Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 13


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַאֲנָשִׁים נְבִיאִים וּמְלַמְּדִים הָיוּ בְאַנְטְיוֹכְיָא בַּקְּהִלָּה אֲשֶׁר־בָּהּ בַּר־נַבָּא וְשִׁמְעוֹן הַנִּקְרָא נִיגַר וְלוּקְיוֹס הַקּוּרִינִי וּמְנַחֵם אֲשֶׁר גֻּדַּל עִם־הוֹרְדוֹס שַׂר־הָרֹבַע וְשָׁאוּל1 Ησαν δε εν Αντιοχεια εν τη υπαρχουση εκκλησια προφηται τινες και διδασκαλοι, ο Βαρναβας και Συμεων ο καλουμενος Νιγερ, και Λουκιος ο Κυρηναιος, και Μαναην ο συνανατραφεις μετα του Ηρωδου του τετραρχου, και ο Σαυλος.
2 וַיְהִי בְּשָׁרְתָם אֶת־יְהוָֹה וּבְצוּמָם וַיֹּאמֶר רוּחַ הַקֹּדֶשׁ הַבְדִּילוּ לִי אֵת בַּר־נַבָּא וְאֶת־שָׁאוּל לַמְּלָאכָה אֲשֶׁר קְרָאתִים לָהּ2 Και ενω υπηρετουν εις τον Κυριον και ενηστευον, ειπε το Πνευμα το Αγιον? Χωρισατε εις εμε τον Βαρναβαν και τον Σαυλον δια το εργον, εις το οποιον προσεκαλεσα αυτους.
3 וַיָּצוּמוּ וַיִּתְפַּלְלוּ וַיִּסְמְכוּ אֶת־יְדֵיהֶם עֲלֵיהֶם וַיְשַׁלְּחוּם3 Τοτε αφου ενηστευσαν και προσευχηθησαν και επεθεσαν τας χειρας επ' αυτους, απεστειλαν.
4 וְהֵמָּה הַמְשֻׁלָּחִים עַל־יְדֵי רוּחַ הַקֹּדֶשׁ יָרְדוּ אֶל־סְלוּקְיָא וּמִשָּׁם בָּאוּ בָאֳנִיָּה אֶל־קַפְרוֹס4 Ουτοι λοιπον πεμφθεντες υπο του Πνευματος του Αγιου, κατεβησαν εις την Σελευκειαν και εκειθεν απεπλευσαν εις την Κυπρον,
5 וַיָּבֹאוּ אֶל־עִיר סְלָמִיס וַיַּגִּידוּ אֶת־דְּבַר הָאֱלֹהִים בְּבָתֵּי הַכְּנֵסִיּוֹת אֲשֶׁר לַיְּהוּדִים וַיְהִי לָהֶם גַּם־יוֹחָנָן לִמְשָׁרֵת5 και οτε ηλθον εις την Σαλαμινα, εκηρυττον τον λογον του Θεου εν ταις συναγωγαις των Ιουδαιων? ειχον δε και τον Ιωαννην υπηρετην.
6 וַיַּעַבְרוּ בְּכָל־הָאִי עַד־פָּפוֹס וַיִּמְצְאוּ אִישׁ מְכַשֵּׁף אֶחָד נְבִיא־שֶׁקֶר אִישׁ יְהוּדִי וּשְׁמוֹ בַּר־יֵשׁוּעַ6 Και αφου διηλθον την νησον μεχρι της Παφου, ευρον τινα μαγον ψευδοπροφητην Ιουδαιον ονομαζομενον Βαριησουν,
7 אֲשֶׁר הָיָה עִם־סַרְגִיּוֹס פּוֹלוֹס שַׂר הַמְּדִינָה אִישׁ נָבוֹן וְהוּא קָרָא אֵלָיו אֶת־בַּר־נַבָּא וְאֶת־שָׁאוּל וַיִּתְאָו לִשְׁמֹעַ אֶת־דְּבַר הָאֱלֹהִים7 οστις ητο μετα του ανθυπατου Σεργιου Παυλου, ανδρος συνετου. Ουτος προσκαλεσας τον Βαρναβαν και Σαυλον, εζητησε να ακουση τον λογον του Θεου?
