Habakuk jövendölése 3
123
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Habakuk próféta imádsága. A siralmak szerint. | 1 προσευχη αμβακουμ του προφητου μετα ωδης |
2 Uram, eljutott hozzám a te híred, és én megrettentem tetteidtől. Keltsd életre művedet, Uram, a mi időnkben is, a közeli években tedd ismeretessé! De haragodban is gondolj az irgalomra! | 2 κυριε εισακηκοα την ακοην σου και εφοβηθην κατενοησα τα εργα σου και εξεστην εν μεσω δυο ζωων γνωσθηση εν τω εγγιζειν τα ετη επιγνωσθηση εν τω παρειναι τον καιρον αναδειχθηση εν τω ταραχθηναι την ψυχην μου εν οργη ελεους μνησθηση |
3 Jön az Isten Témán felől, és a Szent a Párán hegye felől; dicsősége elborítja az egeket, és dicséretével telve van a föld. | 3 ο θεος εκ θαιμαν ηξει και ο αγιος εξ ορους κατασκιου δασεος διαψαλμα εκαλυψεν ουρανους η αρετη αυτου και αινεσεως αυτου πληρης η γη |
4 Ragyogása olyan, mint a napfény: sugarak törnek elő kezéből, ott van elrejtve ereje. | 4 και φεγγος αυτου ως φως εσται κερατα εν χερσιν αυτου και εθετο αγαπησιν κραταιαν ισχυος αυτου |
5 Színe előtt halad a halál, s a dögvész jár lába előtt. | 5 προ προσωπου αυτου πορευσεται λογος και εξελευσεται εν πεδιλοις οι ποδες αυτου |
6 Megáll, és megrendíti a földet, tekintetével szétszórja a nemzeteket; és összetörnek az örök hegyek, meghajlanak az ősrégi halmok örökkévalóságának útjain. | 6 εστη και εσαλευθη η γη επεβλεψεν και διετακη εθνη διεθρυβη τα ορη βια ετακησαν βουνοι αιωνιοι |
7 Nyomorúságban látom Etiópia sátrait, reszketnek Mádián földjének sátorlapjai. | 7 πορειας αιωνιας αυτου αντι κοπων ειδον σκηνωματα αιθιοπων πτοηθησονται και αι σκηναι γης μαδιαμ |
8 Vajon a folyókra haragszol-e, Uram, vagy a folyók ellen irányul-e bosszúd, vagy a tenger ellen haragod, hogy felszállsz lovaidra, és diadalmas szekereidre? | 8 μη εν ποταμοις ωργισθης κυριε η εν ποταμοις ο θυμος σου η εν θαλασση το ορμημα σου οτι επιβηση επι τους ιππους σου και η ιππασια σου σωτηρια |
9 Feszítve megfeszíted íjadat, a tegzed tele van nyíllal. Folyókat hasítasz a földbe. | 9 εντεινων εντενεις το τοξον σου επι τα σκηπτρα λεγει κυριος διαψαλμα ποταμων ραγησεται γη |
10 Látásodra megrendülnek a hegyek, kiáradnak az örvénylő vizek, hallatja hangját a mélység, magasra emeli kezét. | 10 οψονται σε και ωδινησουσιν λαοι σκορπιζων υδατα πορειας αυτου εδωκεν η αβυσσος φωνην αυτης υψος φαντασιας αυτης |
11 Nap és hold megállnak hajlékukban, nyilaid fényességében, villogó lándzsád ragyogásában letűnnek. | 11 επηρθη ο ηλιος και η σεληνη εστη εν τη ταξει αυτης εις φως βολιδες σου πορευσονται εις φεγγος αστραπης οπλων σου |
12 Bosszúságodban taposod a földet, haragodban megbénítod a nemzeteket. | 12 εν απειλη ολιγωσεις γην και εν θυμω καταξεις εθνη |
13 Kivonulsz néped megszabadítására, felkentednek megszabadítására. Levered a gonosz házának tetejét, egészen a szikláig feltárod alapját. | 13 εξηλθες εις σωτηριαν λαου σου του σωσαι τους χριστους σου εβαλες εις κεφαλας ανομων θανατον εξηγειρας δεσμους εως τραχηλου διαψαλμα |
14 Bárdaiddal átszegezed harcosainak vezérét, akik szélvészként törnek elő, hogy szétszórjanak engem; akik ujjonganak, hogy elnyelik rejtekhelyén a szegényt. | 14 διεκοψας εν εκστασει κεφαλας δυναστων σεισθησονται εν αυτη διανοιξουσιν χαλινους αυτων ως εσθων πτωχος λαθρα |
15 Utat készítesz lovaidnak a tengerben, a nagy vizek iszapjában. | 15 και επεβιβασας εις θαλασσαν τους ιππους σου ταρασσοντας υδωρ πολυ |
16 Mikor ezt hallottam, megrendült a belsőm, e szóra megremegtek ajkaim. korhadás hatolt csontjaimba, megremegtek lépteim. Vajha én nyugton lehetnék a szorongatás napján, mely eljön a minket sanyargató népre! | 16 εφυλαξαμην και επτοηθη η κοιλια μου απο φωνης προσευχης χειλεων μου και εισηλθεν τρομος εις τα οστα μου και υποκατωθεν μου εταραχθη η εξις μου αναπαυσομαι εν ημερα θλιψεως του αναβηναι εις λαον παροικιας μου |
17 Mert nem virágzik majd akkor a fügefa, és nem fakad rügy a szőlőkben; elpusztul az olajfa termése, s a szántóföldek nem hoznak élelmet; kivész az akolból a juh, és nem lesz marha a jászoloknál: | 17 διοτι συκη ου καρποφορησει και ουκ εσται γενηματα εν ταις αμπελοις ψευσεται εργον ελαιας και τα πεδια ου ποιησει βρωσιν εξελιπον απο βρωσεως προβατα και ουχ υπαρχουσιν βοες επι φατναις |
18 én azonban örvendezem az Úrban, és vigadozom szabadító Istenemben. | 18 εγω δε εν τω κυριω αγαλλιασομαι χαρησομαι επι τω θεω τω σωτηρι μου |
19 Az Isten, az Úr az én erősségem, és ő olyanná teszi lábamat, mint a szarvasét; és felvezet engem magaslataimra. Az énekmesternek: húros hangszerre. | 19 κυριος ο θεος δυναμις μου και ταξει τους ποδας μου εις συντελειαν επι τα υψηλα επιβιβα με του νικησαι εν τη ωδη αυτου . |