Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 14


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Az Úr igéje, mely elhangzott Jeremiáshoz a szárazságról.1 Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιερεμιαν περι της ανομβριας.
2 Gyászol Júda, és kapui hervadoznak, bánkódnak a földre roskadva; Jeruzsálem kiáltása felszáll.2 Ο Ιουδας πενθει και αι πυλαι αυτου ειναι περιλυποι? κοιτονται κατα γης μελανειμονουσαι? και ανεβη η κραυγη της Ιερουσαλημ.
3 Hatalmasaik vízért küldik szolgáikat; elmennek a gödrökhöz, de nem találnak vizet, üres edényekkel térnek vissza; szégyent vallanak és csalódnak, befödik a fejüket.3 Και οι μεγιστανες αυτης απεστειλαν τους νεους αυτων δια υδωρ? ηλθον εις τα φρεατα, δεν ευρηκαν υδωρ? επεστρεψαν με τα αγγεια αυτων κενα? ησχυνθησαν και ενετραπησαν και εσκεπασαν τας κεφαλας αυτων.
4 A termőföld miatt, mely megzavarodott, mert nem volt eső a földön, szégyent vallanak a földművesek, befödik a fejüket.4 Επειδη η γη εσχισθη, διοτι δεν ητο βροχη επι της γης, οι γεωργοι ησχυνθησαν, εσκεπασαν τας κεφαλας αυτων.
5 Mert a szarvasünő is a mezőn, ha megellett, otthagyja borját, mert nincs zöld növény.5 Και η ελαφος ετι, γεννησασα εν τη πεδιαδι, εγκατελιπε το τεκνον αυτης, επειδη χορτος δεν ητο.
6 Vadszamarak állnak a kopár dombokon, levegő után kapkodnak, mint a sakálok; szemük elgyengül, mert nincs fű.6 Και οι αγριοι ονοι εσταθησαν επι τους υψηλους τοπους, ερροφουν τον αερα ως θωες? οι οφθαλμοι αυτων εμαρανθησαν, επειδη χορτος δεν ητο.
7 »Ha bűneink tanúskodnak is ellenünk, Uram, cselekedj a te nevedért! Mert sok a mi elpártolásunk, ellened vétkeztünk.7 Κυριε, αν και αι ανομιαι ημων καταμαρτυρωσιν εναντιον ημων, καμε ομως δια το ονομα σου? διοτι αι αποστασιαι ημων επληθυνθησαν? εις σε ημαρτησαμεν.
8 Izrael reménysége, szabadítója a nyomorúság idején! Miért vagy olyan, mint jövevény az országban, és mint vándor, aki éjszakázni tér be?8 Ελπις του Ισραηλ, σωτηρ αυτου εν καιρω θλιψεως, δια τι ηθελες εισθαι ως παροικος εν τη γη και ως οδοιπορος εκκλινων εις καταλυμα;
9 Miért vagy olyan, mint rémült férfi, mint olyan hős, aki nem tud megszabadítani? Hiszen te közöttünk vagy, Uram, és a te nevedet viseljük; ne hagyj el minket!«9 Δια τι ηθελες εισθαι ως ανθρωπος εκστατικος, ως ισχυρος μη δυναμενος να σωση; Αλλα συ, Κυριε, εν μεσω ημων εισαι, και το ονομα σου εκληθη εφ' ημας? μη εγκαταλιπης ημας.
10 Így szól az Úr erről a népről: »Úgy szeretnek csavarogni, lábukat nem kímélik, de az Úr nem kedveli őket.« Most megemlékezik bűnükről, és számon kéri vétkeiket.10 Ουτω λεγει Κυριος προς τον λαον τουτον? Επειδη ηγαπησαν να πλανωνται και δεν εκρατησαν τους ποδας αυτων, δια τουτο ο Κυριος δεν ηυδοκησεν εις αυτους? τωρα θελει ενθυμηθη την ανομιαν αυτων και επισκεφθη τας αμαρτιας αυτων.
11 Ezt mondta nekem az Úr: »Ne imádkozz ezért a népért, a javára!11 Και ειπε Κυριος προς εμε, Μη προσευχου υπερ του λαου τουτου δια καλον.
12 Ha böjtölnek, nem hallgatom meg könyörgésüket, és ha égő- és ételáldozatot mutatnak be, nem kedvelem, hanem karddal, éhínséggel és dögvésszel semmisítem meg őket.«12 Και εαν νηστευσωσι, δεν θελω εισακουσει της κραυγης αυτων? και εαν προσφερωσιν ολοκαυτωματα και προσφοραν, δεν θελω ευδοκησει εις αυτα? αλλα θελω καταναλωσει αυτους εν μαχαιρα και εν πεινη και εν λοιμω.
13 Erre így szóltam: »Jaj, Uram, Isten! Íme, a próféták azt mondják nekik: ‘Nem láttok kardot, és éhínség nem lesz nálatok, hanem állandó békességet adok nektek ezen a helyen.’«13 Και ειπα, Ω, Κυριε Θεε, ιδου, οι προφηται λεγουσι προς αυτους, δεν θελετε ιδει μαχαιραν ουδε θελει εισθαι πεινα εις εσας, αλλα θελω σας δωσει ειρηνην ασφαλη εν τω τοπω τουτω.