8 וַיַּעֲמֹד לְנֶגְדָם אַלִּימָא הַמְכַשֵּׁף כִּי־זֶה תַּרְגּוּם שְׁמוֹ וַיְבַקֵּשׁ לְהַטּוֹת אֶת־הַשַּׂר מִן־הָאֱמוּנָה8 ανθιστατο δε εις αυτους Ελυμας ο μαγος, διοτι ουτω μεθερμηνευεται το ονομα αυτου, ζητων να αποτρεψη τον ανθυπατον απο της πιστεως.
9 וְשָׁאוּל הַנִּקְרָא גַם־פּוֹלוֹס מָלֵא רוּחַ הַקֹּדֶשׁ וַיִּסְתַּכֵּל בּוֹ9 Πλην ο Σαυλος, ο και Παυλος, πλησθεις Πνευματος Αγιου και ατενισας εις αυτον,
10 וַיֹּאמֶר אַתָּה הַמָּלֵא כָל־מִרְמָה וְכָל־עַוְלָה בֶּן־בְּלִיַּעַל וְשֹוֹנֵא כָל־צֶדֶק הֲלֹא תֶחְדַּל לְסַלֵּף אֶת־דַּרְכֵי יְהוָֹה הַיְשָׁרִים10 ειπεν? Ω πληρης παντος δολου και πασης ραδιουργιας, υιε του διαβολου, εχθρε πασης δικαιοσυνης, δεν θελεις παυσει διαστρεφων τας ευθειας οδους του Κυριου;
11 וְעַתָּה הִנֵּה יַד־יְהוָֹה בְּךָ וְהָיִיתָ עִוֵּר וְלֹא תִרְאֶה אֶת־הַשֶּׁמֶשׁ עַד־עֵת מוֹעֵד וַתִּפֹּל עָלָיו פִּתְאֹם אֲפֵלָה וַחֲשֵׁכָה וַיִּפֶן הֵנָּה וָהֵנָּה וַיְבַקֵּשׁ אִישׁ לְהוֹלִיכוֹ בְיָדוֹ11 Και τωρα ιδου, χειρ του Κυριου ειναι κατα σου, και θελεις εισθαι τυφλος, μη βλεπων τον ηλιον μεχρι καιρου. Και παρευθυς επεπεσεν επ' αυτον αμαυρωσις και σκοτος, και περιστρεφομενος εζητει χειραγωγους.
12 וְהַשַּׂר כַּאֲשֶׁר רָאָה אֶת־הַמַּעֲשֶׂה הֶאֱמִין וַיִּשְׁתּוֹמֵם עַל־תּוֹרַת הָאָדוֹן12 Τοτε ιδων ο ανθυπατος το γεγονος επιστευσεν, εκπληττομενος εις την διδαχην του Κυριου.
13 וַיֵּצְאוּ פּוֹלוֹס וְהָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר אִתּוֹ מִפָּפוֹס וַיֵּרְדוּ בָאֳנִיָּה וַיָּבֹאוּ אֶל־פַּרְגִי אֲשֶׁר בְּפַמְפּוּלְיָא וַיַּעֲזֹב אֹתָם יוֹחָנָן וַיָּשָׁב יְרוּשָׁלָיִם13 Αποπλευσαντες δε απο της Παφου ο Παυλος και οι περι αυτον ηλθον εις την Περγην της Παμφυλιας? ο δε Ιωαννης, χωρισθεις απ' αυτων, υπεστρεψεν εις τα Ιεροσολυμα.
