Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Számok könyve 22


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Aztán elindultak, és Moáb mezőségén ütöttek tábort, ott, ahol a Jordánon túl Jerikó fekszik.1 Και σηκωθεντες οι υιοι Ισραηλ εστρατοπεδευσαν εις τας πεδιαδας του Μωαβ, παρα τον Ιορδανην, κατεναντι της Ιεριχω.
2 Amikor pedig látta Bálák, Szefor fia mindazt, amit Izrael az amoritával cselekedett,2 Και Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ ειδε παντα οσα εκαμεν ο Ισραηλ εις τους Αμορραιους.
3 s hogy igen félnek tőle a moabiták, s támadását kiállni nem tudnák,3 Και εφοβηθη ο Μωαβ τον λαον σφοδρα, διοτι ησαν πολλοι? και ητο ο Μωαβ εις αμηχανιαν εξ αιτιας των υιων Ισραηλ.
4 azt mondta Mádián véneinek: »Úgy eltöröl ez a nép mindenkit, aki határainkban lakik, mint az ökör a füvet, amelyet tövig lerág.« Ő volt abban az időben a király Moábban.4 Και ειπεν ο Μωαβ προς τους πρεσβυτερους του Μαδιαμ, Τωρα θελει καταφαγει το πληθος τουτο παντα τα περιξ ημων, καθως ο βους κατατρωγει τον χορτον της πεδιαδος. Και Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ ητο βασιλευς των Μωαβιτων κατ' εκεινον τον καιρον.
5 Követeket küldött tehát a jövendőmondó Bálámhoz, Beor fiához, aki Ammon fiainak földjén, a folyóvíz mellett lakott, hogy hívják el, s mondják neki: »Íme, egy nép kijött Egyiptomból, ellepte ennek a földnek a színét, s letelepedett velem szemben.5 Και απεστειλε πρεσβεις προς τον Βαλααμ, υιον του Βεωρ, εις Φεθορα, κειμενην πλησιον του ποταμου της γης των υιων του λαου αυτου, δια να προσκαλεση αυτον, λεγων, Ιδου, λαος εξηλθεν εξ Αιγυπτου? ιδου, περικαλυπτει το προσωπον της γης, και καθηται εναντιον μου?
6 Gyere tehát, átkozd meg ezt a népet, mert erősebb nálam, akkor talán megverhetem valahogy és kiűzhetem földemről: tudom ugyanis, hogy áldott, akit te megáldasz, s átkozott, akire te átkot szórsz.«6 τωρα λοιπον ελθε, σε παρακαλω, καταρασθητι μοι τον λαον τουτον, διοτι ειναι δυνατωτερος μου? ισως υπερισχυσω, να παταξωμεν αυτους και να εκδιωξω αυτους εκ της γης? επειδη εξευρω, οτι οντινα ευλογησης ειναι ευλογημενος, και οντινα καταρασθης ειναι κατηραμενος.
7 Elmentek tehát Moáb vénei és Mádián vénei, kezükben a jövendölés díjával. Amikor aztán eljutottak Bálámhoz, s elmondták neki Bálák minden szavát,7 Και υπηγαν οι πρεσβυτεροι του Μωαβ και οι πρεσβυτεροι του Μαδιαμ, φεροντες τα δωρα της μαντειας εις τας χειρας αυτων? και ηλθον προς Βαλααμ και ειπον προς αυτον τους λογους του Βαλακ.
8 az így felelt: »Maradjatok itt ez éjjel, s én majd azt felelem, amit az Úr mond nekem.« Ott maradtak tehát Bálámnál. Eljött ekkor Isten, s azt mondta neki:8 Ο δε ειπε προς αυτους, Μεινατε ενταυθα ταυτην την νυκτα και θελω αποκριθη εις εσας ο, τι λαληση ο Κυριος προς εμε. Και εμειναν μετα του Βαλααμ οι αρχοντες του Μωαβ.
