Jeremiás könyve 8
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 »Abban az időben – mondja az Úr –, kihozzák sírjaikból Júda királyainak csontjait, fejedelmeinek csontjait, a papok csontjait, a próféták csontjait és Jeruzsálem lakóinak csontjait. | 1 Εν τω καιρω εκεινω, λεγει Κυριος, θελουσιν εκριψει τα οστα των βασιλεων του Ιουδα και τα οστα των αρχοντων αυτου και τα οστα των ιερεων, και τα οστα των προφητων και τα οστα των κατοικων της Ιερουσαλημ, απο των ταφων αυτων? |
2 Kiterítik őket a nap, a hold és az ég egész serege elé, melyeket szerettek és szolgáltak, melyek után jártak, melyekhez folyamodtak, és melyek előtt leborultak. Nem gyűjtik össze és nem temetik el őket; trágyává lesznek a föld színén. | 2 και θελουσιν απλωσει αυτα κατεναντι του ηλιου και της σεληνης και κατεναντι πασης της στρατιας του ουρανου, τα οποια ηγαπησαν και τα οποια ελατρευσαν και οπισω των οποιων περιεπατησαν και τα οποια εξεζητησαν και τα οποια προσεκυνησαν? δεν θελουσι συναχθη ουδε ταφη? θελουσιν εισθαι δια κοπριαν επι του προσωπου της γης. |
3 Mégis inkább választaná a halált, mint az életet az egész maradék, azok, akik megmaradnak ebből a gonosz nemzetségből mindazokon a megmaradt helyeken, ahova elűztem őket, – mondja a Seregek Ura. – | 3 Και ο θανατος θελει εισθαι προτιμοτερος παρα την ζωην εις απαν το υπολοιπον των εναπολειφθεντων απο εκεινης της πονηρας γενεας, οσοι ηθελον μεινει εν πασι τοις τοποις, οπου ηθελον εξωσει αυτους, λεγει ο Κυριος των δυναμεων. |
4 Mondd tehát nekik: Így szól az Úr: Vajon akik elesnek, nem kelnek föl? Vagy aki eltér, nem tér vissza? | 4 Και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος? Εαν τις πεση, δεν σηκονεται; εαν τις εκκλινη, δεν θελει επιστρεψει; |
5 Miért pártolt el ez a nép, Jeruzsálem, örökös elpártolással? Ragaszkodnak a csalárdsághoz, vonakodnak visszatérni. | 5 Δια τι ο λαος ουτος της Ιερουσαλημ εστραφη παντοτεινην στροφην; προσηλονονται εις την απατην, αρνουνται να επιστρεψωσιν. |
6 Figyeltem és hallottam: nem helyesen beszélnek, nincs senki, aki bánná gonoszságát, s azt mondaná: ‘Mit tettem?’ Mindenki eltért, a maga útján futva, mint a ló, mely száguld a harcba. | 6 Ηκροασθην και ηκουσα, αλλα δεν ελαλησαν εν ευθυτητι? δεν υπαρχει ουδεις μετανοων απο της κακιας αυτου, λεγων, Τι επραξα; πας τις εστραφη εις την οδον αυτου, ως ιππος εφορμων εις την μαχην. |
7 A gólya is az égen ismeri a maga idejét, a gerlice, a fecske és a daru ügyelnek jövetelük idejére, de népem nem ismeri az Úr ítéletét. | 7 Και αυτος ο πελαργος εν τω ουρανω γνωριζει τους διωρισμενους καιρους αυτου? και η τρυγων και ο γερανος και η χελιδων φυλαττουσι τον καιρον της ελευσεως αυτων? ο δε λαος μου δεν γνωριζει την κρισιν του Κυριου. |
8 Hogyan mondhatjátok: ‘Bölcsek vagyunk, és az Úr törvénye velünk van?’ Bizony, íme, hamissá tette az írástudók hamis íróvesszeje. | 8 Πως λεγετε, Ειμεθα σοφοι, και ο νομος του Κυριου ειναι μεθ' ημων; ιδου, βεβαιως εις ματην εγεινε τουτο? ο καλαμος των γραμματεων ειναι ψευδης. |
9 Szégyent vallottak a bölcsek, megzavarodtak és tőrbe estek; íme, az Úr igéjét megvetették, mit ér hát bölcsességük? | 9 Οι σοφοι κατησχυνθησαν, επτοηθησαν και συνεληφθησαν, διοτι απερριψαν τον λογον του Κυριου? και ποια σοφια ειναι εν αυτοις; |
10 Ezért asszonyaikat másoknak adom, mezőiket a hódítóknak; mert kicsitől nagyig mindegyikük nyereséget hajhász; a prófétától a papig mindegyikük csalárdságot művel. | 10 Δια τουτο θελω δωσει τας γυναικας αυτων εις αλλους, τους αγρους αυτων εις εκεινους οιτινες θελουσι κληρονομησει αυτους? διοτι πας τις απο μικρου εως μεγαλου εδοθη εις πλεονεξιαν? απο προφητου εως ιερεως, πας τις πραττει ψευδος. |