14 וְהֵמָּה נָסְעוּ מִפַּרְגִי וַיָּבֹאוּ אֶל־אַנְטְיוֹכְיָא אֲשֶׁר בְּפִיסִדְיָא וַיָּבֹאוּ אֶל־בֵּית הַכְּנֵסֶת בְּיוֹם הַשַּׁבָּת וַיֵּשֵׁבוּ14 Αυτοι δε περασαντες απο της Περγης, εφθασαν εις Αντιοχειαν της Πισιδιας, και εισελθοντες εις την συναγωγην τη ημερα του σαββατου εκαθησαν.
15 וַיְהִי אַחַר קְרִיאַת הַתּוֹרָה וְהַנְּבִיאִים וַיִּשְׁלְחוּ אֲלֵיהֶם רָאשֵׁי הַכְּנֵסֶת לֵאמֹר אֲנָשִׁים אַחִים אִם־יֵשׁ לָכֶם דְּבַר־מוּסָר לָעָם דַּבֵּרוּ15 Και μετα την αναγνωσιν του νομου και των προφητων απεστειλαν εις αυτους οι αρχισυναγωγοι, λεγοντες? Ανδρες αδελφοι, εαν εχητε λογον τινα προτροπης εις τον λαον, λεγετε.
16 וַיָּקָם פּוֹלוֹס וַיָּנֶף יָדוֹ וַיֹּאמַר אַנְשֵׁי יִשְׂרָאֵל וְיִרְאֵי אֱלֹהִים שְׁמָעוּ16 Σηκωθεις δε ο Παυλος και σεισας την χειρα, ειπεν? Ανδρες Ισραηλιται και οι φοβουμενοι τον Θεον, ακουσατε.
17 אֱלֹהֵי הָעָם הַזֶּה אֱלֹהֵי יִשְׂרָאֵל בָּחַר בַּאֲבוֹתֵינוּ וַיְרוֹמֵם אֶת־הָעָם בִּהְיוֹתָם גֵּרִים בְּאֶרֶץ מִצְרַיִם וּבִזְרוֹעַ רָמָה הוֹצִיאָם מִשָּׁם17 Ο Θεος του λαου τουτου Ισραηλ εξελεξε τους πατερας ημων και υψωσε τον λαον παροικουντα εν γη Αιγυπτου, και μετα βραχιονος υψηλου εξηγαγεν αυτους εξ αυτης,
18 וַיִּשָּׂא אֹתָם וַיְכַלְכְּלֵם בַּמִּדְבָּר כְּאַרְבָּעִים שָׁנָה18 και εως τεσσαρακοντα ετη υπεφερε τους τροπους αυτων εν τη ερημω,
19 וַיַּשְׁמֵד שִׁבְעָה גוֹיִם בְּאֶרֶץ כְּנָעַן וַיְחַלֵּק אֶת־אַרְצָם לָהֶם לְנַחֲלָה19 και αφου κατεστρεψεν επτα εθνη εν γη Χανααν, διεμερισεν εις αυτους κατα κληρον την γην αυτων.
20 וְאַחֲרֵי־כֵן נָתַן לָהֶם שֹׁפְטִים כְּאַרְבַּע מֵאוֹת וַחֲמִשִּׁים שָׁנָה עַד־יְמֵי שְׁמוּאֵל הַנָּבִיא20 Και μετα ταυτα ως τετρακοσια και πεντηκοντα περιπου ετη εδωκεν εις αυτους κριτας εως Σαμουηλ του προφητου.
21 וַיִּשְׁאֲלוּ מֶלֶךְ וַיִּתֵּן לָהֶם אֱלֹהִים אֶת־שָׁאוּל בֶּן קִישׁ אִישׁ מִשֵּׁבֶט בִּנְיָמִין אַרְבָּעִים שָׁנָה21 Και επειτα εζητησαν βασιλεα, και εδωκεν εις αυτους ο Θεος τον Σαουλ, υιον του Κις, ανδρα εκ της φυλης Βενιαμιν, τεσσαρακοντα ετη?
