Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Nehemiás könyve 4


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor Szanballát, Tóbiás, az arabok, az ammoniták meg az asdódiak meghallották, hogy betömődnek Jeruzsálem falának sérülései, és zárulni kezdenek a hasadékok, igen nagy haragra gerjedtek.1 Οτε δε ηκουσεν ο Σαναβαλλατ οτι ημεις οικοδομουμεν το τειχος, ωργισθη και ηγανακτησε πολυ και περιεγελασε τους Ιουδαιους.
2 Egybe is gyűltek valamennyien, hogy felvonuljanak és hadakozzanak Jeruzsálem ellen és cselt vessenek.2 Και ελαλησεν ενωπιον των αδελφων αυτου και του στρατευματος της Σαμαρειας και ειπε, Τι καμνουσιν οι αθλιοι ουτοι Ιουδαιοι; θελουσιν αφησει αυτους; θελουσι θυσιασει; θελουσι τελειωσει εν μια ημερα; θελουσιν αναζωοποιησει εκ των σωρων του χωματος τους λιθους, και τουτους κεκαυμενους;
3 Erre mi Istenünkhöz könyörögtünk és éjjel-nappal őrséget állítottunk ellenük a falra.3 Πλησιον δε αυτου ητο Τωβιας ο Αμμωνιτης? και ειπε, Και αν κτισωσιν, αλωπηξ αναβαινουσα θελει καθαιρεσει το λιθινον αυτων τειχος.
4 Júda azonban már így beszélt: »Megfogyatkozott a teherhordó nép ereje és az omladékföld igen sok, nem tudjuk felépíteni a falat.«4 Ακουσον, Θεε ημων? διοτι μυκτηριζομεθα? και στρεψον τον ονειδισμον αυτων κατα της κεφαλης αυτων και καμε αυτους να γεινωσι λαφυρον εν γη αιχμαλωσιας?
5 Ellenségeink pedig így beszéltek: »Ne tudjanak róla és ne vegyenek észre semmit, amíg közöttük nem vagyunk és le nem mészároljuk őket, hogy így véget vessünk a munkának.«5 και μη καλυψης την ανομιαν αυτων, και η αμαρτια αυτων ας μη εξαλειφθη απ' εμπροσθεν σου? διοτι προεφεραν ονειδισμους κατα των οικοδομουντων.
6 Azok a zsidók ugyanis, akik a szomszédságukban laktak, tízszer is eljöttek és figyelmeztettek bennünket minden helységből, ahonnan hozzánk jöttek.6 Ουτως ανωκοδομησαμεν το τειχος? και απαν το τειχος συνεδεθη, εως του ημισεος αυτου? διοτι ο λαος ειχε καρδιαν εις το εργαζεσθαι.
7 Erre én rendenként felállítottam körös-körül a fal mögé a népet kardjával, lándzsájával és íjával.7 Αλλ' οτε Σαναβαλλατ και Τωβιας και οι Αραβες και οι Αμμωνιται και οι Αζωτιοι ηκουσαν οτι τα τειχη της Ιερουσαλημ επισκευαζονται, και οτι τα χαλασματα ηρχισαν να φραττωνται, ωργισθησαν σφοδρα?
8 Majd szemlét tartottam, eléjük álltam és így szóltam az előkelőkhöz, az elöljárókhoz meg a nép többi részéhez: »Ne féljetek tőlük! Gondoljatok a nagy és félelmetes Úrra és harcoljatok testvéreitekért, fiaitokért, leányaitokért, feleségeitekért és házaitokért.«8 και συνωμοσαν παντες ομου να ελθωσι να πολεμησωσιν εναντιον της Ιερουσαλημ, και να καμωσιν εις αυτην βλαβην.
9 Így, amikorra megtudták ellenségeink, hogy óvatosságra intettek minket, az történt, hogy Isten meghiúsította tervüket. Erre aztán visszatértünk mindannyian a falakhoz, mindenki a maga munkájához.9 Και ημεις προσηυχηθημεν εις τον Θεον ημων και εστησαμεν φυλακας εναντιον αυτων ημεραν και νυκτα, φοβουμενοι απ' αυτων.
10 Attól a naptól kezdve azonban, amíg az ifjak fele munkáján dolgozott, a másik fele lándzsával, pajzzsal, íjjal és vérttel felszerelve harcra készen állt, és mögöttük voltak Júda egész házának fejedelmei.10 Και ειπεν ο Ιουδας, Η δυναμις των εργατων ητονησε, και το χωμα ειναι πολυ, και ημεις δεν δυναμεθα να οικοδομωμεν το τειχος.
