Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Izajás könyve 37


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Történt pedig, hogy Hiszkija király, amikor ezt meghallotta, megszaggatta ruháit, zsákruhába öltözött, és bement az Úr házába.1 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου.
2 Majd elküldte Eljakim udvarnagyot, Sebna írnokot és a papok véneit zsákruhába öltözve Izajás prófétához, Ámosz fiához.2 Και απεστειλεν Ελιακειμ τον οικονομον και Σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων εσκεπασμενους με σακκους, προς τον προφητην Ησαιαν, τον υιον του Αμως?
3 Ezt mondták neki: »Így szól Hiszkija: Szorongatás, fenyítés és gyalázat napja ez a nap; mert a fiak a méhszájig jutottak, de nincs erő a szüléshez.3 και ειπον προς αυτον, Ουτω λεγει ο Εζεκιας? Ημερα θλιψεως και ονειδισμου και βλασφημιας, η ημερα αυτη? διοτι τα τεκνα ηλθον εις την ακμην της γεννας, πλην δυναμις δεν ειναι εις την τικτουσαν?
4 Talán meghallja az Úr, a te Istened a főpohárnok szavait, akit elküldött ura, Asszíria királya, hogy gyalázza az élő Istent; és talán megfenyíti őt az Úr, a te Istened azokért a szavakért, melyeket hallott. Mondj imát a maradékért, amely még megvan!«4 ειθε να ηκουσε Κυριος ο Θεος σου τους λογους του Ραβ-σακη, τον οποιον ο βασιλευς της Ασσυριας ο κυριος αυτου απεστειλε δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον, και να υβριση δια των λογων, τους οποιους ηκουσε Κυριος ο Θεος σου? δια τουτο υψωσον δεησιν υπερ του υπολοιπου του σωζομενου.
5 Amikor eljöttek Hiszkija király szolgái Izajáshoz,5 Και ηλθον προς τον Ησαιαν οι δουλοι του βασιλεως Εζεκιου.
6 így szólt hozzájuk Izajás: »Mondjátok meg uratoknak, így szól az Úr: Ne félj azoktól a szavaktól, amelyeket hallottál, amelyekkel Asszíria királyának szolgái káromoltak engem.6 Και ειπε προς αυτους ο Ησαιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον σας? Ουτω λεγει Κυριος? Μη φοβου απο των λογων, τους οποιους ηκουσας, δια των οποιων οι δουλοι του βασιλεως της Ασσυριας με ωνειδισαν?
7 Íme, én egy lelket adok belé, üzenetet fog hallani, és visszatér földjére; majd leterítem őt karddal a saját földjén.«7 ιδου, εγω θελω βαλει εις αυτον τοιουτον πνευμα, ωστε ακουσας θορυβον θελει επιστρεψει εις την γην αυτου? και θελω καμει αυτον να πεση δια μαχαιρας εν τη γη αυτου.
8 Amikor a főpohárnok visszatért, Asszíria királyát Libna ostrománál találta; hallotta ugyanis, hogy eltávozott Lákisból,8 Ο Ραβ-σακης λοιπον επεστρεψε και ευρηκε τον βασιλεα της Ασσυριας πολεμουντα εναντιον της Λιβνα? διοτι ηκουσεν οτι εφυγεν απο Λαχεις.
9 mivel meghallotta, hogy Tirhakáról, Etiópia királyáról azt beszélik: »Kivonult, hogy harcba szálljon veled.« Amikor ezt meghallotta, követeket küldött Hiszkijához, ezzel az üzenettel:9 Και ο βασιλευς ηκουσε να λεγωσι περι Θιρακα του βασιλεως της Αιθιοπιας, Εξηλθε να σε πολεμηση. Και οτε ηκουσε τουτο, απεστειλε πρεσβεις προς τον Εζεκιαν, λεγων,
10 »Mondjátok meg Hiszkijának, Júda királyának: Rá ne szedjen téged Istened, akiben bízol, mondván: ‘Nem kerül Jeruzsálem Asszíria királyának kezébe.’10 Ουτω θελετε ειπει προς Εζεκιαν, τον βασιλεα του Ιουδα, λεγοντες, Ο Θεος σου, επι τον οποιον θαρρεις, ας μη σε απατα, λεγων, Η Ιερουσαλημ δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας.