22 וְכַהֲסִירוֹ אוֹתוֹ וַיָּקֶם אֶת־דָּוִד לְמֶלֶךְ עֲלֵיהֶם אֲשֶׁר גַּם־הֵעִיד עָלָיו לֵאמֹר מָצָאתִי דָוִד אֶת־בֶּן־יִשַׁי אִישׁ כִּלְבָבִי וְהוּא יַעֲשֶׂה אֶת־כָּל־חֶפְצִי22 και μεταστησας αυτον, ανεστησεν εις αυτους βασιλεα τον Δαβιδ, περι του οποιου και ειπε μαρτυρησας? Ευρον Δαβιδ τον του Ιεσσαι, ανδρα κατα την καρδιαν μου, οστις θελει καμει παντα τα θεληματα μου.
23 וְזֶה הוּא אֲשֶׁר מִזַּרְעוֹ הֵקִים הָאֱלֹהִים כְּפִי הַהַבְטָחָה גּוֹאֵל לְיִשְׂרָאֵל אֶת־יֵשׁוּעַ23 Απο του σπερματος τουτου ο Θεος κατα την επαγγελιαν αυτου ανεστησεν εις τον Ισραηλ σωτηρα τον Ιησουν,
24 אֲשֶׁר לִפְנֵי בוֹאוֹ קִדֵּם יוֹחָנָן לִקְרֹא אֶת־טְבִילַת הַתְּשׁוּבָה אֶל־כָּל־עַם יִשְׂרָאֵל24 αφου ο Ιωαννης προ της ελευσεως αυτου προεκηρυξε βαπτισμα μετανοιας εις παντα τον λαον του Ισραηλ.
25 וַיְהִי כְּכַלּוֹת יוֹחָנָן אֶת־מְרוּצָתוֹ וַיֹּאמֶר לְמִי תַּחְשְׁבוּנִי לֹא אֲנִי הוּא כִּי הִנֵּה הוּא־בָא אַחֲרַי וַאֲנִי נְקַלֹּתִי מֵהַתִּיר אֶת־נַעֲלֵי רַגְלָיו25 Και ενω ο Ιωαννης ετελειονε τον δρομον αυτου, ελεγε? Τινα με στοχαζεσθε οτι ειμαι; δεν ειμαι εγω, αλλ' ιδου, ερχεται μετ' εμε εκεινος, του οποιου δεν ειμαι αξιος να λυσω το υποδημα των ποδων.
26 אֲנָשִׁים אַחִים בְּנֵי מִשְׁפַּחַת אַבְרָהָם וְיִרְאֵי אֱלֹהִים אֲשֶׁר בְּקִרְבְּכֶם לָכֶם שָׁלוּחַ דְּבַר הַיְשׁוּעָה הַזֹּאת26 Ανδρες αδελφοι, υιοι του γενους του Αβρααμ και οι εν υμιν φοβουμενοι τον Θεον, προς εσας απεσταλη ο λογος της σωτηριας ταυτης.
27 כִּי־ישְׁבֵי יְרוּשָׁלַיִם וְרָאשֵׁיהֶם יַעַן אֲשֶׁר לֹא הִכִּירֻהוּ מִלְאוּ בְּמִשְׁפָּטָם אֲשֶׁר שְׁפָטֻהוּ אֶת־דִּבְרֵי הַנְּבִיאִים הַנִּקְרָאִים בְּכָל־שַׁבָּת27 Διοτι οι κατοικουντες εν Ιερουσαλημ και οι αρχοντες αυτων, μη γνωρισαντες τουτον μηδε τας ρησεις των προφητων, τας αναγινωσκομενας κατα παν σαββατον, επληρωσαν αυτας κριναντες τουτον,
28 וְאַף כִּי־לֹא מָצְאוּ־בוֹ מִשְׁפַּט־מָוֶת שָׁאֲלוּ מֵאֵת פִּילָטוֹס לַהֲמִיתוֹ28 και μη ευροντες μηδεμιαν αιτιαν θανατου, εζητησαν παρα του Πιλατου να θανατωθη.
