε ακολουθον ημεραν επορευετο ο Ιησους εις πολιν ονομαζομενην Ναιν? και συνεπορευοντο μετ' αυτου ικανοι εκ των μαθητων αυτου και οχλος πολυς.11 Un peu plus tard Jésus se rendit dans une ville appelée Naïm. Ses disciples faisaient route avec lui, c’était toute une troupe.
12 Ως δε επλησιασεν εις την πυλην της πολεως, ιδου, εφερετο εξω νεκρος υιος μονογενης της μητρος αυτου, και αυτη ητο χηρα, και οχλος πολυς της πολεως ητο μετ' αυτης.12 Comme il approchait de la porte de la ville, voici qu’on emportait pour l’enterrer, un fils unique dont la mère était veuve. Les gens de la ville, en grand nombre, l’accompagnaient.
13 Και ιδων αυτην ο Κυριος, εσπλαγχνισθη δι' αυτην και ειπε προς αυτην? Μη κλαιε?13 À sa vue le Seigneur eut pitié d’elle; il lui dit: "Ne pleure pas.”
14 και πλησιασας ηγγισε το νεκροκραββατον, οι δε βασταζοντες εσταθησαν, και ειπε? Νεανισκε, προς σε λεγω, σηκωθητι.14 Puis il s’approcha et toucha le brancard: les porteurs s’arrêtèrent. Jésus dit alors: "Jeune homme je te parle: Lève-toi!”
15 Και ανεκαθησεν ο νεκρος και ηρχισε να λαλη, και εδωκεν αυτον εις την μητερα αυτου.15 Et voici que le mort se redresse, s’assoit et commence à parler. Et Jésus le rend à sa mère.
16 Κατελαβε δε απαντας φοβος και εδοξαζον τον Θεον, λεγοντες οτι προφητης μεγας ηγερθη εν ημιν, και οτι επεσκεφθη ο Θεος τον λαον αυτου.16 Une crainte religieuse saisit toute l’assistance; ils louaient Dieu en ces termes: "Un grand prophète s’est levé parmi nous: Dieu a visité son peuple!”
17 Και εξηλθεν ο λογος ουτος περι αυτου εν ολη τη Ιουδαια και εν πασι τοις περιχωροις.17 C’est cela même qu’on entendait dire de lui par tout le pays des Juifs aussi bien que dans les régions voisines.
18 Και απηγγειλαν προς τον Ιωαννην οι μαθηται αυτου περι παντων τουτων.18 Les disciples de Jean-Baptiste le tenaient au courant de tous ces événements. Il appela deux de ses disciples
19 Και προσκαλεσας ο Ιωαννης δυο τινας των μαθητων αυτου, επεμψε προς τον Ιησουν, λεγων? Συ εισαι ο ερχομενος, η αλλον προσδοκωμεν;19 et les envoya au Seigneur pour lui dire: "Es-tu celui qui doit venir ou devons-nous en attendre un autre?”
20 Και ελθοντες προς αυτον οι ανθρωποι, ειπον? Ιωαννης ο Βαπτιστης απεστειλεν ημας προς σε, λεγων? Συ εισαι ο ερχομενος, η αλλον προσδοκωμεν;20 Lorsque ces hommes arrivèrent près de Jésus, ils lui dirent: "Jean-Baptiste nous envoie vers toi pour te demander: Es-tu celui qui doit venir ou devons-nous en attendre un autre?”
21 Εν αυτη δε τη ωρα εθεραπευσε πολλους απο νοσων και μαστιγων και πνευματων πονηρων, και εις τυφλους πολλους εχαρισε το βλεπειν.21 À ce moment même Jésus rendit la santé à bien des gens affligés de maladies, d’infirmités et d’esprits mauvais; et il redonna la vue à plusieurs aveugles.
22 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτους? Υπαγετε και απαγγειλατε προς τον Ιωαννην οσα ειδετε και ηκουσατε? οτι τυφλοι αναβλεπουσι, χωλοι περιπατουσι, λεπροι καθαριζονται, κωφοι ακουουσι, νεκροι εγειρονται, πτωχοι ευαγγελιζονται?22 Puis il répondit aux envoyés: "Repartez dire à Jean ce que vous venez de voir et d’entendre: les aveugles retrouvent la vue, les éclopés marchent, les lépreux sont purifiés, les sourds entendent, les morts se réveillent et les pauvres entendent une bonne nouvelle.
23 και μακαριος ειναι οστις δεν σκανδαλισθη εν εμοι.23 Mais heureux particulièrement celui qui me voit si ce n’est pas pour sa chute!”