11 Íme, te is hallottad, mit tettek Asszíria királyai minden országgal, kiirtásra szánva őket. Te hogyan menekülnél meg?11 Ιδου, συ ηκουσας τι εκαμον οι βασιλεις της Ασσυριας εις παντας τους τοπους, καταστρεφοντες αυτους? και συ θελεις λυτρωθη;
12 Vajon megmentették a nemzetek istenei azokat, akiket atyáim elpusztítottak: Gózánt, Háránt, Reszefet és Éden fiait, akik Telasszárban voltak?12 Μηπως οι θεοι των εθνων ελυτρωσαν εκεινους, τους οποιους οι πατερες μου κατεστρεψαν, την Γωζαν και την Χαρραν και Ρεσεφ και τους υιους του Εδεν, τους εν Τελασσαρ;
13 Hol van Emát királya, Arfád királya, és Szefárvaim, Héna meg Áva városának királya?«13 Που ο βασιλευς της Αιμαθ και ο βασιλευς της Αρφαδ και ο βασιλευς της πολεως Σεφαρουιμ, Ενα και Αυα;
14 Amikor Hiszkija átvette a levelet a követek kezéből, és elolvasta, felment az Úr házába, majd kiterítette az írást Hiszkija az Úr színe előtt.14 Και λαβων ο Εζεκιας την επιστολην εκ της χειρος των πρεσβεων ανεγνωσεν αυτην? και ανεβη ο Εζεκιας εις τον οικον του Κυριου και εξετυλιξεν αυτην ενωπιον του Κυριου.
15 Akkor így imádkozott Hiszkija az Úrhoz:15 Και προσηυχηθη εις τον Κυριον ο Εζεκιας λεγων,
16 »Seregek Ura, Izrael Istene, aki a kerubok felett ülsz, te vagy az Istene egyedül a föld minden országának, te alkottad az eget és a földet!16 Κυριε των δυναμεων, Θεε του Ισραηλ, ο καθημενος επι των χερουβειμ, συ αυτος εισαι ο Θεος, ο μονος, παντων των βασιλειων της γης? συ εκαμες τον ουρανον και την γην.
17 Hajtsd ide, Uram, füledet, és halld! Nyisd meg, Uram, szemedet és lásd! Halld meg Szanherib minden szavát, melyet üzent, hogy gyalázza az élő Istent!17 Κλινον, Κυριε, το ους σου και ακουσον? ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους σου και ιδε? και ακουσον παντας τους λογους του Σενναχειρειμ, οστις απεστειλε τουτον δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον.
18 Igaz, Uram, hogy Asszíria királyai elpusztították a nemzeteket és országaikat,18 Αληθως, Κυριε, οι βασιλεις της Ασσυριας ηρημωσαν παντα τα εθνη και τους τοπους αυτων,
19 isteneiket pedig tűzre vetették, hiszen azok nem voltak istenek, hanem emberi kéz művei, fa és kő; ezért elpusztíthatták őket.19 και ερριψαν εις το πυρ τους θεους αυτων? διοτι δεν ησαν θεοι, αλλ' εργον χειρων ανθρωπων, ξυλα και λιθοι? δια τουτο κατεστρεψαν αυτους.
20 De most, Urunk, Istenünk, szabadíts meg minket az ő kezéből, hadd tudja meg a föld minden országa, hogy csak te vagy, Uram, egyedül Isten!«20 Τωρα λοιπον, Κυριε Θεε ημων, σωσον ημας εκ της χειρος αυτου? δια να γνωρισωσι παντα τα βασιλεια της γης, οτι συ εισαι ο Κυριος, ο μονος.
21 Akkor Izajás, Ámosz fia ezt az üzenetet küldte Hiszkijának: »Így szól az Úr, Izrael Istene: Mivel imádkoztál hozzám Szanherib, Asszíria királya miatt,21 Τοτε απεστειλεν Ησαιας ο υιος του Αμως προς Εζεκιαν, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ηκουσα οσα προσηυχηθης εις εμε κατα του Σενναχειρειμ, βασιλεως της Ασσυριας.
22 ez az az ige, amelyet az Úr róla mondott: Megvet téged, gúnyol téged Sion szűz leánya; mögötted fejét rázza Jeruzsálem leánya.22 Ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε περι αυτου? Σε κατεφρονησε, σε ενεπαιξεν η παρθενος, θυγατηρ της Σιων? οπισω σου εσεισε κεφαλην η θυγατηρ της Ιερουσαλημ.
23 Kit gyaláztál és káromoltál? Ki ellen emelted fel hangodat, és emelted magasba a szemed? Izrael Szentje ellen!23 Τινα ωνειδισας και εβλασφημησας; και κατα τινος υψωσας φωνην και εσηκωσας υψηλα τους οφθαλμους σου; κατα του Αγιου του Ισραηλ.
24 Szolgáid által gyaláztad az Urat, és azt mondtad: ‘Sok harci szekeremmel felvonultam a magas hegyekre, a Libanon messzi lejtőire; kivágtam sudár cédrusait, válogatott ciprusfáit, és eljutottam legtávolabbi magaslatára, kerthez hasonló erdejébe.24 Τον Κυριον ωνειδισας δια των δουλων σου και ειπας, Με το πληθος των αμαξων μου ανεβην εγω εις το υψος των ορεων, εις τα πλευρα του Λιβανου? και θελω κοψει τας υψηλας κεδρους αυτου, τας εκλεκτας ελατους αυτου? και θελω εισελθει εις το υψος των ακρων αυτου, εις το δασος του Καρμηλου αυτου?