9 »Mit keresnek ezek az emberek nálad?«9 Και ηλθεν ο Θεος εις τον Βαλααμ και ειπε, Τι θελουσιν οι ανθρωποι ουτοι μετα σου;
10 Ő azt felelte: »Bálák, Szefor fia, a moabiták királya küldte őket hozzám,10 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Θεον, Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ, βασιλευς του Μωαβ, απεστειλε προς εμε λεγων,
11 ezzel az üzenettel: ‘Íme, az a nép, amely kijött Egyiptomból, ellepte e föld színét: gyere, s átkozd meg, akkor talán valahogy megküzdhetek vele, s elűzhetem.’«11 Ιδου, λαος εξηλθεν εξ Αιγυπτου και κατεκαλυψε το προσωπον της γης? ελθε τωρα, καταρασθητι μοι αυτον? ισως υπερισχυσω να νικησω αυτον και να εκδιωξω αυτον.
12 Azt mondta erre Isten Bálámnak: »Ne menj el velük, s ne átkozd meg azt a népet, mert áldott az.«12 Και ειπεν ο Θεος προς τον Βαλααμ, Μη υπαγης μετ' αυτων? μη καταρασθης τον λαον, διοτι ειναι ευλογημενος.
13 Felkelt tehát reggel és azt mondta a fejedelmeknek: »Menjetek földetekre, mert az Úr megtiltotta nekem, hogy veletek menjek.«13 Και σηκωθεις την αυγην ο Βαλααμ ειπε προς τους αρχοντας του Βαλακ, Υπαγετε εις την γην σας? διοτι δεν μοι συγχωρει ο Κυριος να ελθω μεθ' υμων.
14 Visszatértek tehát a fejedelmek, s elmondták Báláknak: »Nem akart Bálám eljönni mivelünk.«14 Και σηκωθεντες οι αρχοντες του Μωαβ, ηλθον προς τον Βαλακ και ειπον, Δεν θελει ο Βαλααμ να ελθη μεθ' ημων.
15 Erre ő ismét elküldött, sokkal több s előkelőbb fejedelmet, mint először küldött.15 Και ο Βαλακ απεστειλε παλιν αρχοντας περισσοτερους και εντιμοτερους τουτων?
16 Amikor ezek eljutottak Bálámhoz, azt mondták: »Ezt üzeni Bálák, Szefor fia: ‘Ne vonakodjál eljönni hozzám.16 και ηλθον προς τον Βαλααμ και ειπον προς αυτον, ουτω λεγει Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ? Μη εμποδισθης, σε παρακαλω, να ελθης προς εμε?
17 Kész vagyok megtisztelni téged, s bármit akarsz, megadom neked: csak gyere, s átkozd meg ezt a népet.’«17 διοτι θελω σε τιμησει με μεγαλας τιμας, και θελω καμει παν ο, τι μοι ειπης? ελθε λοιπον, παρακαλω, καταρασθητι μοι τον λαον τουτον.
18 Azt felelte Bálám: »Ha tele adja nekem Bálák a házát ezüsttel s arannyal, akkor sem változtathatom meg az Úrnak, az én Istenemnek szavát, sem arra, hogy többet, sem arra, hogy kevesebbet mondjak.18 Και απεκριθη ο Βαλααμ και ειπε προς τους δουλους του Βαλακ, Και εαν μοι δωση ο Βαλακ την οικιαν αυτου πληρη αργυριου και χρυσιου, δεν δυναμαι να παραβω τον λογον Κυριου του Θεου μου, δια να καμω ολιγωτερον η περισσοτερον?
19 Kérlek, maradjatok ti is itt ezen az éjszakán, hadd tudjam meg, mit felel ismét az Úr nekem.«19 δια τουτο μεινατε ενταυθα, παρακαλω, και σεις την νυκτα ταυτην, δια να ιδω τι θελει ειπει οτι ο Κυριος προς εμε.
20 Erre eljött Isten éjszaka Bálámhoz, s azt mondta neki: »Ha azért jöttek ezek az emberek, hogy elhívjanak, akkor kelj fel és menj el velük – de csak azt tedd, amit majd parancsolok neked.«20 Και ηλθεν ο Θεος προς τον Βαλααμ την νυκτα και ειπε προς αυτον, Εαν ελθωσιν οι ανθρωποι δια να σε καλεσωσι, σηκωθεις υπαγε μετ' αυτων? πλην ο, τι σοι ειπω, τουτο θελεις καμει.