11 Népem leányának sebét úgy gyógyítják, hogy könnyelműen mondogatják: ‘Békesség, békesség!’ Pedig nincsen békesség. | 11 Διοτι ιατρευσαν το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επιπολαιως, λεγοντες, Ειρηνη, ειρηνη? και δεν υπαρχει ειρηνη. |
12 Szégyent vallottak, mert utálatosságot műveltek; mégsem szégyenkeznek, és pirulni sem tudnak. Ezért elesnek az elesőkkel, és meglátogatásuk idején elbuknak, – mondja az Úr. – | 12 Μηπως ησχυνθησαν οτι επραξαν βδελυγμα; μαλιστα ουδολως δεν ησχυνθησαν ουδε ηρυθριασαν? δια τουτο θελουσι πεσει μεταξυ των πιπτοντων? εν τω καιρω της επισκεψεως αυτων θελουσιν απολεσθη, ειπε Κυριος. |
13 Az utolsó szemig begyűjtöm őket, – mondja az Úr –, nincs már szőlőfürt a tőkén, és nincs füge a fügefán, a lomb is elhervadt. Odaadom őket, hogy átgázoljanak rajtuk. | 13 Εξαπαντος θελω αναλωσει αυτους, λεγει Κυριος? δεν θελουσιν εισθαι σταφυλαι εν τη αμπελω ουδε συκα εν τη συκεα και το φυλλον θελει μαρανθη? και τα αγαθα, τα οποια εδωκα εις αυτους, θελουσι φυγει απ' αυτων. |
14 ‘Miért ülünk itt? Gyűljetek össze, menjünk a megerősített városokba, és semmisüljünk meg ott! Mert az Úr, a mi Istenünk megsemmisített minket, és mérgezett vizet itatott velünk, mert vétkeztünk az Úr ellen. | 14 Δια τι καθημεθα; συναχθητε και ας εισελθωμεν εις τας οχυρας πολεις και ας κατασιωπησωμεν εκει, διοτι Κυριος ο Θεος ημων κατεσιωπησεν ημας και εποτισεν ημας υδωρ χολης, επειδη ημαρτησαμεν εις τον Κυριον. |
15 Békességre vártunk, de nincs semmi jó; a gyógyulás idejére, de íme, rettenet!’ | 15 Επροσμειναμεν ειρηνην, αλλ' ουδεν αγαθον? καιρον θεραπειας, αλλ' ιδου, ταραχη. |
16 Dánból hallatszik lovainak horkanása, paripái nyerítésének hangjától megrendül az egész föld; eljönnek, és felemésztik a földet, és ami betölti azt, a várost, és akik benne laknak. | 16 Το φρυαγμα των ιππων αυτου ηκουσθη απο Δαν? πασα η γη εσεισθη απο του ηχου του χρεμετισμου των ρωμαλεων ιππων αυτου? διοτι ηλθον και κατεφαγον την γην και το πληρωμα αυτης? την πολιν και τους κατοικουντας εν αυτη? |
17 Mert íme, én áspiskígyókat küldök rátok, melyeket nem lehet bűvölni, és megmarnak titeket« – mondja az Úr. | 17 διοτι, ιδου, εγω εξαποστελλω προς εσας οφεις, βασιλισκους, οιτινες δεν θελουσι γοητευεσθαι αλλα θελουσι σας δαγκανει, λεγει Κυριος. |
18 Vidámságom fájdalommá lett bennem, szívem beteg. | 18 Ηθελησα να παρηγορηθω απο της λυπης, αλλ' η καρδια μου ειναι εκλελυμενη εντος μου. |
19 Íme, népem leányának kiáltása hangzik messze földről: »Vajon nincs az Úr Sionban? Vagy Királya nincs ott?« »Miért bosszantottak engem bálványaikkal, idegen hiábavalóságokkal?« | 19 Ιδου, φωνη κραυγης της θυγατρος του λαου μου απο γης μακρας. Δεν ειναι ο Κυριος εν Σιων; ο βασιλευς αυτης δεν ειναι εν αυτη; Δια τι με παρωργισαν με τα γλυπτα αυτων, με ματαιοτητας ξενας; |
20 »Elmúlt az aratás, véget ért a nyár, és mi nem szabadultunk meg.« | 20 Παρηλθεν ο θερισμος, ετελειωσε το θερος, και ημεις δεν εσωθημεν. |
21 Népem leányának összetörése miatt összetörtem, gyászolok, borzadály fogott el. | 21 Δια το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επληγωθην, ειμαι εις πενθος, εκπληξις με κατελαβε. |
22 Talán nincs balzsam Gileádban? Vagy nincs ott orvos? Miért nem hegedt be hát népem leányának sebe? | 22 Δεν ειναι βαλσαμον εν Γαλααδ; δεν ειναι εκει ιατρος; δια τι λοιπον η θυγατηρ του λαου μου δεν ανελαβε την υγειαν αυτης; |
23 Bárcsak fejem víz volna, és szemem könnyforrás, hogy éjjel-nappal sirathatnám népem leányának megöltjeit! |