29 וְכַאֲשֶׁר הִשְׁלִימוּ אֶת־כָּל־הַדְּבָרִים הַכְּתוּבִים עָלָיו הוֹרִידוּ אוֹתוֹ מִן־הָעֵץ וַיַּנִּיחֻהוּ בַּקָּבֶר29 Αφου δε ετελειωσαν παντα τα περι αυτου γεγραμμενα, καταβιβασαντες αυτον απο του ξυλου εθεσαν εις μνημειον.
30 אֲבָל הָאֱלֹהִים הֱקִימוֹ מִן־הַמֵּתִים30 Ο Θεος ομως ανεστησεν αυτον εκ νεκρων?
31 וַיֵּרָא יָמִים רַבִּים אֶל־הָעֹלִים אִתּוֹ מִן־הַגָּלִיל יְרוּשָׁלָיְמָה וְהֵמָּה עַתָּה עֵדָיו אֶל־הָעָם31 οστις εφανη επι πολλας ημερας εις τους μετ' αυτου αναβαντας απο της Γαλιλαιας εις Ιερουσαλημ, οιτινες ειναι μαρτυρες αυτου προς τον λαον.
32 וַאֲנַחְנוּ מְבַשְּׂרִים אֶתְכֶם אֶת־בְּשׂוֹרַת הַהַבְטָחָה אֲשֶׁר הָיְתָה לַאֲבוֹתֵינוּ כִּי אֹתָהּ מִלֵּא הָאֱלֹהִים לָנוּ בְּנֵיהֶם בַּהֲקִימוֹ אֶת־יֵשׁוּעַ32 Και ημεις ευαγγελιζομεθα προς εσας την γενομενην εις τους πατερας επαγγελιαν,
33 כַּכָּתוּב בַּמִּזְמוֹר הַשֵּׁנִי בְּנִי אַתָּה אֲנִי הַיּוֹם יְלִדְתִּיךָ33 οτι ταυτην ο Θεος εξεπληρωσεν εις ημας τα τεκνα αυτων, αναστησας τον Ιησουν, ως ειναι γεγραμμενον και εν τω ψαλμω τω δευτερω? Υιος μου εισαι συ, εγω σημερον σε εγεννησα.
34 וְעַל־אֲשֶׁר הֵקִים אֹתוֹ מִן־הַמֵּתִים לְבִלְתִּי שׁוּב עוֹד לַשַּׁחַת כֹּה אָמַר אֶתֵּן לָכֶם חַסְדֵי דָוִד הַנֶּאֱמָנִים34 Οτι δε ανεστησεν αυτον εκ νεκρων, μη μελλοντα πλεον να υποστρεψη εις την διαφθοραν, λεγει ουτως, οτι θελω σας δωσει τα ελεη του Δαβιδ τα πιστα.
35 עַל־כֵּן הוּא אֹמֵר גַּם־בְּמָקוֹם אַחֵר לֹא־תִתֵּן חֲסִידְךָ לִרְאוֹת שָׁחַת35 Δια τουτο και εν αλλω ψαλμω λεγει? Δεν θελεις αφησει τον οσιον σου να ιδη διαφθοραν.
36 כִּי דָוִד גָּוַע אַחֲרֵי שָׁרְתוֹ בְדוֹרוֹ לַעֲצַת הָאֱלֹהִים וַיֵּאָסֵף אֶל־אֲבוֹתָיו וַיַּרְא אֶת־הַשָּׁחַת36 Διοτι ο μεν Δαβιδ, αφου υπηρετησε την βουλην του Θεου εν τη γενεα αυτου, εκοιμηθη και προσετεθη εις τους πατερας αυτου και ειδε διαφθοραν?
