Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 23


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Közben hírül vitték Dávidnak, s azt mondták: »Íme, a filiszteusok ostromolják Keilát, s fosztogatják a szérűket.«1 Απηγγειλαν δε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ιδου, οι Φιλισταιοι πολεμουσιν εν Κεειλα και διαρπαζουσι τα αλωνια.
2 Megkérdezte azért Dávid az Urat: »Elmenjek-e és leverjem-e ezeket a filiszteusokat?« Azt mondta erre az Úr Dávidnak: »Eredj, s verd le a filiszteusokat, s mentsd fel Keilát.«2 Και ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να υπαγω και να παταξω τους Φιλισταιους τουτους; Και ειπεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ, Υπαγε και παταξον τους Φιλισταιους και σωσον την Κεειλα.
3 Ám azok az emberek, akik Dáviddal voltak, azt mondták neki: »Íme, mi itt is félünk, mert Júdában állunk; mennyivel inkább fogunk, ha Keilába, a filiszteusok csatasorai elé megyünk!«3 Και ειπον οι ανδρες του Δαβιδ προς αυτον, Ιδου, ημεις ενταυθα εν τη Ιουδαια φοβουμεθα? ποσω δε μαλλον, εαν υπαγωμεν εις Κεειλα εναντιον των στρατευματων των Φιλισταιων;
4 Erre Dávid ismét megkérdezte az Urat. Az Úr ezt felelte neki: »Kelj fel, s menj Keilába, mert kezedbe adom a filiszteusokat.«4 Και ηρωτησε παλιν ο Δαβιδ εκ δευτερου τον Κυριον. Και απεκριθη προς αυτον ο Κυριος και ειπε, Σηκωθητι, καταβα εις Κεειλα? διοτι θελω παραδωσει τους Φιλισταιους εις την χειρα σου.
5 Erre Dávid elment embereivel Keilába, s hadakozott a filiszteusok ellen, s elhajtotta barmaikat, s nagy vereséget mért rájuk. Így Dávid megszabadította Keila lakóit.5 Τοτε ηλθεν ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εις Κεειλα, και επολεμησε προς τους Φιλισταιους και ελαβε τα κτηνη αυτων και επαταξεν αυτους εν σφαγη μεγαλη. Και εσωσεν ο Δαβιδ τους κατοικους της Κεειλα.
6 Abban az időben pedig, amikor Abjatár, Ahimelek fia Dávidhoz menekült Keilába, az efódot is levitte magával.6 Οτε δε Αβιαθαρ ο υιος του Αχιμελεχ εφυγε προς τον Δαβιδ εις Κεειλα, αυτος ειχε καταβη με εφοδ εν τη χειρι αυτου.
7 Hírül vitték azonban Saulnak, hogy Dávid Keilába ment. Azt mondta ekkor Saul: »Kezembe adta őt Isten, mert önmagát zárta be, amikor olyan városba ment, amelynek kapui és zárai vannak.«7 Και απηγγελθη προς τον Σαουλ οτι ηλθεν ο Δαβιδ εις Κεειλα. Και ειπεν ο Σαουλ, Ο Θεος παρεδωκεν αυτον εις την χειρα μου? διοτι απεκλεισθη, εισελθων εις πολιν εχουσαν πυλας και μοχλους.
8 Meg is parancsolta Saul az egész népnek, hogy menjen le hadakozni Keila ellen, s zárja körül Dávidot és embereit.8 Και συνεκαλεσεν ο Σαουλ παντα τον λαον εις πολεμον, δια να καταβη εις Κεειλα, να πολιορκηση τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου.
9 Amikor azonban Dávid megtudta, hogy Saul titokban gonoszat forral ellene, azt mondta Abjatár papnak: »Vedd fel az efódot.«9 Και εμαθεν ο Δαβιδ οτι ο Σαουλ εμηχανευετο κακον εναντιον αυτου? και ειπε προς τον Αβιαθαρ τον ιερεα, Φερε ενταυθα το εφοδ.
10 Aztán azt mondta Dávid: »Uram, Izrael Istene, azt a hírt hallotta szolgád, hogy Saul Keilába készül jönni, hogy feldúlja a várost miattam.10 Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε Θεε του Ισραηλ, μετα βεβαιοτητος ηκουσεν ο δουλος σου οτι ο Σαουλ ζητει να ελθη εις Κεειλα, δια να εξολοθρευση την πολιν εξ αιτιας μου?
