Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Jób könyve 1


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Volt Úc földjén egy férfi, akinek Jób volt a neve. Ez a férfi feddhetetlen volt és igaz, istenfélő és a gonosztól tartózkodó.1 ανθρωπος τις ην εν χωρα τη αυσιτιδι ω ονομα ιωβ και ην ο ανθρωπος εκεινος αληθινος αμεμπτος δικαιος θεοσεβης απεχομενος απο παντος πονηρου πραγματος
2 És született neki hét fia és három leánya,2 εγενοντο δε αυτω υιοι επτα και θυγατερες τρεις
3 vagyona pedig hétezer juh volt és háromezer teve, ötszáz iga szarvasmarha és ötszáz szamár; cselédje is igen sok volt, úgyhogy ez a férfi túltett az összes napkeletin.3 και ην τα κτηνη αυτου προβατα επτακισχιλια καμηλοι τρισχιλιαι ζευγη βοων πεντακοσια ονοι θηλειαι νομαδες πεντακοσιαι και υπηρεσια πολλη σφοδρα και εργα μεγαλα ην αυτω επι της γης και ην ο ανθρωπος εκεινος ευγενης των αφ' ηλιου ανατολων
4 A fiai pedig vendégséget szoktak adni házanként, mindenki a maga napján, és meg szokták hívni a három nővérüket is, hogy evésben, ivásban velük tartsanak.4 συμπορευομενοι δε οι υιοι αυτου προς αλληλους εποιουσαν ποτον καθ' εκαστην ημεραν συμπαραλαμβανοντες αμα και τας τρεις αδελφας αυτων εσθιειν και πινειν μετ' αυτων
5 Valahányszor a vendégség napjainak sora lejárt, Jób elküldött értük és megszentelte őket; majd korán reggel felkelt és egészen elégő áldozatot mutatott be külön mindegyikért. Azt mondta ugyanis: »Talán vétkeztek a gyermekeim és ‘áldották’ Istent a szívükben!« Így járt el Jób mindenkor.5 και ως αν συνετελεσθησαν αι ημεραι του ποτου απεστελλεν ιωβ και εκαθαριζεν αυτους ανισταμενος το πρωι και προσεφερεν περι αυτων θυσιας κατα τον αριθμον αυτων και μοσχον ενα περι αμαρτιας περι των ψυχων αυτων ελεγεν γαρ ιωβ μηποτε οι υιοι μου εν τη διανοια αυτων κακα ενενοησαν προς θεον ουτως ουν εποιει ιωβ πασας τας ημερας
6 Egy napon pedig, amikor eljöttek az Isten fiai, hogy az Úrnál jelentkezzenek, a sátán is közöttük volt.6 και ως εγενετο η ημερα αυτη και ιδου ηλθον οι αγγελοι του θεου παραστηναι ενωπιον του κυριου και ο διαβολος ηλθεν μετ' αυτων
7 Az Úr megkérdezte tőle: »Honnét jössz?« Az így felelt: »Szerte bolyongtam a földön és bejártam azt.«7 και ειπεν ο κυριος τω διαβολω ποθεν παραγεγονας και αποκριθεις ο διαβολος τω κυριω ειπεν περιελθων την γην και εμπεριπατησας την υπ' ουρανον παρειμι
8 Az Úr így folytatta: »Észrevetted-e szolgámat, Jóbot? Nincs a földön hozzá hasonló férfi, feddhetetlen és igaz, istenfélő és a gonosztól tartózkodó!«8 και ειπεν αυτω ο κυριος προσεσχες τη διανοια σου κατα του παιδος μου ιωβ οτι ουκ εστιν κατ' αυτον των επι της γης ανθρωπος αμεμπτος αληθινος θεοσεβης απεχομενος απο παντος πονηρου πραγματος
9 A sátán erre megkérdezte: »Vajon ok nélkül istenfélő-e Jób?9 απεκριθη δε ο διαβολος και ειπεν εναντιον του κυριου μη δωρεαν σεβεται ιωβ τον θεον
10 Hisz te megoltalmaztad őt, a házát és egész vagyonát; megáldottad keze munkáját és gyarapodott jószága a földön!10 ου συ περιεφραξας τα εξω αυτου και τα εσω της οικιας αυτου και τα εξω παντων των οντων αυτω κυκλω τα εργα των χειρων αυτου ευλογησας και τα κτηνη αυτου πολλα εποιησας επι της γης
11 De bocsásd csak rá egy kissé a kezedet és verd meg mindenét, amije van, akkor bizony szemtől szembe áld majd téged!«11 αλλα αποστειλον την χειρα σου και αψαι παντων ων εχει ει μην εις προσωπον σε ευλογησει