24 Αφου δε ανεχωρησαν οι απεσταλμενοι του Ιωαννου, ηρχισε να λεγη προς τους οχλους περι του Ιωαννου? Τι εξηλθετε εις την ερημον να ιδητε; καλαμον υπο ανεμου σαλευομενον;24 Lorsque les envoyés de Jean furent partis, Jésus commença à parler de Jean à la foule: "Que cherchiez-vous à voir quand vous alliez au désert? Un roseau agité par le vent?
25 Αλλα τι εξηλθετε να ιδητε; ανθρωπον ενδεδυμενον μαλακα ιματια; ιδου, οι λαμπρως ενδεδυμενοι και τρυφωντες ευρισκονται εν τοις βασιλικοις παλατιοις.25 Qu’alliez-vous voir? Un homme avec des habits douillets? Mais ceux qui portent des habits douillets et font les bons repas se trouvent dans les palais des rois!
26 Αλλα τι εξηλθετε να ιδητε; προφητην; Ναι, σας λεγω, και περισσοτερον προφητου.26 Alors, qu’alliez-vous voir? Un prophète? Oui, je vous le dis, et plus qu’un prophète!
27 Ουτος ειναι, περι του οποιου ειναι γεγραμμενον, Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου, Οστις θελει κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου.27 Car c’est de lui qu’il est écrit: J’envoie mon messager devant toi pour qu’il te prépare le chemin.
28 Διοτι σας λεγω, μεταξυ των γεννηθεντων εκ γυναικων ουδεις προφητης ειναι μεγαλητερος Ιωαννου του βαπτιστου? πλην ο μικροτερος εν τη βασιλεια του Θεου ειναι μεγαλητερος αυτου.28 “Oui, je vous le dis, personne n’est plus grand que Jean parmi les fils de la femme. Et cependant le plus petit dans le Royaume de Dieu est plus grand que lui.
29 Και πας ο λαος ακουσας και οι τελωναι εδικαιωσαν τον Θεον, βαπτισθεντες το βαπτισμα του Ιωαννου.29 “Tout le peuple est venu l’entendre, même les collecteurs de l’impôt: ils ont confessé leurs fautes et reçu le baptême de Jean.
30 Οι δε Φαρισαιοι και οι νομικοι ηθετησαν εις εαυτους την βουλην του Θεου, μη βαπτισθεντες υπ' αυτου.30 Et quand les Pharisiens et les maîtres de la Loi ne se sont pas fait baptiser par lui, ils ont dit non à ce que Dieu leur demandait.
31 Και ειπεν ο Κυριος? Με τι λοιπον να ομοιωσω τους ανθρωπους της γενεας ταυτης; και με τι ειναι ομοιοι;31 “Comment donc vais-je dépeindre les hommes de la présente génération?
32 Ειναι ομοιοι με παιδια καθημενα εν τη αγορα και φωναζοντα προς αλληλα και λεγοντα? Αυλον σας επαιξαμεν, και δεν εχορευσατε? σας εθρηνωδησαμεν, και δεν εκλαυσατε.32 Ils font penser à des gamins assis sur la place; un groupe interpelle les autres: ‘Nous avons joué de la flûte pour vous et vous n’avez pas dansé. Et quand nous avons fait la lamentation, vous n’avez pas pleuré!’
33 Διοτι ηλθεν Ιωαννης ο Βαπτιστης μητε αρτον τρωγων μητε οινον πινων, και λεγετε? Δαιμονιον εχει.33 “Rappelez-vous Jean; il ne mangeait pas de pain, il ne buvait pas de vin, et quand il est venu on a dit: ‘Il a un démon.’
34 Ηλθεν ο Υιος του ανθρωπου τρωγων και πινων, και λεγετε? Ιδου ανθρωπος φαγος και οινοποτης, φιλος τελωνων και αμαρτωλων.34 Et puis vient le Fils de l’Homme qui mange et qui boit, et l’on dit: ‘Voilà un mangeur et un buveur de vin, un ami des collecteurs de l’impôt et des pécheurs!’
35 Και εδικαιωθη η σοφια απο παντων των τεκνων αυτης.35 Mais les enfants de la Sagesse savent qu’elle a bien agi.”
36 Παρεκαλει δε αυτον εις εκ των Φαρισαιων να φαγη μετ' αυτου? και εισελθων εις την οικιαν του Φαρισαιου, εκαθησεν εις την τραπεζαν.36 Un Pharisien avait invité Jésus à manger chez lui. Il entra dans la maison du Pharisien et s’allongea pour le repas.
37 Και ιδου, γυνη τις εν τη πολει, ητις ητο αμαρτωλη, μαθουσα οτι καθηται εις την τραπεζαν εν τη οικια του Φαρισαιου, εφερεν αλαβαστρον μυρου37 Or dans cette ville il y avait une femme connue comme pécheresse. Sachant que Jésus était à table dans la maison du Pharisien, elle se procura un vase précieux rempli de parfum.