11 Vajon kezébe adnának-e engem Keila polgárai? Le akar-e jönni Saul, amint szolgád hallotta? Uram, Izrael Istene, mondd meg szolgádnak!« Azt mondta erre az Úr: »Le akar jönni.«11 θελουσι με παραδωσει εις αυτον οι ανδρες της Κεειλα; θελει καταβη ο Σαουλ, καθως ηκουσεν ο δουλος σου; Κυριε Θεε του Ισραηλ, φανερωσον, δεομαι, προς τον δουλον σου. Και ειπεν ο Κυριος, Θελει καταβη.
12 Ekkor Dávid így szólt: »Kezébe adnának-e Saulnak engem és a velem levő embereket Keila polgárai?« Azt mondta erre az Úr: »Kezébe adnának.«12 Ειπε παλιν ο Δαβιδ, Θελουσι παραδωσει οι ανδρες της Κεειλα εμε και τους ανδρας μου εις την χειρα του Σαουλ; Και ειπεν ο Κυριος, Θελουσι παραδωσει.
13 Erre Dávid és mintegy hatszáz embere felkerekedett, s kivonult Keilából és céltalanul hol itt, hol ott kóborolt. Hírül vitték erre Saulnak, hogy Dávid Keilából elmenekült, s megmenekült, mire ő elállt attól, hogy oda vonuljon.13 Τοτε ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου, εως εξακοσιοι, εσηκωθησαν και εξηλθον απο Κεειλα και υπηγον οπου ηδυναντο. Και απηγγελθη προς τον Σαουλ, οτι διεσωθη ο Δαβιδ απο Κεειλα? οθεν απεσχε του να εξελθη.
14 Dávid aztán a pusztában, védett helyeken húzódott meg. Zíf pusztájának hegységében, a Hóresa hegyen telepedett meg, s ámbár Saul mindennap kereste, Isten nem adta kezébe.14 Ο δε Δαβιδ εκαθησεν εν τη ερημω, εν τοποις οχυροις, και εμενεν επι τινος ορους εν τη ερημω Ζιφ. Και αυτον εζητει ο Σαουλ πασας τας ημερας? ο Θεος ομως δεν παρεδωκεν αυτον εις την χειρα αυτου.
15 Ám Dávid aggódva látta, hogy Saul kivonult, hogy életére törjön. Miközben azonban Dávid Zíf pusztájában, az erdőben volt,15 Και ειδεν ο Δαβιδ οτι εξηλθεν ο Σαουλ δια να ζητη την ζωην αυτου και ητο ο Δαβιδ εν τη ερημω Ζιφ, εντος του δασους.
16 Jonatán, Saul fia felkerekedett és elment Dávidhoz az erdőbe, s megerősítette bizalmát Istenben és azt mondta neki:16 Τοτε εσηκωθη Ιωναθαν, ο υιος του Σαουλ, και υπηγε προς τον Δαβιδ εις το δασος, και ενισχυσε την χειρα αυτου εν τω Θεω.
17 »Ne félj, mert nem ér el téged Saulnak, apámnak keze, s te fogsz uralkodni Izraelen, s én leszek melletted méltóságban a második. Tudja azt Saul, az apám is!«17 Και ειπε προς αυτον, Μη φοβου? διοτι δεν θελει σε ευρει η χειρ Σαουλ του πατρος μου? και συ θελεις βασιλευσει επι τον Ισραηλ, και εγω θελω εισθαι δευτερος σου? μαλιστα και Σαουλ ο πατηρ μου εξευρει τουτο.
18 Aztán szövetséget kötöttek egymással az Úr előtt, s Dávid az erdőben maradt, Jonatán pedig visszatért házába.18 Και εκαμον αμφοτεροι συνθηκην ενωπιον του Κυριου? και εκαθητο ο Δαβιδ εντος του δασους, ο δε Ιωναθαν ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου.
19 Ám a zífbeliek felmentek Saulhoz Gibeába és azt mondták: »Íme, nem nálunk lappang-e Dávid, az erdő legbiztosabb helyein, a Hahila dombon, amely a sivatagtól jobbra van?19 Ανεβησαν δε οι Ζιφαιοι προς τον Σαουλ εις Γαβαα, λεγοντες, Δεν ειναι κεκρυμμενος ο Δαβιδ εις ημας εν οχυρωμασι εντος του δασους, επι του βουνου Εχελα, του προς τα δεξια Γεσιμων;
20 Nos tehát, ha lelked úgy kívánja, hogy lejöjj, jöjj le: a mi dolgunk lesz, hogy őt a király kezébe adjuk.«20 τωρα λοιπον, βασιλευ, καταβα, καθ' ολην την επιθυμιαν της ψυχης σου εις το να καταβης? και ημων εργον θελει εισθαι να παραδωσωμεν αυτον εις την χειρα του βασιλεως.