25 Kutat ástam, és megittam másnak a vizét, és kiszárítottam léptem nyomán Egyiptom minden Nílus-ágát.’25 εγω ανεσκαψα και επιον υδατα? και με το ιχνος των ποδων μου εξηρανα παντας τους ποταμους των πολιορκουμενων.
26 Talán nem hallottad? Régóta elvégeztem ezt, ősidőktől fogva kigondoltam, és most viszem végbe, hogy elpusztuljanak és romhalmazzá legyenek a megerősített városok.26 Μη δεν ηκουσας οτι εγω εκαμον τουτο παλαιοθεν και απο ημερων αρχαιων εβουλευθην αυτο; τωρα δε εξετελεσα τουτο, ωστε να ησαι δια να καταστρεφης πολεις ωχυρωμενας εις ερειπιων σωρους?
27 Lakóik erőtlen kézzel megrettentek és megszégyenültek; olyanok lettek, mint a mező növénye, mint a zöld hajtás vagy a háztetők füve, mely megperzselődik a keleti szélben.27 δια τουτο οι κατοικοι αυτων ησαν μικρας δυναμεως, ετρομαξαν και κατησχυνθησαν? ησαν ως ο χορτος του αγρου και ως η χλοη, ως ο χορτος των δωματων και ως ο σιτος ο καιομενος πριν καλαμωση.
28 Tudom, ha felkelsz, és ha leülsz, ha kimégy és ha bejössz, s ha tombolsz ellenem.28 Πλην εγω εξευρω την κατοικιαν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου και την κατ' εμου λυσσαν σου.
29 Mivel tombolsz ellenem, és kevélységed felhatolt fülembe, kampómat az orrodba teszem, és zablámat a szádba, s visszaviszlek azon az úton, amelyen jöttél.29 Επειδη η κατ' εμου λυσσα σου και η αλαζονεια σου ανεβησαν εις τα ωτα μου, δια τουτο θελω βαλει τον κρικον μου εις τους μυκτηρας σου και τον χαλινον μου εις τα χειλη σου, και θελω σε επιστρεψει δια της οδου δι' ης ηλθες.
30 Neked pedig ez lesz a jel: Ebben az évben az utótermést eszitek, a második évben is azt, ami még magától terem; de a harmadik évben vessetek és arassatok, ültessetek szőlőt, és egyétek gyümölcsét!30 Και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον? το ετος τουτο θελετε φαγει ο, τι ειναι αυτοφυες? και το δευτερον ετος, ο, τι εκφυεται απο του αυτου? το δε τριτον ετος, σπειρατε και θερισατε και φυτευσατε αμπελωνας και φαγετε τον καρπον αυτων.
31 Júda házának megmenekült maradéka ismét gyökeret hajt alul, és gyümölcsöt terem felül.31 Και το υπολοιπον εκ του οικου Ιουδα, το διασωθεν, θελει ριζωσει παλιν υποκατωθεν και θελει δωσει επανω καρπους.
32 Mert Jeruzsálemből jön ki a maradék, és a megmenekültek Sion hegyéről. A Seregek Urának féltő szeretete műveli ezt.32 Διοτι εξ Ιερουσαλημ θελει εξελθει το υπολοιπον και εκ του ορους Σιων το διασωθεν? ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο.
33 Ezért így szól az Úr Asszíria királyáról: Nem jön be ebbe a városba, és nem lő oda nyilat, nem száll szembe vele pajzzsal, és nem emel ellene sáncot.33 Οθεν ουτω λεγει Κυριος περι του βασιλεως της Ασσυριας? δεν θελει εισελθει εις την πολιν ταυτην, ουδε θελει τοξευσει εκει βελος, ουδε θελει προβαλει κατ' αυτης ασπιδας, ουδε θελει υψωσει εναντιον αυτης προχωμα?
34 Az úton, amelyen jött, visszatér, és ebbe a városba nem jön be, – mondja az Úr. –34 δια της οδου δι' ης ηλθε, δι' αυτης θελει επιστρεψει και εις την πολιν ταυτην δεν θελει εισελθει, λεγει ο Κυριος?
35 Megoltalmazom ezt a várost, hogy megszabadítsam, önmagamért és szolgámért, Dávidért.«35 διοτι θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ωστε να σωσω αυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
36 Akkor kivonult az Úr angyala, és lesújtott az asszírok táborában száznyolcvanötezer emberre. Amikor kora reggel fölkeltek, íme, azok mind holttestek, halottak voltak.36 Τοτε εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας? και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα.
37 Erre felkerekedett Szanherib, Asszíria királya, elment és visszatért, s ezután Ninivében lakott.37 Και εσηκωθη και εφυγε και επεστρεψε Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας και κατωκησεν εν Νινευη.
38 Történt pedig, hogy amikor leborult istenének, Neszroknak templomában, fiai, Adramelek és Száraszár lesújtottak rá karddal, majd elmenekültek Ararát földjére. Utána fia, Asszarhaddon lett a király.38 Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα, αυτοι δε εφυγον εις γην Αρμενιας? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.