Jeremiás könyve 37
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Joachin, Joakim fia után Cidkija, Jozija fia lett a király, akit Nebukadnezár, Babilon királya tett királlyá Júda országában. | 1 Και εβασιλευσε Σεδεκιας ο βασιλευς, ο υιος του Ιωσιου, αντι Χονιου υιου του Ιωακειμ, τον οποιον Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος κατεστησε βασιλεα εν τη γη Ιουδα. |
2 Sem ő, sem szolgái, sem az ország népe nem hallgatott az Úr igéire, amelyeket Jeremiás próféta által mondott. | 2 Και δεν ηκουσεν αυτος και οι δουλοι αυτου και ο λαος του τοπου τους λογους του Κυριου, τους οποιους ελαλησε δια Ιερεμιου του προφητου. |
3 Cidkija király elküldte Júkált, Selemja fiát és Szofonja papot, Maaszja fiát Jeremiás prófétához ezzel az üzenettel: »Imádkozz értünk az Úrhoz, a mi Istenünkhöz!« | 3 Και απεστειλεν ο βασιλευς Σεδεκιας τον Ιεουχαλ υιον του Σελεμιου και τον Σοφονιαν υιον του Μαασιου, τον ιερεα, προς Ιερεμιαν τον προφητην, λεγων, Δεηθητι, παρακαλω, υπερ ημων προς Κυριον τον Θεον ημων. |
4 Jeremiás akkor szabadon járt-kelt a nép között, mert még nem vetették börtönbe. | 4 Ο δε Ιερεμιας εισηρχετο και εξηρχετο μεταξυ του λαου, και δεν ειχον βαλει αυτον εις φυλακην. |
5 Közben a fáraó serege kivonult Egyiptomból, és amikor a Jeruzsálemet ostromló káldeaiak meghallották hírét, elvonultak Jeruzsálem alól. | 5 Και εξηλθε το στρατευμα του Φαραω εκ της Αιγυπτου? και οτε οι Χαλδαιοι οι πολιορκουντες την Ιερουσαλημ ηκουσαν την φημην αυτων, ανεχωρησαν απο Ιερουσαλημ. |
6 Ekkor hangzott az Úr igéje Jeremiás prófétához: | 6 Και εγεινε λογος Κυριου προς Ιερεμιαν τον προφητην, λεγων, |
7 »Így szól az Úr, Izrael Istene: Így beszéljetek Júda királyához, aki hozzám küldött titeket, hogy megkérdezzetek engem: Íme, a fáraó serege, mely segítségetekre kivonult, visszatér országába, Egyiptomba. | 7 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ουτω θελετε ειπει προς τον βασιλεα του Ιουδα, οστις απεστειλεν υμας προς εμε δια να με ερωτησητε? Ιδου, το στρατευμα του Φαραω το εξελθον εις βοηθειαν υμων θελει επιστρεψει εις την γην αυτου, την Αιγυπτον? |
8 Visszatérnek a káldeaiak is, ostrom alá veszik ezt a várost, elfoglalják és felégetik tűzzel. | 8 και οι Χαλδαιοι θελουσιν επαναστρεψει και πολεμησει κατα της πολεως ταυτης και θελουσι κυριευσει αυτην και κατακαυσει αυτην εν πυρι. |
9 Így szól az Úr: Ne ámítsátok magatokat, mondván: ‘Biztosan elmennek tőlünk a káldeaiak’, mert nem mennek el! | 9 Ουτω λεγει Κυριος? Μη πλανασθε, λεγοντες, οι Χαλδαιοι εξαπαντος θελουσιν απελθει αφ' ημων? επειδη δεν θελουσιν απελθει. |
10 De még ha meg is vernétek az ellenetek harcoló káldeaiak egész seregét, úgyhogy csak néhány sebesült maradna meg belőle, mindegyik felkelne a sátrában, és felégetnék ezt a várost tűzzel.« | 10 Διοτι και αν παταξητε απαν το στρατευμα των Χαλδαιων, το οποιον σας πολεμει, και εναπολειφθωσι πεπληγωμενοι τινες μεταξυ αυτων, ουτοι θελουσι σηκωθη εκαστος εκ της σκηνης αυτου και κατακαυσει την πολιν ταυτην εν πυρι. |
11 Amikor tehát a káldeaiak hadserege elvonult Jeruzsálem alól a fáraó hadserege miatt, | 11 Και οτε το στρατευμα των Χαλδαιων απηλθεν απο Ιερουσαλημ δια τον φοβον του στρατευματος του Φαραω, |
12 Jeremiás elindult Jeruzsálemből, hogy Benjamin földjére menjen, és kivegye onnan osztályrészét a nép között. | 12 τοτε εξηλθεν ο Ιερεμιας εξ Ιερουσαλημ, δια να υπαγη εις την γην Βενιαμιν, ωστε να υπεκφυγη εκειθεν μεταξυ του λαου. |
