Rút könyve 2
1234
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Volt pedig Noémi férjének, Elimeleknek egy rokona, aki hatalmas és igen gazdag ember volt; Boóznak hívták. | 1 Ειχε δε η Ναομι συγγενη τινα του ανδρος αυτης, ανθρωπον δυνατον εν ισχυι, εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ? και το ονομα αυτου Βοοζ. |
2 A moábi Rút így szólt anyósához: »Ha parancsolod, elmegyek a mezőre, és összeszedem azokat a kalászokat, amelyek az aratók kezét elkerülik, ott, ahol hozzám irgalmas gazdának kegyére találok.« Noémi ezt válaszolta neki: »Menj csak, lányom!« | 2 Και ειπεν η Ρουθ η Μωαβιτις προς την Ναομι, Ας υπαγω, παρακαλω, εις τον αγρον δια να συναξω ασταχυα κατοπιν ουτινος ευρω χαριν εις τους οφθαλμους? και ειπε προς αυτην, Υπαγε, θυγατηρ μου. |
3 Elment tehát, és összeszedegette a kalászokat az aratók után. Úgy esett azonban, hogy annak a mezőnek a Boóz nevű, Elimelek nemzetségéből való ember volt a gazdája. | 3 Και υπηγε και ελθουσα εσταχυολογει εν τω αγρω κατοπιν των θεριστων? και ετυχεν εν μερει του αγρου του Βοοζ, οστις ητο εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ. |
4 És ő íme, éppen akkor kijött Betlehemből. Köszöntötte az aratókat: »Az Úr legyen veletek!« Azok ezt felelték neki: »Áldjon meg az Úr!« | 4 Και ιδου, ο Βοοζ ηλθεν εκ Βηθλεεμ και ειπε προς τους θεριστας, Κυριος μεθ' υμων. Και απεκριθησαν προς αυτον, Κυριος να σε ευλογηση. |
5 Boóz ezután megkérdezte az aratókra felügyelő legénytől: »Kié ez a lány?« | 5 Τοτε ειπεν ο Βοοζ προς τον υπηρετην αυτου, τον επιστατην των θεριστων, Τινος ειναι η νεα αυτη; |
6 Az ezt válaszolta: »Ez az a moábi asszony, aki Noémivel jött Moáb földjéről. | 6 Και ο υπηρετης ο επιστατης των θεριστων απεκριθη και ειπεν, ειναι η νεα η Μωαβιτις, η επιστρεψασα μετα της Ναομι εκ γης Μωαβ? |
7 Kérte, hogy az aratók nyomában járva felszedhesse az elszórt kalászokat. Reggeltől egyfolytában itt van a mezőn, egy pillanatra sem tért be a házba.« | 7 και ειπεν, Ας σταχυολογησω, παρακαλω, και ας συναξω τι μεταξυ των δεματιων κατοπιν των θεριστων? και ηλθε και εσταθη απο πρωιας εως ταυτης της ωρας? ολιγον μονον ανεπαυθη εν τη οικια. |
8 Azt mondta erre Boóz Rútnak: »Halld, lányom, ne is menj más mezőre böngészni, el ne távozz erről a helyről! Csatlakozz szolgáimhoz, | 8 Και ειπεν ο Βοοζ προς την Ρουθ, Δεν ακουεις, θυγατηρ μου; μη υπαγης να σταχυολογησης εν αλλω αγρω, μηδε να αναχωρησης εντευθεν, αλλα μενε ενταυθα μετα των κορασιων μου? |
9 és menj utánuk, amerre aratnak. Meghagytam ugyanis legényeimnek, hogy senki se bántson. Sőt, ha megszomjazol, csak menj oda az edényekhez, s igyál a vízből, amelyből legényeim is isznak!« | 9 ας ηναι οι οφθαλμοι σου επι τον αγρον οπου θεριζουσι, και υπαγε κατοπιν αυτων? δεν προσεταξα εγω εις τους νεους να μη σε εγγισωσι; και οταν διψησης υπαγε εις τα αγγεια και πινε απο ο, τι αντλησωσιν οι νεοι. |
10 Erre ő arcra borult, a földig hajtotta magát, és azt mondta neki: »Hogyan lehet az, hogy kegyelmet találtam színed előtt, és ismerni méltóztatsz engem, az idegen asszonyt?« | 10 Η δε επεσε κατα προσωπον και προσεκυνησεν εως εδαφους και ειπε προς αυτον, Πως εγω ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, ωστε να λαβης προνοιαν περι εμου, ενω ειμαι ξενη; |
11 Boóz azt felelte neki: »Hírül adtak nekem mindent, hogy mit cselekedtél anyósoddal férjed halála után, hogy elhagytad szüleidet és a földet, amelyen születtél, és eljöttél ahhoz a néphez, amelyet azelőtt nem ismertél. | 11 Και ο Βοοζ απεκριθη και ειπε προς αυτην, Ανηγγελθησαν προς εμε ακριβως παντα οσα εκαμες εις την πενθεραν σου μετα τον θανατον του ανδρος σου? και οτι αφηκας τον πατερα σου και την μητερα σου και την γην της γεννησεως σου, και ηλθες προς λαον, τον οποιον δεν εγνωριζες προτερον? |
12 Fizessen meg neked az Úr cselekedetedért, és nyerj teljes jutalmat az Úrtól, Izrael Istenétől, akihez jöttél, s akinek szárnya alá menekültél.« | 12 ο Κυριος να ανταμειψη το εργον σου, και ο μισθος σου να ηναι πληρης παρα Κυριου του Θεου του Ισραηλ, υπο τας πτερυγας του οποιου ηλθες να σκεπασθης. |
