Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 12


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Roboám ugyanis elment Szíchembe, mert ott gyűlt egybe egész Izrael, hogy őt királlyá tegye.1 Και υπηγεν ο Ροβοαμ εις Συχεμ? διοτι εις Συχεμ ηρχετο πας ο Ισραηλ δια να καμη αυτον βασιλεα.
2 Ám Jeroboám, Nábát fia, aki még Egyiptomban bujdosott Salamon király színe elől, értesült ennek haláláról, visszatért Egyiptomból.2 Και ως ηκουσε τουτο Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις ητο ετι εν Αιγυπτω, οπου ειχε φυγει απο προσωπου του βασιλεως Σολομωντος, εμεινεν ετι ο Ιεροβοαμ εν Αιγυπτω?
3 El is küldtek hozzá és elhívatták. Elment tehát Jeroboám s Izrael egész sokasága és szóltak Roboámhoz, s azt mondták:3 απεστειλαν ομως και εκαλεσαν αυτον. Τοτε ηλθον ο Ιεροβοαμ και πασα η συναγωγη του Ισραηλ και ελαλησαν προς τον Ροβοαμ, λεγοντες,
4 »Apád igen kemény igát rakott ránk: nos, te könnyíts most egy kissé apád kemény uralmán s a súlyos igán, amelyet ránk rakott, s akkor mi szolgálni fogunk neked.«4 Ο πατηρ σου εσκληρυνε τον ζυγον ημων? τωρα λοιπον την δουλειαν την σκληραν του πατρος σου και τον ζυγον αυτου τον βαρυν, τον οποιον επεβαλεν εφ' ημας, ελαφρωσον συ, και θελομεν σε δουλευει.
5 Ő azt mondta nekik: »Menjetek el, s harmadnap majd térjetek vissza hozzám.« Amikor aztán a nép elment,5 Ο δε ειπε προς αυτους, Αναχωρησατε εως τρεις ημερας? επειτα επιστρεψατε προς εμε. Και ανεχωρησεν ο λαος.
6 tanácsot tartott Roboám király a vénekkel, akik apjának, Salamonnak szolgálatában álltak, amikor még az élt, s azt mondta: »Mit tanácsoltok nekem, hogyan feleljek e népnek?«6 Και συνεβουλευθη ο βασιλευς Ροβοαμ τους πρεσβυτερους, οιτινες παρισταντο ενωπιον Σολομωντος του πατρος αυτου ετι ζωντος, λεγων, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθω προς τον λαον τουτον;
7 Azok ezt mondták neki: »Ha engedsz ma e népnek és szolgálsz neki, s helyt adsz kérésüknek, s szelíd szóval szólsz hozzájuk, akkor ők szolgáid lesznek minden időben.«7 Και ελαλησαν προς αυτον, λεγοντες, Εαν σημερον γεινης δουλος εις τον λαον τουτον και δουλευσης αυτους και αποκριθης προς αυτους και λαλησης αγαθους λογους προς αυτους, τοτε θελουσιν εισθαι δουλοι σου δια παντος.
8 Ám ő figyelmen kívül hagyta a vének tanácsát, amelyet neki adtak, s az ifjakhoz fordult, akik vele nevelkedtek, s az ő szolgálatában álltak,8 Απερριψεν ομως την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον, και συνεβουλευθη τους νεους, τους συνανατραφεντας μετ' αυτου τους παρισταμενους ενωπιον αυτου.
9 s azt mondta nekik: »Mit tanácsoltok, hogyan feleljek e népnek, amely azt mondta nekem: ‘Tedd könnyebbé az igát, amelyet apád ránk rakott?’«9 Και ειπε προς αυτους, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθωμεν προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς εμε, λεγων, Ελαφρωσον τον ζυγον, τον οποιον ο πατηρ σου επεβαλεν εφ' ημας;
10 Azt mondták erre neki az ifjak, akik vele nevelkedtek: »Ezt mondd a népnek, amely így szólt hozzád: ‘Apád súlyossá tette igánkat, te könnyíts rajtunk’ – ezt mondd nekik: Az én kisujjam vastagabb, mint apám dereka.10 Και ελαλησαν προς αυτον οι νεοι, οι συνανατραφεντες μετ' αυτου, λεγοντες, ουτω θελεις λαλησει προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς σε, λεγων, Ο πατηρ σου εβαρυνε τον ζυγον ημων, αλλα συ ελαφρωσον αυτον εις ημας? ουτω θελεις λαλησει προς αυτους? Ο μικρος μου δακτυλος θελει εισθαι παχυτερος της οσφυος του πατρος μου?
