Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Malakiás jövendölése 1


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Jövendölés. Az Úr szava Izrael ellen Malakiás által.1 Το φορτιον του λογου του Κυριου δια χειρος Μαλαχιου προς Ισραηλ.
2 »Szeretlek titeket – mondja az Úr –, de ti azt mondjátok: ‘Miben mutatod meg szeretetedet irántunk?’ – Nemde Ézsau a testvére volt Jákobnak? – mondja az Úr –, és én mégis Jákobot szerettem,2 Εγω σας ηγαπησα, λεγει Κυριος? και σεις ειπετε, Εις τι μας ηγαπησας; δεν ητο ο Ησαυ αδελφος του Ιακωβ; λεγει Κυριος? πλην ηγαπησα τον Ιακωβ,
3 Ézsaut pedig gyűlöltem, és hegyeit pusztává tettem, örökségét pedig a sakálok pusztaságává.3 τον δε Ησαυ εμισησα και κατεστησα τα ορη αυτου ερημωσιν και την κληρονομιαν αυτου κατοικιας ερημου.
4 Ha Edom azt mondja: ‘Elpusztultunk ugyan, de majd ismét felépítjük azt, ami elpusztult’ – erre azt mondja a Seregek Ura: Hát csak építsék fel ők, én majd elpusztítom! ‘Gonoszság országá’-nak nevezik majd őket, és ‘olyan népnek, melyre örökké haragszik az Úr.’4 Και εαν ο Εδωμ ειπη, Ημεις εταλαιπωρηθημεν, πλην θελομεν οικοδομησει εκ νεου τους ηρημωμενους τοπους, ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Αυτοι θελουσιν οικοδομησει αλλ' εγω θελω καταστρεψει? και θελουσιν ονομασθη, Οριον ανομιας, και, Ο λαος κατα του οποιου ο Κυριος ηγανακτησε διαπαντος.
5 Saját szemetek látja majd ezt, és magatok mondjátok: »Nagy az Úr Izrael határain túl is!«5 Και οι οφθαλμοι σας θελουσιν ιδει και σεις θελετε ειπει, Εμεγαλυνθη ο Κυριος απο του οριου του Ισραηλ.
6 A fiú tiszteli atyját és a szolga urát. Ha tehát én atya vagyok, hol az én tiszteletem, és ha én Úr vagyok, hol a félelem tőlem? – mondja a Seregek Ura nektek, papok, akik megvetitek nevemet. Azt kérdezitek: ‘Miben vetettük meg nevedet?’6 Ο υιος τιμα τον πατερα και ο δουλος τον κυριον αυτου? αν λοιπον εγω ημαι πατηρ, που ειναι η τιμη μου; και αν κυριος εγω, που ο φοβος μου; λεγει ο Κυριος των δυναμεων προς εσας, ιερεις, οιτινες καταφρονειτε το ονομα μου, και λεγετε, Εις τι κατεφρονησαμεν το ονομα σου;
7 Tisztátalan kenyeret mutattok be oltáromon! Azt kérdezitek: ‘Mivel tettük tisztátalanná?’ Azzal, hogy azt gondoljátok: ‘Az Úr asztalát semmibe sem kell venni!’7 Προσεφερετε αρτον μεμιασμενον επι του θυσιαστηριου μου και ειπετε, Εις τι σε εμιαναμεν; Εις το οτι λεγετε, Η τραπεζα του Κυριου ειναι αξιοκαταφρονητος.
8 Ha vak állatot mutattok be áldozatul, nem rossz-e az? És ha sánta és beteg állatot mutattok be, nem rossz-e az? Vinnéd csak a helytartódnak, vajon tetszenék-e neki és kegyesen tekintene-e rád? – mondja a Seregek Ura. –8 Και αν προσφερητε τυφλον εις θυσιαν, δεν ειναι κακον; και αν προσφερητε χωλον η αρρωστον, δεν ειναι κακον; προσφερε τωρα τουτο εις τον αρχηγον σου? θελει αρα γε ευαρεστηθη εις σε η υποδεχθη το προσωπον σου; λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
9 De most aztán könyörögjetek Istenhez, hogy irgalmazzon nektek! Bizony, a ti kezetek művelte ezt. Vajon kegyesen tekint-e rátok? – mondja a Seregek Ura. –9 Και τωρα λοιπον δεηθητε του Θεου δια να ελεηση ημας? εξ αιτιας σας εγεινε τουτο? θελει αρα γε υποδεχθη τα προσωπα σας; λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
10 Bárcsak inkább bezárná valaki közületek a kapukat, hogy ne gyújthassanak tüzet oltáromon hiába! Nem lelem én kedvemet bennetek – mondja a Seregek Ura –, és a ti kezetektől nem fogadok el én ételáldozatot.10 Τις ειναι και μεταξυ σας, οστις ηθελε κλεισει τας θυρας, δια να μη αναπτητε πυρ επι το θυσιαστηριον μου ματαιως; δεν εχω ευχαριστησιν εις εσας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και δεν θελω δεχθη προσφοραν εκ της χειρος σας.
11 Hiszen napkelettől napnyugatig nagy az én nevem a nemzetek között, és minden helyen tiszta ételáldozatot áldoznak és mutatnak be nevemnek. Bizony, nagy az én nevem a nemzetek között – mondja a Seregek Ura –,11 Διοτι απο ανατολων ηλιου εως δυσμων αυτου το ονομα μου θελει εισθαι μεγα μεταξυ των εθνων, και εν παντι τοπω θελει προσφερεσθαι θυμιαμα εις το ονομα μου και θυσια καθαρα? διοτι μεγα θελει εισθαι το ονομα μου μεταξυ των εθνων, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
12 de ti megszentségtelenítitek, amikor azt hiszitek, hogy ‘az Úr asztala szennyes, és a rátett ételeket, éppúgy semmibe sem kell venni.’12 Σεις ομως εβεβηλωσατε αυτο, λεγοντες, Η τραπεζα του Κυριου ειναι μεμιασμενη, και τα επιτιθεμενα επ' αυτην, το φαγητον αυτης, αξιοκαταφρονητον.
13 És azt mondjátok: ‘Íme, milyen sok munka!’ És könnyelműen elintézitek – mondja a Seregek Ura –, és idehoztok rablottat, sántát és beteget, és bemutatjátok áldozatul. Vajon elfogadjam-e az ilyent kezetekből? – mondja az Úr. –13 Σεις ειπετε ετι, Ιδου, οποια ενοχλησις? και κατεφρονησατε αυτην, λεγει ο Κυριος των δυναμεων? και εφερατε το ηρπαγμενον και το χωλον και το αρρωστον, ναι, τοιαυτην προσφοραν εφερατε? ηθελον δεχθη αυτην εκ της χειρος σας; λεγει Κυριος.
14 Átkozott a csalárd ember, akinek van a nyájában ép hím állatja, és ha fogadalmat tesz, gyenge állatot mutat be áldozatul az Úrnak, noha nagy király vagyok én – mondja a Seregek Ura –, és rettegik nevemet a nemzetek között!14 Οθεν επικαταρατος ο απατεων, οστις εχει εν τω ποιμνιω αυτου αρσεν και καμνει ευχην και θυσιαζει εις τον Κυριον πραγμα διεφθαρμενον? διοτι εγω ειμαι βασιλευς μεγας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και το ονομα μου ειναι τρομερον εν τοις εθνεσι.