Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Számok könyve 24


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Mivel pedig Bálám látta, hogy úgy tetszik az Úrnak, hogy áldja meg Izraelt, el sem ment, mint ahogy azelőtt elment, hogy a jövendőt megkérdezze, hanem arcát a puszta felé fordította1 Και ιδων ο Βαλααμ οτι ητο αρεστον ενωπιον του Κυριου να ευλογηση τον Ισραηλ, δεν υπηγε, καθως αλλοτε, να ζητηση μαντειας, αλλ' εστησε το προσωπον αυτου προς την ερημον.
2 és felemelte szemét, mire meglátta Izraelt, amint sátraiban törzsei szerint táborozott. Ekkor leszállt rá Isten lelke,2 Και ανυψωσεν ο Βαλααμ τους οφθαλμους αυτου και ειδε τον Ισραηλ κατεσκηνωμενον κατα τας φυλας αυτων? και ηλθεν επ' αυτον το πνευμα του Θεου.
3 ő pedig elkezdte példázatát, s azt mondta: »Szól Bálám, Beor fia, szól a bezárt szemű ember,3 Και αρχισας την παραβολην αυτου ειπε, Βαλααμ ο υιος του Βεωρ ειπε, και ο ανθρωπος, ο εχων ανοικτους τους οφθαλμους αυτου, ειπεν?
4 szól, aki Isten beszédeit hallja, aki a Mindenható látomását látja, aki leborul és akkor megnyílik a szeme:4 ειπεν εκεινος, οστις ηκουσε τα λογια του Θεου, Οστις ειδεν ορασιν του Παντοδυναμου, πεσων εις εκστασιν, εχων ομως ανοικτους τους οφθαλμους αυτου.
5 Mily szépek sátraid, Jákob, hajlékaid, ó Izrael!5 Ποσον ωραιαι ειναι αι κατοικιαι σου, Ιακωβ, αι σκηναι σου, Ισραηλ.
6 Mint az erdős völgyek, mint a folyóvíz menti jól öntözött kertek, mint a sátrak, melyeket az Úr állított fel, mint a vizek mentén a cédrusok.6 Ως κοιλαδες ειναι εξηπλωμεναι, ως παραδεισοι εις οχθας ποταμου, ως δενδρα αλοης τα οποια εφυτευσεν ο Κυριος, ως κεδροι πλησιον των υδατων.
7 Ömlik a víz vedreiből, s vetése bőséges vizek közé kerül. Elveti az Úr Ágág miatt királyát, s elveszi a királyságát.7 Θελει εκχεει υδωρ εκ της αντλιας αυτου, και το σπερμα αυτου θελει εισθαι εις υδατα πολλα, και ο βασιλευς αυτου θελει εισθαι υψηλοτερος του Αγαγ, και η βασιλεια αυτου θελει μεγαλυνθη.
8 Isten hozta ki őt Egyiptomból, olyan az ereje, mint az orrszarvúé. Megemészti ellenségeit, a nemzeteket, csontjaikat összezúzza és nyilakkal átlyuggatja.8 Ο Θεος εξηγαγεν αυτον εξ Αιγυπτου? εχει ως δυναμιν μονοκερωτος? θελει καταφαγει τα εθνη τους πολεμιους αυτου, και θελει συντριψει τα οστα αυτων, και θελει κατατοξευσει αυτους με τα βελη αυτου.
9 Ha lefekszik, alszik, mint a hím oroszlán, sőt mint a nőstény oroszlán, melyet senki sem mer fölkelteni. Aki áld téged, legyen áldott, aki átkoz, legyen átkozott.«9 Αναπεσων, εκοιμηθη ως λεων, και ως σκυμνος λεοντος? τις θελει εξεγειρει αυτον; Ευλογημενος ο ευλογων σε και κατηραμενος ο καταρωμενος σε.
10 Megharagudott ekkor Bálák Bálámra és összecsapta kezét és azt mondta: »Azért hívtalak, hogy átkozd meg ellenségeimet, s te éppen fordítva, immár háromszor megáldottad.10 Και εξηφθη ο θυμος του Βαλακ εναντιον του Βαλααμ και συνεκροτησε τας χειρας αυτου? και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, δια να καταρασθης τους εχθρους μου σε εκαλεσα? και ιδου, συ ευλογων ευλογησας αυτους τριτην ταυτην φοραν?
11 Térj vissza lakóhelyedre. Eltökéltem ugyan, hogy felette megtisztellek téged, de az Úr megfosztott téged a tervezett megtiszteltetéstől.«11 τωρα λοιπον φυγε εις τον τοπον σου? ελεγον να σε τιμησω με τιμας? αλλ' ιδου, ο Κυριος σε εστερησε της τιμης.
