Ezekiel jövendölése 3
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Ekkor azt mondta nekem: »Emberfia, ami előtted van, edd meg; edd meg ezt a tekercset és menj, beszélj Izrael fiaihoz.« | 1 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, φαγε τουτο, το οποιον ευρισκεις? φαγε τουτον τον τομον και υπαγε να λαλησης προς τον οικον Ισραηλ. |
2 Erre felnyitottam számat, s ő megetette velem azt a tekercset | 2 Και ηνοιξα το στομα μου και με εψωμισε τον τομον εκεινον. |
3 és így szólt hozzám: »Emberfia, a gyomrod vegye be, és belső részeid teljenek meg ezzel a tekerccsel, amelyet én neked adok.« Erre megettem azt, és olyan édes lett a számban, mint a méz. | 3 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, ας φαγη η κοιλια σου και ας εμπλησθωσι τα εντοσθια σου απο του τομου τουτου, τον οποιον εγω διδω εις σε. Και εφαγον και εγεινεν εν τω στοματι μου ως μελι υπο της γλυκυτητος. |
4 Azt mondta nekem: »Emberfia, menj Izrael házához és intézd hozzájuk az én igéimet. | 4 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, υπαγε, εισελθε εις τον οικον του Ισραηλ και λαλησον τους λογους μου προς αυτους. |
5 Mert nem érthetetlen beszédű és ismeretlen nyelvű néphez szól a te küldetésed, hanem Izrael házához, | 5 Διοτι δεν εξαποστελλεσαι προς λαον βαθυχειλον και βαρυγλωσσον αλλα προς τον οικον Ισραηλ? |
6 és nem számos, érthetetlen beszédű és ismeretlen nyelvű néphez, amelyeknek nyelvét nem tudod megérteni – ha azokhoz küldenélek, ők hallgatnának rád! – | 6 ουχι προς λαους πολλους βαθυχειλους και βαρυγλωσσους, των οποιων τους λογους δεν εννοεις. Και προς τοιουτους εαν σε εξαπεστελλον, ουτοι ηθελον σου εισακουσει. |
7 Izrael háza azonban nem akar rád hallgatni, mert nem akar rám hallgatni; Izrael egész házának ugyanis kemény a homloka és megátalkodott a szíve. | 7 Ο οικος ομως Ισραηλ δεν θελει να σου ακουση? διοτι δεν θελουσι να εισακουωσιν εμου? επειδη πας ο οικος Ισραηλ ειναι σκληρομετωπος και σκληροκαρδιος. |
8 Íme, arcodat keményebbé teszem az ő arcuknál, és homlokodat keményebbé az ő homlokuknál. | 8 Ιδου, εκαμον το προσωπον σου δυνατον εναντιον των προσωπων αυτων και το μετωπον σου, δυνατον εναντιον των μετωπων αυτων. |
9 Gyémánthoz és kovához teszem hasonlóvá arcodat; ne félj tőlük és ne ijedj meg arcuktól, mert ellenszegülő ház ez!« | 9 Ως αδαμαντα σκληροτερον χαλικος εκαμον το μετωπον σου? μη φοβηθης αυτους και μη τρομαξης απο προσωπου αυτων, διοτι ειναι οικος αποστατης. |
10 Azt mondta nekem: »Emberfia! Minden beszédemet, amelyet hozzád intézek, fogadd szívedbe és hallgasd meg füleddel; | 10 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, παντας τους λογους μου, τους οποιους θελω λαλησει προς σε, λαβε εν τη καρδια σου και ακουσον με τα ωτα σου. |
11 aztán menj a száműzöttekhez, néped fiaihoz, szólj hozzájuk és mondjad nekik: Így szól az Úr Isten! Hátha meghallgatják és elhagyják bűneiket!« | 11 Και υπαγε, εισελθε προς τους αιχμαλωτισθεντας, προς τους υιους του λαου σου, και λαλησον προς αυτους και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος, εαν τε ακουσωσιν, εαν τε απειθησωσι. |
12 Erre a lélek elragadott engem, és magam mögött nagy földindulás robaját hallottam, amint Isten dicsősége felemelkedett a helyéről, | 12 Και με εσηκωσε το πνευμα, και ηκουσα οπισθεν μου φωνην μεγαλης συγκινησεως λεγοντων, Ευλογημενη η δοξα του Κυριου εκ του τοπου αυτου. |
13 és az élőlények egymást verdeső szárnyainak csattogását, az élőlényeket kísérő kerekek robogását, meg a nagy földindulás robaját. | 13 Και ηκουσα τον ηχον των πτερυγων των ζωων, αιτινες συνειχοντο η μια μετα της αλλης, και τον ηχον των τροχων απεναντι τουτων και φωνην μεγαλης συγκινησεως. |
14 Engem is felemelt a lélek és elragadott. Ekkor elmentem keserűséggel lelkem felindulásában, de az Úr keze velem volt és megerősített engem. | 14 Και με υψωσε το πνευμα και με ελαβε και υπηγα εν πικρια και εν αγανακτησει του πνευματος μου? πλην η χειρ του Κυριου ητο κραταια επ' εμε. |
15 Erre elmentem a száműzöttekhez Tel-Abíbba, azokhoz, akik a Kebár folyó mellett laktak; aztán leültem oda, ahol ők ültek, és hét napig maradtam ott és szomorkodtam közöttük. | 15 Και ηλθον προς τους μετοικισθεντας εις Τελαβιβ, τους κατοικουντας παρα τον ποταμον Χεβαρ, και εκαθησα οπου εκεινοι εκαθηντο και παρεμεινα εκει μεταξυ αυτων επτα ημερας εκστατικος. |