37 וַאֲשֶׁר הָאֱלֹהִים הֵקִים אוֹתוֹ הוּא לֹא־רָאָה הַשָּׁחַת37 εκεινος ομως, τον οποιον ο Θεος ανεστησε, δεν ειδε διαφθοραν.
38 לָכֵן אֲנָשִׁים אַחִים יִוָּדַע לָכֶם כִּי עַל־יְדֵי־זֶה הֻגַּד לָכֶם סְלִיחַת הַחֲטָאִים38 Εστω λοιπον γνωστον εις εσας, ανδρες αδελφοι, οτι δια τουτου κηρυττεται προς εσας αφεσις αμαρτιων.
39 וּבְכֹל אֲשֶׁר לֹא־יְכָלְתֶּם לְהִצְטַדֵּק בְּתוֹרַת משֶׁה כָּל־הַמַּאֲמִין יֻצְדַּק עַל־יָדוֹ39 Και απο παντων, αφ' οσων δεν ηδυνηθητε δια του νομου του Μωυσεως να δικαιωθητε, δια τουτου πας ο πιστευων δικαιουται.
40 לָכֵן הִשָּׁמְרוּ לָכֶם פֶּן־יָבוֹא עֲלֵיכֶם הַנֶּאֱמָר בַּנְּבִיאִים40 Βλεπετε λοιπον μη επελθη εφ' υμας το λαληθεν υπο των προφητων?
41 רְאוּ בֹּגְדִים וְהִתַּמְּהוּ וָשֹׁמּוּ כִּי־פֹעַל פֹּעֵל אֲנִי בִּימֵיכֶם פֹּעַל אֲשֶׁר לֹא תַאֲמִינוּ כִּי־יְסֻפַּר לָכֶם41 Ιδετε, οι καταφρονηται, και θαυμασατε και αφανισθητε, διοτι εργον εγω εργαζομαι εν ταις ημεραις υμων, εργον, εις το οποιον δεν θελετε πιστευσει, εαν τις διηγηθη εις εσας.
42 וּבְצֵאת הַיְּהוּדִים מִבֵּית הַכְּנֵסֶת בִּקְשׁוּ מֵהֶם הַגּוֹיִם לְדַבֵּר אֲלֵיהֶם אֶת־הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה בַּשַּׁבָּת הַבָּאָה42 Ενω δε εξηρχοντο εκ της συναγωγης των Ιουδαιων, παρεκαλουν τα εθνη να κηρυχθωσιν εις αυτους οι λογοι ουτοι το ακολουθον σαββατον.
43 וְרַבִּים מִן־הַיְּהוּדִים וּמִגֵּרֵי הַצֶּדֶק הָלְכוּ אַחֲרֵי פוֹלוֹס וּבַר־נַבָּא בְּהִפָּרֵד הַקָּהָל וְהֵמָּה דִּבְּרוּ עַל־לִבָּם וַיַּזְהִירוּם לַעֲמֹד בְּחֶסֶד הָאֱלֹהִים43 Και αφου ελυθη η συναγωγη, πολλοι εκ των Ιουδαιων και των ευσεβων προσηλυτων ηκολουθησαν τον Παυλον και τον Βαρναβαν, οιτινες λαλουντες προς αυτους, επειθον αυτους να εμμενωσιν εις την χαριν του Θεου.
44 וּבַשַּׁבָּת הַשֵּׁנִית נִקְהֲלָה כִּמְעַט כָּל־הָעִיר לִשְׁמֹעַ אֶת־דְּבַר יְהוָֹה44 το δε ερχομενον σαββατον σχεδον ολη η πολις συνηχθη δια να ακουσωσι τον λογον του Θεου.