12 Ezt mondta erre az Úr a sátánnak: »Nos, a kezedbe adom mindenét, amije van; őrá azonban ne nyújtsd ki kezedet!« Erre eltávozott a sátán az Úr színe elől.12 τοτε ειπεν ο κυριος τω διαβολω ιδου παντα οσα εστιν αυτω διδωμι εν τη χειρι σου αλλα αυτου μη αψη και εξηλθεν ο διαβολος παρα του κυριου
13 Amikor pedig egyik napon Jób fiai és leányai ettek és bort ittak elsőszülött testvérük házában,13 και ην ως η ημερα αυτη οι υιοι ιωβ και αι θυγατερες αυτου επινον οινον εν τη οικια του αδελφου αυτων του πρεσβυτερου
14 hírnök jött Jóbhoz és mondta: »A marhák éppen szántottak, a szamarak pedig legeltek mellettük,14 και ιδου αγγελος ηλθεν προς ιωβ και ειπεν αυτω τα ζευγη των βοων ηροτρια και αι θηλειαι ονοι εβοσκοντο εχομεναι αυτων
15 amikor rajtuk ütöttek a sábiak és elhajtottak mindent, a szolgákat pedig kardélre hányták; csak magam tudtam elmenekülni, hogy hírt hozzak neked.«15 και ελθοντες οι αιχμαλωτευοντες ηχμαλωτευσαν αυτας και τους παιδας απεκτειναν εν μαχαιραις σωθεις δε εγω μονος ηλθον του απαγγειλαι σοι
16 Még beszélt az, amikor jött egy másik is, és azt mondta: »Az Isten tüze hullott le az égből, leütötte és elemésztette a juhokat és a szolgákat; egyedül én menekültem meg, hogy hírt hozzak neked.«16 ετι τουτου λαλουντος ηλθεν ετερος αγγελος και ειπεν προς ιωβ πυρ επεσεν εκ του ουρανου και κατεκαυσεν τα προβατα και τους ποιμενας κατεφαγεν ομοιως και σωθεις εγω μονος ηλθον του απαγγειλαι σοι
17 De még ez sem fejezte be szavait, máris jött egy másik és azt mondta: »A kaldeusok három rajba állva meglepték a tevéket és elhajtották őket, a szolgákat pedig kardélre hányták; csak magam menekültem meg, hogy hírt hozzak neked.«17 ετι τουτου λαλουντος ηλθεν ετερος αγγελος και ειπεν προς ιωβ οι ιππεις εποιησαν ημιν κεφαλας τρεις και εκυκλωσαν τας καμηλους και ηχμαλωτευσαν αυτας και τους παιδας απεκτειναν εν μαχαιραις εσωθην δε εγω μονος και ηλθον του απαγγειλαι σοι
18 Míg ez beszélt, íme, jött egy másik és mondta: »Fiaid és leányaid ettek és bort ittak elsőszülött testvérük házában,18 ετι τουτου λαλουντος αλλος αγγελος ερχεται λεγων τω ιωβ των υιων σου και των θυγατερων σου εσθιοντων και πινοντων παρα τω αδελφω αυτων τω πρεσβυτερω
19 amikor hirtelen hatalmas vihar kerekedett a sivatag felől, megrendítette a ház négy sarkát, úgyhogy az összeomlott és rászakadt gyermekeidre és meghaltak; egyedül én menekültem meg, hogy hírül hozzam neked.«19 εξαιφνης πνευμα μεγα επηλθεν εκ της ερημου και ηψατο των τεσσαρων γωνιων της οικιας και επεσεν η οικια επι τα παιδια σου και ετελευτησαν εσωθην δε εγω μονος και ηλθον του απαγγειλαι σοι
20 Ekkor felkelt Jób, megszaggatta ruháit, megnyírta fejét, leborult a földre20 ουτως αναστας ιωβ διερρηξεν τα ιματια αυτου και εκειρατο την κομην της κεφαλης αυτου και πεσων χαμαι προσεκυνησεν και ειπεν
21 és így imádkozott: »Mezítelen jöttem ki anyám méhéből és meztelen térek oda vissza; az Úr adta s az Úr elvette, amint az Úrnak tetszett, úgy lett, legyen áldott az Úr neve!«21 αυτος γυμνος εξηλθον εκ κοιλιας μητρος μου γυμνος και απελευσομαι εκει ο κυριος εδωκεν ο κυριος αφειλατο ως τω κυριω εδοξεν ουτως και εγενετο ειη το ονομα κυριου ευλογημενον
22 Mindezekben nem vétkezett Jób az ajkával és nem beszélt semmi dőreséget sem Isten ellen.22 εν τουτοις πασιν τοις συμβεβηκοσιν αυτω ουδεν ημαρτεν ιωβ εναντιον του κυριου και ουκ εδωκεν αφροσυνην τω θεω