16 Amikor pedig elmúlt a hét nap, az Úr ezt a szózatot intézte hozzám: | 16 Και μετα τας επτα ημερας εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων, |
17 »Emberfia, őrállóul rendeltelek Izrael házához; ha hallod a szót az én számból, hirdesd azt nekik az én nevemben. | 17 Υιε ανθρωπου, σε κατεστησα φυλακα επι τον οικον Ισραηλ? ακουσον λοιπον λογον εκ του στοματος μου και νουθετησον αυτους παρ' εμου. |
18 Ha azt mondom a gonosznak: ‘Halállal halsz meg!’ – és te nem hirdeted neki, és nem beszélsz, hogy megtérjen gonosz útjáról és éljen, maga a gonosz a saját gonoszsága miatt hal ugyan meg, de a vérét a te kezeden keresem. | 18 Οταν λεγω προς τον ανομον, Εξαπαντος θελεις θανατωθη, και συ δεν νουθετησης αυτον και δεν λαλησης δια να αποτρεψης τον ανομον απο της οδου αυτου της ανομου, ωστε να σωσης την ζωην αυτου, εκεινος μεν ο ανομος θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου? πλην εκ της χειρος σου θελω ζητησει το αιμα αυτου. |
19 Ha azonban hirdeted a gonosznak, de ő nem tér meg gonoszságából és gonosz útjáról, ő maga ugyan meghal istentelensége miatt, te azonban megmentetted lelkedet. | 19 Αλλ' εαν συ μεν νουθετησης τον ανομον, αυτος ομως δεν επιστρεφη απο της ανομιας αυτου και απο της οδου αυτου της ανομου, εκεινος μεν θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου, συ δε ηλευθερωσας την ψυχην σου. |
20 De ha az igaz is eltér igazságosságától és istentelenséget cselekszik, akkor akadályt rakok elé és ő meghal; azért, mivel te nem figyelmeztetted őt, meghal bűne miatt, és nem lesz emlékezete igazságosságának, amelyet cselekedett, vérét azonban a te kezeden keresem. | 20 Παλιν, εαν ο δικαιος εκτραπη απο της δικαιοσυνης αυτου και πραξη ανομιαν, και εγω θεσω προσκομμα εμπροσθεν αυτου? εκεινος θελει αποθανει? επειδη δεν εδωκας εις αυτον νουθεσιαν θελει αποθανει εν τη αμαρτια αυτου, και η δικαιοσυνη αυτου, την οποιαν εκαμε, δεν θελει μνημονευθη? πλην εκ της χειρος σου θελω ζητησει το αιμα αυτου. |
21 Ha azonban te figyelmeztetted az igazat, hogy ne vétkezzék az igaz, és ő nem vétkezik, valóban élni fog, mert figyelmeztetted őt, s így megmentetted lelkedet.« | 21 Εαν ομως συ νουθετησης τον δικαιον δια να μη αμαρτηση και αυτος δεν αμαρτηση, ο δικαιος θελει βεβαιως ζησει, διοτι ενουθετηθη? και συ ηλευθερωσας την ψυχην σου. |
22 Akkor rajtam volt az Úr keze, és azt mondta nekem: »Kelj fel, menj ki a mezőre, hogy ott beszéljek veled.« | 22 Και εσταθη εκει η χειρ του Κυριου επ' εμε και ειπε προς εμε, Σηκωθητι, εξελθε εις την πεδιαδα και εκει θελω λαλησει προς σε. |
23 Felkeltem, kimentem a mezőre, és íme, ott állt az Úr dicsősége, mint az a dicsőség, amelyet a Kebár folyó mellett láttam; és arcra borultam. | 23 Και εσηκωθην και εξηλθον εις την πεδιαδα και ιδου, η δοξα του Κυριου ιστατο εκει, ως η δοξα την οποιαν ειδον παρα τον ποταμον Χεβαρ? και επεσον επι προσωπον μου. |
24 Erre belém jött a lélek és lábra állított; beszélt nekem és így szólt hozzám: »Menj be és zárkózz be házad belsejébe. | 24 Και εισηλθε το πνευμα εις εμε και με εστησεν επι τους ποδας μου και ελαλησε προς εμε και μοι ειπεν, Υπαγε, κλεισθητι εντος της οικιας σου. |
25 Rád pedig, emberfia, íme, bilincseket raknak, megkötöznek velük, és nem mégy ki közülük. | 25 Διοτι, οσον περι σου, υιε ανθρωπου, ιδου, θελουσι βαλει επι σε δεσμα και θελουσι σε δεσει με αυτα και δεν θελεις εξελθει εις το μεσον αυτων. |
26 A nyelvedet szájpadlásodhoz tapasztom; néma leszel, s nem leszel olyan, mint a korholó férfi, mert ellenszegülő ház ez! | 26 Και την γλωσσαν σου θελω κολλησει προς τον λαρυγγα σου και θελεις γεινει αλαλος? και δεν θελεις εισθαι προς αυτους ανηρ ελεγχων, διοτι ειναι οικος αποστατης. |
27 Amikor pedig szólok neked, megnyitom szádat, és te ezt mondod nekik: Így szól az Úr Isten: a Aki hallja, hallja meg, és aki elhagyja, hagyja el bűnét, mert ellenszegülő ház ez!« | 27 Πλην οταν λαλησω προς σε, θελω ανοιξει το στομα σου και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ο ακουων ας ακουη? και ο απειθων ας απειθη? διοτι ειναι οικος αποστατης. |