12 Azt felelte Bálám Báláknak: »Nemde követeidnek, kiket hozzám küldtél, megmondtam:12 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Δεν ειπον και προς τους απεσταλμενους σου, τους οποιους απεστειλας προς εμε, λεγων,
13 Ha tele adja nekem Bálák a házát arannyal s ezüsttel, akkor sem szeghetem meg az Úrnak, az én Istenemnek parancsát, hogy csak valami jót vagy rosszat is a magam szívéből mondjak, hanem amit majd az Úr mond, azt mondom.13 Και αν μοι δωση ο Βαλακ την οικιαν αυτου πληρη αργυριου και χρυσιου, δεν δυναμαι να παραβω την προσταγην του Κυριου, ωστε να καμω καλον η κακον απ' εμαυτου, αλλ' ο, τι ο Κυριος λαληση, τουτο θελω ειπει;
14 Ám mielőtt elmegyek népemhez, hadd adjak tanácsot, mit tegyen néped ezzel a néppel az utolsó időkben.«14 και τωρα, ιδου, εγω υπαγω προς τον λαον μου? ελθε λοιπον να σοι φανερωσω τι θελει καμει ο λαος ουτος εις τον λαον σου εις τας εσχατας ημερας.
15 Erre elkezdte példázatát és ismét szólt: »Szól Bálám, Beor fia, szól a bezárt szemű ember,15 Και αρχισας την παραβολην αυτου ειπε, Βαλααμ ο υιος του Βεωρ ειπε, και ο ανθρωπος, ο εχων ανοικτους τους οφθαλμους αυτου, ειπεν?
16 szól, aki Isten beszédeit hallja, aki a Fölséges tudományát tudja, s a Mindenható látomásait látja leborulva, s megnyílt szemmel:16 ειπεν εκεινος, οστις ηκουσε τα λογια του Θεου, και ελαβε την γνωσιν του Υψιστου, οστις ειδεν ορασιν του Παντοδυναμου, πεσων εις εκστασιν, εχων ομως ανοικτους τους οφθαλμους αυτου?
17 Látom őt, de nincs még itt, nézem őt, de nincs még közel. Csillag támad Jákobból és királyi pálca kél fel Izraelből s megveri Moáb fejedelmeit, mind elpusztítja Szetnek gyermekeit.17 Θελω ιδει αυτον, αλλ' ουχι τωρα? θελω θεωρησει αυτον, αλλ' ουχι εκ του πλησιον? θελει ανατειλει αστρον εξ Ιακωβ, και θελει αναστηθη σκηπτρον εκ του Ισραηλ, και θελει παταξει τους αρχηγους Μωαβ, και εξολοθρευσει παντας τους υιους του Σηθ?
18 Az ő birtoka lesz Edom, Szeír öröksége: ellenségeire száll, de Izrael hatalmat gyakorol.18 και ο Εδωμ θελει εισθαι κληρονομια, και ο Σηειρ θελει εισθαι κληρονομια εις τους εχθρους αυτου? και ο Ισραηλ θελει πραξει εν ισχυι?
19 Jákob sarja uralkodni fog s elpusztítja a Város maradékait.«19 και θελει εξελθει εξ Ιακωβ ο εξουσιαζων, και θελει εξολοθρευσει τον διασωθεντα εκ της πολεως.
20 Amikor pedig meglátta az amalekitákat, elkezdte példázatát, s azt mondta: »Amalek első a nemzetek közül, de az utolsó szálig elpusztul.«20 Και ιδων τον Αμαληκ, ηρχισε την παραβολην αυτου και ειπεν, Ο Αμαληκ ειναι αρχη των εθνων? αλλ' εν τω τελει αυτου θελει αφανισθη.
21 Látta a kenitákat is, s elkezdte példázatát és azt mondta: »Bár erős a lakóhelyed, de ha szirtre helyezed is fészked,21 Και ιδων τον Κεναιον, ηρχισε την παραβολην αυτου και ειπεν, Ισχυρα ειναι η κατοικια σου, και θετεις την φωλεαν σου επι την πετραν?
22 s választottja leszel is Kain nemzetségének. Meddig maradhatsz meg? Asszúr ugyanis fogságba visz téged.«22 πλην ο Κεναιος θελει καταπορθηθη, εωσου σε φερη αιχμαλωτον ο Ασσουρ.
23 Majd elkezdte példázatát és ismét szólt: »Jaj, ki akar élni, amikor ezt megteszi Isten?23 Και επανελαβε την παραβολην αυτου και ειπεν, Ω τις θελει ζησει, οταν ο Θεος καμη τουτο;
24 Hadihajókon jönnek a ciprusiak, az asszírok fölé kerekednek, elpusztítják a hébereket s végül maguk is elvesznek.«24 Και πλοια θελουσιν ελθει απο των παραλιων των Κητιαιων, και θελουσι καταθλιψει τον Ασσουρ, και θελουσι καταθλιψει τον Εβερ? αλλα και εκεινοι θελουσιν εξαφανισθη.
25 Felkelt erre Bálám és visszatért lakóhelyére, s Bálák is hazament azon az úton, amelyen jött.25 Και σηκωθεις ο Βαλααμ ανεχωρησε και επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου? ο δε Βαλακ απηλθε και αυτος εις την οδον αυτου.