38 και σταθεισα πλησιον των ποδων αυτου οπισω κλαιουσα, ηρχισε να βρεχη τους ποδας αυτου με τα δακρυα και εσπογγιζε με τας τριχας της κεφαλης αυτης και κατεφιλει τους ποδας αυτου και ηλειφε με το μυρον.38 Elle se tenait en arrière, aux pieds de Jésus, et elle pleurait. Bientôt ses larmes commencèrent à inonder les pieds de Jésus. De ses cheveux elle les essuyait et les embrassait longuement puis elle y versait du parfum.
39 Ιδων δε ο Φαρισαιος ο καλεσας αυτον, ειπε καθ' εαυτον λεγων? Ουτος, εαν ητο προφητης, ηθελε γνωριζει τις και οποια ειναι η γυνη, ητις εγγιζει αυτον, οτι ειναι αμαρτωλη.39 En voyant cela, le Pharisien qui l’avait invité se dit en lui-même: "Si cet homme était prophète, il saurait que celle qui le touche est une pécheresse; il connaîtrait cette femme et comment elle est”.
40 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτον? Σιμων, εχω να σοι ειπω τι. Ο δε λεγει? Διδασκαλε, ειπε.40 Jésus prend alors la parole et lui dit: "Simon, j’ai quelque chose à te dire.” Et celui-ci de répondre: "Parle, maître!”
41 Ειχε τις δανειστας δυο χρεωφειλετας? ο εις εχρεωστει δηναρια πεντακοσια, ο δε αλλος πεντηκοντα.41 Jésus reprend: "Un homme a prêté de l’argent à deux clients, l’un lui doit 500 pièces d’argent, l’autre 50.
42 Και επειδη δεν ειχον να αποδωσωσιν, εχαρισεν αυτα εις αμφοτερους. Τις λοιπον εξ αυτων, ειπε, θελει αγαπησει αυτον περισσοτερον;42 Comme aucun des deux n’a de quoi lui rendre, il efface leurs dettes à tous les deux. Lequel, à ton avis l’aimera davantage?”
43 Αποκριθεις δε ο Σιμων, ειπε? Νομιζω οτι εκεινος, εις τον οποιον εχαρισε το περισσοτερον. Ο δε ειπε προς αυτον? Ορθως εκρινας.43 Simon répond: "Je suppose que c’est celui qui avait la plus grande dette.” Jésus lui dit: "Tu as bien jugé!”
44 Και στραφεις προς την γυναικα, ειπε προς τον Σιμωνα? Βλεπεις ταυτην την γυναικα; Εισηλθον εις την οικιαν σου, υδωρ δια τους ποδας μου δεν εδωκας? αυτη δε με τα δακρυα εβρεξε τους ποδας μου και με τας τριχας της κεφαλης αυτης εσπογγισε.44 Et se tournant vers la femme, il dit à Simon: "Tu vois cette femme. Je suis entré chez toi et tu ne m’as pas versé d’eau sur les pieds, mais elle, elle les a inondés de ses larmes et les a essuyés de ses cheveux.
45 Φιλημα δεν μοι εδωκας? αυτη δε, αφ' ης εισηλθον, δεν επαυσε καταφιλουσα τους ποδας μου.45 Tu ne m’as pas embrassé; mais depuis qu’elle est entrée, elle n’a pas cessé de m’embrasser longuement les pieds.
46 Με ελαιον την κεφαλην μου δεν ηλειψας? αυτη δε με μυρον ηλειψε τους ποδας μου.46 Tu ne m’as pas parfumé la tête, alors qu’elle a couvert mes pieds de parfum.
47 Δια τουτο σοι λεγω, συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι αυτης αι πολλαι, διοτι ηγαπησε πολυ? εις οντινα δε συγχωρειται ολιγον, ολιγον αγαπα.47 “C’est pourquoi, je te le dis, ses péchés, ses nombreux péchés lui sont pardonnés, parce qu’elle a beaucoup aimé! Mais celui à qui l’on pardonne peu montre peu d’amour!”
48 Και ειπε προς αυτην? Συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι σου.48 Jésus dit alors à la femme: "Tes péchés sont pardonnés!”
49 Και ηρχισαν οι συγκαθημενοι εις την τραπεζαν να λεγωσι καθ' εαυτους? Τις ειναι ουτος, οστις και αμαρτιας συγχωρει;49 Et les invités commencèrent à se dire les uns aux autres: "Comment peut-il maintenant pardonner les péchés?”
50 Ειπε δε προς την γυναικα? Η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην.50 Mais de nouveau Jésus s’adressa à la femme: "Ta foi t’a sauvée, va en paix.”