13 De amikor a Benjamin-kapuhoz ért, ott volt egy felügyelő, név szerint Jeria, Hananja fiának, Selemjának a fia, aki elfogta Jeremiás prófétát, és azt mondta: »A káldeaiakhoz akarsz átszökni!« | 13 Και οτε αυτος ηλθεν εις την πυλην Βενιαμιν, ο αρχηγος της φρουρας ευρισκετο εκει, του οποιου το ονομα ητο Ιρειας υιος του Σελεμιου, υιου του Ανανιου? και επιασε τον Ιερεμιαν τον προφητην, λεγων, Συ προσφευγεις προς τους Χαλδαιους. |
14 Jeremiás azonban így szólt: »Hazugság! Nem akarok átszökni a káldeaiakhoz!« De Jeria nem hallgatott rá, hanem elfogta Jeremiást, és a főemberekhez vitte. | 14 Και ειπεν ο Ιερεμιας, Ψευδος ειναι? εγω δεν προσφευγω προς τους Χαλδαιους. Πλην δεν ηκουσεν αυτον? και επιασεν ο Ιρειας τον Ιερεμιαν και εφερεν αυτον προς τους αρχοντας. |
15 Haragudtak a főemberek Jeremiásra, ezért megverették és börtönbe vetették Jonatán írnok házában, mert azt tették meg fogháznak. | 15 Και ωργισθησαν οι αρχοντες κατα του Ιερεμιου και επαταξαν αυτον και εφυλακισαν αυτον εν τη οικια Ιωναθαν τον γραμματεως, διοτι ταυτην ειχον καμει δεσμωτηριον. |
16 Így került Jeremiás a tömlöcbe, a boltozatos üregbe, és ott maradt Jeremiás számos napon át. | 16 Οτε δε ο Ιερεμιας εισηλθεν εις τον λακκον και εις τας κρυπτας και εκαθησεν ο Ιερεμιας εκει πολλας ημερας, |
17 Egyszer érte küldött Cidkija király, és elhozatta őt. Megkérdezte tőle a király titokban, a házában: »Van-e ige az Úrtól?« Erre Jeremiás így szólt: »Van.« Majd ezt mondta: »Babilon királyának kezébe kerülsz.« | 17 τοτε απεστειλε Σεδεκιας ο βασιλευς και ελαβεν αυτον, και ηρωτησεν αυτον ο βασιλευς κρυφιως εν τη οικια αυτου και ειπεν, Ειναι λογος παρα Κυριου; Και ο Ιερεμιας ειπεν, ειναι? και ειπεν, εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος θελεις παραδοθη. |
18 Azután így szólt Jeremiás Cidkija királyhoz: »Mit vétettem ellened, szolgáid ellen és ez ellen a nép ellen, hogy fogházba vetettetek engem? | 18 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον βασιλεα Σεδεκιαν, Τι ημαρτησα εις σε η εις τους δουλους σου η εις τον λαον τουτον, και με εβαλετε εις το δεσμωτηριον; |
19 Hol vannak prófétáitok, akik így prófétáltak nektek: ‘Nem jön Babilon királya ellenetek és ez ellen az ország ellen?’ | 19 και που ειναι οι προφηται σας οι προφητευσαντες εις εσας, λεγοντες, Ο βασιλευς της Βαβυλωνος δεν θελει ελθει εφ' υμας και επι την γην ταυτην; |
20 Most tehát hallgass meg, kérlek, uram király! Jusson színed elé könyörgésem, és ne vitess vissza Jonatán írnok házába, nehogy meghaljak ott!« | 20 δια τουτο ακουσον τωρα, παρακαλω, κυριε μου βασιλευ? ας γεινη δεκτη, παρακαλω, η δεησις μου ενωπιον σου? και μη με επαναστρεψης εις την οικιαν Ιωναθαν του γραμματεως, δια να μη αποθανω εκει. |
21 Erre megparancsolta Cidkija király, hogy helyezzék át Jeremiást az őrség udvarába, és adjanak neki naponta egy kenyércipót a pékek utcájából, míg el nem fogy minden kenyér a városból. Jeremiás tehát az őrség udvarában maradt. | 21 Τοτε προσεταξεν ο βασιλευς Σεδεκιας και εφυλαττον τον Ιερεμιαν εν τη αυλη της φυλακης, και εδιδον εις αυτον καθ' ημεραν ολιγον αρτον εκ των αρτοπωλειων, εωσου εξελιπεν ολος ο αρτος της πολεως. Και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης. |