21 Azt mondta erre Saul: »Áldjon meg az Úr titeket, hogy megszántátok sorsomat.21 Και ειπεν ο Σαουλ, Ευλογημενοι σεις παρα Κυριου, διοτι ελαβετε συμπαθειαν προς εμε?
22 Menjetek tehát, kérlek és készítsétek elő szorgalmasabban a dolgot, legyetek szemfülesek és lessétek ki a helyet, merre jár a lába, s ki látta őt ott, mert sejti rólam, hogy ravaszul leselkedem utána.22 υπαγετε λοιπον, βεβαιωθητε ακριβεστερα και μαθετε και ιδετε τον τοπον αυτου, που κρυπτεται, τις ειδεν αυτον εκει? διοτι μοι ειπον οτι μηχανευεται πανουργιας?
23 Lessétek ki és nézzétek meg minden rejtekhelyét, ahol rejtőzik! Ha a dolog biztos, jöjjetek vissza hozzám, hogy elmenjek veletek. Még ha a földbe bújt is, felhajszolom Júda valamennyi ezrede közül!«23 ιδετε λοιπον και μαθετε εν τινι εκ παντων των αποκρυφων τοπων ειναι κεκρυμμενος, και επιστρεψατε προς εμε αφου βεβαιωθητε? και θελω υπαγει με σας? και εαν ηναι εν τη γη ταυτη, βεβαιως θελω εξιχνιασει αυτον μεταξυ πασων των χιλιαδων του Ιουδα.
24 Azok fel is kerekedtek és elmentek Saul előtt Zífbe. Dávid és emberei ekkor Máon pusztájában, a Jesimontól jobbra eső mezőségen voltak.24 Και εσηκωθησαν και υπηγον εις Ζιφ προ του Σαουλ? ο Δαβιδ ομως και οι ανδρες αυτου ησαν εν τη ερημω Μαων, εν τη πεδιαδι κατα τα δεξια του Γεσιμων.
25 Amikor azonban Saul és társai elindultak, hogy megkeressék, Dávid értesült a dologról, s tüstént lement a sziklához, s Máon pusztájában húzta meg magát. Amikor ezt Saul meghallotta, üldözőbe vette Dávidot, Máon pusztájában.25 Υπηγε δε ο Σαουλ και οι ανδρες αυτου να ζητησωσιν αυτον. Και απηγγελθη τουτο προς τον Δαβιδ? οθεν κατεβη εις την πετραν και εκαθητο εν τη ερημω Μαων. Και ακουσας ο Σαουλ, ετρεξε κατοπιν του Δαβιδ εις την ερημον Μαων.
26 Saul a hegy egyik oldalán haladt, Dávid pedig és emberei a hegy másik oldalán voltak. Dávid már-már kezdte elveszíteni reményét, hogy megmenekülhet Saul színe elől, mert Saul és emberei koszorú módjára körülvették Dávidot és embereit, hogy elfogják őket.26 Και ο μεν Σαουλ επορευετο κατα τουτο το μερος του ορους, ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου κατ' εκεινο το μερος του ορους? και εσπευσεν ο Δαβιδ να φυγη απο προσωπου του Σαουλ? πλην ο Σαουλ και οι ανδρες αυτου περιεκυκλωσαν τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου, δια να συλλαβωσιν αυτους.
27 Ekkor azonban követ érkezett Saulhoz és azt mondta: »Siess és jöjj, mert a filiszteusok betörtek az országba.«27 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Σαουλ, λεγων, Σπευσον και ελθε, διοτι οι Φιλισταιοι εφωρμησαν εις την γην.
28 Erre Saul megfordult és abbahagyta Dávid üldözését, s a filiszteusok ellen vonult. Ezért nevezték el azt a helyet Elválasztó-sziklának.28 Οθεν επεστρεψεν ο Σαουλ απο του να διωκη κατοπιν του Δαβιδ, και υπηγεν εις συναντησιν των Φιλισταιων? δια τουτο ωνομασαν εκεινον τον τοπον, Σελα-αμμαλεκωθ.
29 24-1 24-1 Ανεβη δε ο Δαβιδ εκειθεν και εκαθησεν εν οχυροις τοποις της Εν-γαδδι.