14 De az Úr ezt mondta nekem: »Hazugságot prófétálnak a próféták az én nevemben; nem küldtem őket, és nem adtam nekik parancsot, nem is szóltam hozzájuk. Hazug látomást, hiábavaló jóslatot és saját szívük csalárdságát prófétálják nektek.14 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ψευδη προφητευουσιν οι προφηται εν τω ονοματι μου? εγω δεν απεστειλα αυτους ουδε προσεταξα εις αυτους ουδε ελαλησα προς αυτους? αυτοι προφητευουσιν εις εσας ορασιν ψευδη και μαντειαν και ματαιοτητα και την δολιοτητα της καρδιας αυτων.
15 Ezért így szól az Úr a prófétákról, akik az én nevemben prófétálnak, pedig én nem küldtem őket, és azt mondják: ‘Kard és éhínség nem lesz ebben az országban’: Kard és éhínség által vesznek el azok a próféták.15 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι των προφητων των προφητευοντων εν τω ονοματι μου, ενω εγω δεν απεστειλα, αυτους αλλ' αυτοι λεγουσι, Μαχαιρα και πεινα δεν θελει εισθαι εν τω τοπω τουτω? εν μαχαιρα και εν πεινη θελουσι συντελεσθη οι προφηται εκεινοι.
16 A nép pedig, amelynek prófétálnak, odadobva hever majd Jeruzsálem utcáin az éhínség és kard miatt, s nem lesz, aki eltemesse őket: őket és feleségeiket, fiaikat és leányaikat; mert kiöntöm rájuk gonoszságukat.16 Ο δε λαος, εις τους οποιους αυτοι προφητευουσι, θελουσιν εισθαι ερριμμενοι εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ υπο πεινης και μαχαιρας? και δεν θελει εισθαι ο θαπτων αυτους, τας γυναικας αυτων και τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων? και θελω εκχεει επ' αυτους την κακιαν αυτων.
17 Mondd nekik ezt az igét: Szemem könnyet hullat éjjel-nappal, és nem csillapodik, mert nagy töréssel tört össze népem szűz leánya, nagyon fájó sebbel.17 Δια τουτο θελεις ειπει προς αυτους τον λογον τουτον? Ας χυσωσιν οι οφθαλμοι μου δακρυα, νυκτα και ημεραν, και ας μη παυσωσι? διοτι η παρθενος, η θυγατηρ του λαου μου, συνετριφθη συντριμμα μεγα, πληγην οδυνηραν σφοδρα.
18 Ha kimegyek a mezőre, íme, karddal megöltek vannak ott, és ha bemegyek a városba, íme, éhségtől elgyengültek. Bizony, próféta is, pap is elvándoroltak olyan országba, melyet nem ismertek.«18 Εαν εξελθω εις την πεδιαδα, τοτε ιδου, οι πεφονευμενοι εν μαχαιρα? και εαν εισελθω εις την πολιν, τοτε ιδου, οι νενεκρωμενοι υπο της πεινης, ο δε προφητης ετι και ο ιερευς εμπορευονται επι της γης και δεν αισθανονται.
19 Vajon végleg elvetetted Júdát, vagy Siont megutálta lelked? Miért vertél meg minket úgy, hogy nincs számunkra gyógyulás? Békességre vártunk, de nincs semmi jó; és a gyógyulás idejére, de íme, rettenet!19 Απερριψας πανταπασι τον Ιουδαν; απεστραφη την Σιων η ψυχη σου; Δια τι επαταξας ημας, και δεν υπαρχει θεραπεια εις ημας; επροσμενομεν ειρηνην, αλλ' ουδεν αγαθον? και τον καιρον της θεραπειας, και ιδου, ταραχη.
20 Elismerjük, Uram, gonoszságunkat, atyáink bűnét, hogy vétkeztünk ellened.20 Γνωριζομεν, Κυριε, την ασεβειαν ημων, την ανομιαν των πατερων ημων, οτι ημαρτησαμεν εις σε.
21 Ne vesd el neved miatt, ne gyalázd meg dicsőséged trónját! Emlékezz, ne bontsd fel szövetségedet velünk!21 Μη αποστραφης ημας, δια το ονομα σου? μη ατιμασης τον θρονον της δοξης σου? ενθυμηθητι, μη διασκεδασης την διαθηκην σου την προς ημας.
22 Vannak-e a nemzetek bálványai közt esőt adók? Vagy az egek adnak-e záporesőket? Nemde te vagy az Úr, a mi Istenünk, és terád várunk? Mert te alkottad mindezeket.22 Υπαρχει μεταξυ των ματαιοτητων των εθνων διδους βροχην; η οι ουρανοι διδουσιν υετους; δεν εισαι συ αυτος ο δοτηρ, Κυριε Θεε ημων; δια τουτο θελομεν σε προσμενει? διοτι συ εκαμες παντα ταυτα.