45 וַיְהִי כִּרְאוֹת הַיְּהוּדִים אֶת־הֲמוֹן הָעָם וַיִּמָּלְאוּ קִנְאָה וַיַּכְחִישׁוּ אֶת־דִּבְרֵי פוֹלוֹס הַכְחֵשׁ וְגַדֵּף45 Ιδοντες δε οι Ιουδαιοι τα πλη0η, επλησθηααν φθονου και ηναντιουντο εις τα υπο του Παυλου λεγομενα, αντιλεγοντες και βλασφημουντες.
46 אָז הִגִּידוּ פוֹלוֹס וּבַר־נַבָּא עַל־פְּנֵיהֶם לֵאמֹר בְּדִין הָיָה לְהַשְׁמִיעַ אֶתְכֶם בָּרִאשׁוֹנָה אֶת־דְּבַר הָאֱלֹהִים וְעַתָּה אַחֲרֵי אֲשֶׁר־מְאַסְתֶּם אוֹתוֹ וְאֵינְכֶם זֹכִים בְּעֵינֵיכֶם לְחַיֵּי הָעוֹלָם לָכֵן הִנְנוּ פֹנִים אֶל־הַגּוֹיִם46 Ο Παυλος δε και ο Βαρναβας, λαλουντες μετα παρρησιας, ειπον? Εις εσας πρωτον ητο αναγκαιον να λαληθη ο λογος του Θεου? αλλ' επειδη απορριπτετε αυτον και δεν κρινετε εαυτους αξιους της αιωνιου ζωης, ιδου, στρεφομεθα εις τα εθνη?
47 כִּי כֵן צִוָּה עָלֵינוּ הָאָדוֹן נְתַתִּיךָ לְאוֹר גּוֹיִם לִהְיוֹת יְשׁוּעָתִי עַד־קְצֵה הָאָרֶץ47 διοτι ουτω προσεταξεν ημας ο Κυριος, λεγων? Σε εθεσα φως των εθνων, δια να ησαι προς σωτηριαν εως εσχατου της γης.
48 וַיִּשְׂמְחוּ הַגּוֹיִם כְּשָׁמְעָם וַיְהַלְלוּ אֶת־דְּבַר יְהוָֹה וַיַּאֲמִינוּ כֹּל אֲשֶׁר הָיוּ מוּכָנִים לְחַיֵּי עוֹלָם48 Και οι εθνικοι ακουσαντες εχαιρον και εδοξαζον τον λογον του Κυριου, και επιστευσαν οσοι ησαν ωρισμενοι δια την αιωνιον ζωην?
49 וַיִּפְרֹץ דְּבַר־יְהוָֹה בְּכָל־הַמָּקוֹם49 και ο λογος του Κυριου διεδιδετο δι' ολου του τοπου.
50 אַךְ הַיְּהוּדִים הֵסִיתוּ אֶת־הַנָּשִׁים הַחֲסִידוֹת וְהַחֲשׁוּבוֹת וְאֶת־אֲצִילֵי הָעִיר וַיְעוֹרְרוּ רְדִיפָה עַל־פּוֹלוֹס וּבַר־נַבָּא וַיְגָרְשׁוּם מִגְּבוּלָם50 Οι δε Ιουδαιοι παρεκινησαν τας ευλαβεις και επισημους γυναικας και τους πρωτους της πολεως και διηγειραν διωγμον κατα του Παυλου και του Βαρναβα, και εξεβαλον αυτους απο των οριων αυτων.
51 וְהֵמָּה נִעֲרוּ עֲלֵיהֶם אֶת־הֶעָפָר מֵעַל רַגְלֵיהֶם וַיֵּלְכוּ לְאִיקָנְיוֹן51 Εκεινοι δε εκτιναξαντες τον κονιορτον των ποδων αυτων επ' αυτους, ηλθον εις το Ικονιον.
52 וְהַתַּלְמִידִים מָלְאוּ שִׂמְחָה וְרוּחַ הַקֹּדֶשׁ52 Και οι μαθηται επληρουντο χαρας και Πνευματος Αγιου.