21 Bálám reggel felkelt, megnyergelte szamarát és elindult velük.21 Και εσηκωθη ο Βαλααμ το πρωι, και εσαμαρωσε την ονον αυτου και υπηγε μετα των αρχοντων του Μωαβ.
22 Ám Isten megharagudott, s azért az Úr angyala odaállt az útra, Bálám elé; ő a szamarán ült, s két szolga volt vele.22 Και εξηφθη η οργη του Θεου οτι υπηγε? και εσταθη αγγελος Κυριου εν τη οδω εμπροσθεν αυτου, δια να εναντιωθη εις αυτον? αυτος δε εκαθητο επι της ονου αυτου και δυο δουλοι αυτου ησαν μετ' αυτου?
23 Amikor a szamár meglátta, hogy ott áll az Úr angyala kivont karddal az úton, letért az útról és a mezőn haladt. Bálám erre megverte, hogy visszaterelje az útra. Ekkor23 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου ισταμενον εν τη οδω, και την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην εν τη χειρι αυτου, εξεκλινεν η ονος εκ της οδου και υπηγαινεν προς την πεδιαδα? και εκτυπησεν ο Βαλααμ την ονον, δια να επαναφερη αυτην εις την οδον.
24 az angyal két szőlőkerítés között egy szűk ösvényre állt.24 Αλλ' ο αγγελος του Κυριου εσταθη εν μια στενη οδω των αμπελωνων, οπου ητο φραγμος εντευθεν και φραγμος εντευθεν?
25 Amikor a szamár meglátta, a falhoz szorult, s odaszorította utasa lábát. Erre ő ismét megverte.25 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου, προσεθλιψεν εαυτην προς τον τοιχον και συνεθλιψε τον ποδα του Βαλααμ εις τον τοιχον? αυτος δε εκτυπησεν αυτην παλιν.
26 Ekkor azonban az angyal egy olyan szűk helyre ment, ahol sem jobbra, sem balra nem lehetett kitérni, s eléje állt.26 Και ο αγγελος του Κυριου υπηγε παρεμπρος, και εσταθη εν στενω τοπω, οπου δεν ητο οδος δια να εκκλινη δεξια η αριστερα?
27 Amikor a szamár meglátta az ott álló angyalt, lefeküdt Bálám alatt. Erre az megharagudott és még jobban csapdosta oldalát botjával.27 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου, συνεκαθησεν υποκατω του Βαλααμ? και θυμωθεις ο Βαλααμ, εκτυπησε την ονον δια της ραβδου.
28 Ekkor megnyitotta az Úr a szamár száját, s az így szólt: »Mit vétettem neked? Miért versz meg engem most már harmadszor?«28 Και ηνοιξεν ο Κυριος το στομα της ονου? και ειπε προς τον Βαλααμ, Τι σοι εκαμα, και με εκτυπησας τριτην ταυτην φοραν;
29 Azt felelte Bálám: »Mert megérdemelted, s játékot űztél velem. Bárcsak lenne kardom, hogy megölhetnélek!«29 Και ειπεν ο Βαλααμ προς την ονον, Διοτι με ενεπαιξας? ειθε να ειχον μαχαιραν εν τη χειρι μου, διοτι τωρα ηθελον σε θανατωσει.
30 Azt mondta a szamár: »Nem én vagyok-e állatod, amelyre mindig ülni szoktál mind e mai napig? Mondd, tettem-e valaha ilyesmit veled?« Bálám azt felelte: »Sohasem.«30 Και η ονος ειπε προς τον Βαλααμ, Δεν ειμαι εγω η ονος σου, επι της οποιας εκαθιζες αφ' ου χρονου με εχεις εως της ημερας ταυτης; ημην ποτε συνειθισμενη να καμνω ουτως εις σε; Ο δε ειπεν, Ουχι.