11 Azok, akik a falon építettek, terhet hordtak és rakodtak, egyik kezükkel dolgoztak, a másikkal kardot tartottak.11 Οι δε εχθροι ημων ειπον, Δεν θελουσι μαθει ουδε θελουσιν ιδει, εωσου ελθωμεν εις το μεσον αυτων και φονευσωμεν αυτους, και καταπαυσωμεν το εργον.
12 Kard övezte ugyanis minden építőnek a derekát és így építgettek. A kürtöt pedig mellettem fújták.12 Και ελθοντες οι Ιουδαιοι, οι κατοικουντες πλησιον αυτων, ειπον προς ημας δεκακις, Προσεχετε απο παντων των τοπων, δια των οποιων επιστρεφετε προς ημας.
13 Akkor így szóltam a főemberekhez, elöljárókhoz és a többi néphez: »Az építkezés nagy és kiterjedt, s ennek következtében szétszakadozunk és messze vagyunk egymástól a falon.13 Οθεν εστησα εις τους χαμηλοτερους τοπους οπισθεν του τειχους και εις τους υψηλοτερους τοπους, εστησα τον λαον κατα συγγενειας, με τας ρομφαιας αυτων, με τας λογχας αυτων και με τα τοξα αυτων.
14 Azért bárhonnan is halljátok a kürt szavát, siessetek oda hozzánk. Istenünk majd hadakozni fog érettünk.«14 Και ειδον και εσηκωθην και ειπα προς τους προκριτους και προς τους προεστωτας και προς το επιλοιπον του λαου, Μη φοβηθητε απ' αυτων? ενθυμεισθε τον Κυριον, τον μεγαν και φοβερον, και πολεμησατε υπερ των αδελφων σας, των υιων σας και των θυγατερων σας, των γυναικων σας και των οικων σας.
15 Dolgozzunk csak az építkezésen, közben azonban a csoportunk fele hajnalhasadtától a csillagok feljöttéig tartsa készenlétben lándzsáját.15 Και οτε οι εχθροι ημων ηκουσαν οτι το πραγμα εγνωσθη εις ημας, και διεσκεδασεν ο Θεος την βουλην αυτων, επεστρεψαμεν παντες ημεις εις το τειχος, εκαστος εις το εργον αυτου.
16 Akkortájt még meghagytam a népnek: »Mindenki tartózkodjék legényével együtt Jeruzsálemben, hogy felválthassuk egymást éjjel az őrködésben, nappal a munkában.«16 Και απ' εκεινης της ημερας το ημισυ των δουλων μου ειργαζοντο το εργον, και το ημισυ αυτων εκρατουν τας λογχας, τους θυρεους και τα τοξα, τεθωρακισμενοι και οι αρχοντες ησαν οπισω παντος του οικου Ιουδα.
17 Én pedig és testvéreim, legényeim meg az őrök, akik kíséretemben voltak, ruhánkat sem tettük le. Mindenki jobbjában tartotta fegyverét.17 Οι οικοδομουντες το τειχος και οι αχθοφορουντες και οι φορτιζοντες, εκαστος δια της μιας χειρος αυτου εδουλευεν εις το εργον και δια της αλλης εκρατει το οπλον.
18 Οι δε οικοδομοι, εκαστος ειχε την ρομφαιαν αυτου περιεζωσμενην εις την οσφυν αυτου και ωκοδομει ο δε σαλπιζων εν τη σαλπιγγι ητο πλησιον μου.
19 Και ειπα προς τους προκριτους και προς τους προεστωτας και προς το επιλοιπον του λαου, το εργον ειναι μεγα και πλατυ? ημεις δε ειμεθα διακεχωρισμενοι επι το τειχος, ο εις μακραν του αλλου?
20 εις οντινα λοιπον τοπον ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, εκει δραμετε προς ημας? ο Θεος ημων θελει πολεμησει υπερ ημων.
21 Ουτως ειργαζομεθα το εργον? και το ημισυ αυτων εκρατει τας λογχας, απ' αρχης της αυγης εως της ανατολης των αστρων.
22 Και κατα τον αυτον καιρον ειπα προς τον λαον, Εκαστος μετα του δουλου αυτου ας διανυκτερευη εν τω μεσω της Ιερουσαλημ, και ας ηναι την νυκτα φυλακες εις ημας, και ας εργαζωνται την ημεραν.
23 Και ουτε εγω, ουτε οι αδελφοι μου, ουτε οι δουλοι μου, ουτε οι ανδρες της προφυλαξεως οι ακολουθουντες με, ουδεις εξ ημων εξεδυετο τα ιματια αυτου? μονον δια να λουηται εξεδυετο εκαστος.