13 Erre ő így szólt: »Kegyelmet találtam színed előtt, uram, megvigasztaltál, és szolgálódnak a szívéhez szóltál, noha nem is tartozom szolgálóid közé!« | 13 Η δε ειπεν, Ας ευρω χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου? επειδη με παρηγορησας και επειδη ελαλησας ευμενως προς την δουλην σου, αν και εγω δεν ειμαι ουδε ως μια των θεραπαινιδων σου. |
14 Boóz ezután azt mondta neki: »Ha eljön az evés órája, gyere ide, egyél az eledelből, és mártsd be falatodat az ecetbe!« Ő le is ült az aratók mellé, és kapott egy nagy halom árpadarát. Evett és jóllakott, a maradékot pedig eltette. | 14 Και ειπε προς αυτην ο Βοοζ την ωραν του φαγητου, Ελθε και φαγε εκ του αρτου και βρεξον το ψωμιον σου εις το οξος. Και αυτη εκαθισεν εις τα πλαγια των θεριστων? εκεινος δε εδωκεν εις αυτην σιτον πεφρυγανισμενον, και εφαγε και εχορτασθη και επερισσευσε. |
15 Aztán felkelt onnan, hogy a szokott módon kalászt szedegessen. Ekkor Boóz megparancsolta a legényeinek: »Ha aratni akarna veletek, ne tiltsátok meg neki, | 15 Και εσηκωθη να σταχυολογηση, και προσεταξεν ο Βοοζ εις τους νεους αυτου, λεγων, Και μεταξυ των δεματιων ας σταχυολογη, και μη επιπληττετε αυτην? |
16 sőt szántszándékkal dobáljatok el és szórjatok szét kévéitekből, hogy pironkodás nélkül felszedhesse. Ha pedig szedeget, senki se dorgálja meg.« | 16 και μαλιστα αφινετε να πιπτη τι απο των χειροβολων δια αυτην και αφινετε να συλλεγη και μη ελεγχετε αυτην. |
17 Így szedegetett ő a mezőn estig; akkor, amit szedett, egy bottal kicsépelte, kiverte, és körülbelül egy éfa mennyiségű (azaz három véka) árpára tett szert. | 17 Και εσταχυολογησεν εν τω αγρω εως εσπερας και εκοπανισεν οσον εσταχυολογησε? και ητο εως εν εφα κριθης. |
18 Ezt aztán elvitte, visszatért a városba, és megmutatta anyósának. Aztán elővette és adott neki annak az ételnek a maradékából is, amellyel jóllakott. | 18 Και εσηκωσεν αυτο και εισηλθεν εις την πολιν? και ειδεν η πενθερα αυτης οσον εσταχυολογησε? και εκβαλουσα η Ρουθ, εδωκεν εις αυτην ο, τι ειχε περισσευσει αφου εχορτασθη. |
19 Anyósa ekkor megkérdezte tőle: »Hol szedegettél, hol dolgoztál ma? Áldott legyen, aki megkönyörült rajtad!« Erre ő elbeszélte neki, hogy kinél dolgozott. Megmondta a férfi nevét, hogy Boóznak hívják. | 19 Και ειπε προς αυτην η πενθερα αυτης, Που εσταχυολογησας σημερον; και που εδουλευσας; ευλογημενος να ηναι εκεινος οστις ελαβε προνοιαν περι σου. Και εκεινη εφανερωσε προς την πενθεραν αυτης εις τινος αγρον εδουλευσε και ειπε, το ονομα του ανθρωπου, εις τον οποιον εδουλευσα σημερον, ειναι Βοοζ. |
20 Noémi azt felelte: »Áldja meg az Úr, mert azt az irgalmat, amelyet az élőkkel művelt, megőrizte a holtak iránt is.« Majd hozzátette: »Rokonunk az az ember.« | 20 Και ειπεν η Ναομι προς την νυμφην αυτης, Ευλογημενος παρα Κυριου εκεινος οστις δεν αφηκε το ελεος αυτου προς τους ζωντας και προς τους τεθνεωτας. Και ειπε προς αυτην η Ναομι, Συγγενης ημων ειναι ο ανθρωπος ουτος εκ των πλησιον συγγενων ημων. |
21 Rút ezután így szólt: »Azt is meghagyta nekem, hogy mindaddig csatlakozzam aratóihoz, amíg az egész vetést le nem aratják.« | 21 Και ειπεν η Ρουθ η Μωαβιτις, Αυτος με ειπε προσετι, Συ θελεις μενει μετα των ανθρωπων μου, εωσου τελειωσωσιν ολον τον θερισμον μου. |
22 Az anyósa ezt válaszolta: »Jobb is, lányom, ha az ő szolgálóival mégy ki aratni, nehogy más mezőn zaklasson valaki.« | 22 Και ειπεν η Ναομι προς την Ρουθ την νυμφην αυτης, Ειναι καλον, θυγατηρ μου, να εκβαινης μετα των κορασιων αυτου, και να μη σε απαντησωσιν εν αλλω αγρω. |
23 Csatlakozott tehát Boóz szolgálóihoz, és addig aratott velük, amíg raktárakba nem takarították az árpát meg a búzát. | 23 Και προσεκολληθη εις τα κορασια του Βοοζ δια να σταχυολογη, εωσου τελειωση ο θερισμος των κριθων και ο θερισμος του σιτου? και εκαθητο μετα της πενθερας αυτης. |