31 Ugyanekkor megnyitotta az Úr Bálám szemét, úgyhogy meglátta az angyalt, amint ott állt kivont karddal az úton; erre leborult előtte arccal a földre.31 Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του Βαλααμ, και ειδε τον αγγελον του Κυριου ισταμενον εν τη οδω και την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην εν τη χειρι αυτου? και κυψας προσεκυνησεν επι προσωπον αυτου.
32 Azt mondta neki az angyal: »Miért vered meg már harmadszor szamaradat? Én jöttem, hogy feltartóztassalak, mert utad gonosz, s ellenem van,32 Και ειπε προς αυτον ο αγγελος του Κυριου, Δια τι εκτυπησας την ονον σου τριτην ταυτην φοραν; ιδου, εγω εξηλθον δια να σοι εναντιωθω, διοτι ο δρομος σου ειναι διεστραμμενος ενωπιον μου?
33 s ha szamarad le nem tért volna az útról, hogy kitérjen, amikor feltartóztattam, téged öltelek volna meg, ő pedig élne.«33 και ιδουσα με η ονος εξεκλινεν απ' εμου τριτην ταυτην φοραν? αλλως, εαν δεν εξεκλινεν απ' εμου τωρα σε μεν ηθελον φονευσει, εκεινην δε ηθελον αφησει ζωσαν.
34 Azt mondta Bálám: »Vétkeztem, mert nem tudtam, hogy te tartóztatsz fel; most azonban, ha nem tetszik neked, hogy elmenjek, visszatérek.«34 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον αγγελον του Κυριου, Ημαρτησα? διοτι δεν ηξευρον οτι συ εστεκες εν τη οδω εναντιον μου? οθεν τωρα, εαν δεν ηναι αρεστον εις σε, επιστρεφω.
35 Azt mondta az angyal: »Menj csak el velük, de vigyázz, hogy mást ne mondj, mint amit majd parancsolok neked.« Elment tehát Bálák fejedelmeivel.35 Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Βαλααμ, Υπαγε μετα των ανθρωπων? πλην ο, τι σοι ειπω, τουτο θελεις λαλησει. Και υπηγεν ο Βαλααμ μετα των αρχοντων του Βαλακ.
36 Amikor Bálák meghallotta, hogy jön Bálám, kiment elé a moabiták városába, amely az árnoni határszélen van.36 Και ακουσας ο Βαλακ οτι ηρχετο ο Βαλααμ, εξηλθε να προυπαντηση αυτον, εως εις πολιν τινα του Μωαβ, κειμενην εν τοις οριοις του Αρνων, οστις ειναι το εσχατον οριον.
37 Azt mondta Bálámnak: »Elküldtem követeimet, hogy elhivassalak; miért nem jöttél el mindjárt hozzám? Talán azért, mert nem tudnám megadni jöveteled jutalmát?«37 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Δεν απεστειλα προς σε μετα σπουδης να σε καλεσω; δια τι δεν ηλθες προς εμε; μηπως δεν ειμαι ικανος να σε τιμησω;
38 Az így felelt neki: »Íme, itt vagyok. De szólhatok-e majd egyebet, mint amit Isten ad a számba?«38 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Ιδου, ηλθον προς σε? εχω τωρα την δυναμιν να λαλησω τι; οντινα λογον βαλη ο Θεος εις το στομα μου, τουτον θελω λαλησει.
39 Majd elmentek együtt, s eljutottak abba a városba, amely országának határszélén volt.39 Και υπηγεν ο Βαλααμ μετα του Βαλακ, και ηλθον εις Κιριαθ-ουζωθ.
40 Ott Bálák marhákat és juhokat vágatott, s ajándékot küldött belőlük Bálámnak, és azoknak a fejedelmeknek, akik vele voltak.40 Και εθυσιασεν ο Βαλακ βοας και προβατα, και επεμψεν εξ αυτων προς τον Βαλααμ και προς τους αρχοντας τους μετ' αυτου.
41 Amikor aztán megvirradt, felvezette Baál magaslataira, s ő meglátta a néptömeg szélét.41 Και το πρωι ελαβεν ο Βαλακ τον Βαλααμ, και ανεβιβασεν αυτον επι τους υψηλους τοπους του Βααλ, και εκειθεν ειδε την ακραν του λαου.