11 Nos tehát: apám súlyos igát rakott rátok, de én még súlyosabbá teszem igátokat; apám ostorral vert titeket, én meg skorpióval foglak verni benneteket.«11 τωρα λοιπον, ο μεν πατηρ μου επεφορτισεν εις εσας ζυγον βαρυν, εγω δε θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
12 Harmadnapon elment tehát Jeroboám s az egész nép Roboámhoz, miként a király meghagyta, amikor azt mondta: »Harmadnap térjetek vissza hozzám.«12 Και ηλθεν ο Ιεροβοαμ και πας ο λαος προς τον Ροβοαμ την τριτην ημεραν, ως ειχε λαλησει ο βασιλευς, λεγων, Επανελθετε προς εμε την τριτην ημεραν.
13 Ekkor a király kemény feleletet adott a népnek, figyelmen kívül hagyta a vének tanácsát, amelyet neki adtak,13 Και απεκριθη ο βασιλευς προς τον λαον σκληρως και εγκατελιπε την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον?
14 s az ifjak tanácsa szerint szólt hozzájuk, s azt mondta: »Apám súlyossá tette igátokat, de én még súlyosabbá teszem igátokat; atyám ostorral vert titeket, én meg skorpióval foglak verni benneteket.«14 και ελαλησε προς αυτους κατα την συμβουλην των νεων, λεγων, Ο πατηρ μου εβαρυνε τον ζυγον σας, αλλ' εγω θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
15 Nem hallgatta meg tehát a király a népet, mert az Úr elfordult tőle, hogy teljesítse szavát, amelyet a silói Ahiás által Jeroboámhoz, Nábát fiához intézett.15 Και δεν εισηκουσεν ο βασιλευς εις τον λαον? διοτι το πραγμα εγεινε παρα Κυριου, δια να εκτελεση τον λογον αυτου, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε δια του Αχια του Σηλωνιτου προς Ιεροβοαμ τον υιον του Ναβατ.
16 Így tehát, amikor a nép látta, hogy nem akarja meghallgatni őket a király, azt válaszolták neki: »Mi részünk van Dávidban, s mi örökségünk Izáj fiában? Eredj sátraidba, Izrael; törődj ezentúl a magad házával, Dávid!« Azzal Izrael elment sátraiba. –16 Και ιδων πας ο Ισραηλ οτι ο βασιλευς δεν εισηκουσεν εις αυτους, απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα, λεγων, Τι μερος εχομεν ημεις εν τω Δαβιδ; ουδεμιαν κληρονομιαν εχομεν εν τω υιω του Ιεσσαι? εις τας σκηνας σου, Ισραηλ? προβλεψον τωρα, Δαβιδ, περι του οικου σου. Και ανεχωρησεν ο Ισραηλ εις τας σκηνας αυτου.
17 De Izrael azon fiain, akik Júda városaiban laktak, Roboám uralkodott. –17 Περι δε των υιων Ισραηλ των κατοικουντων εν ταις πολεσιν Ιουδα, ο Ροβοαμ εβασιλευσεν επ' αυτους.
18 Erre Roboám király hozzájuk küldte Adurámot, a robotfelügyelőt, de azt egész Izrael halálra kövezte. Ekkor Roboám király sietve szekerére szállt, s Jeruzsálembe menekült.18 Και απεστειλεν ο βασιλευς Ροβοαμ τον Αδωραμ, τον επι των φορων? και ελιθοβολησεν αυτον πας ο Ισραηλ με λιθους, και απεθανεν. Οθεν εσπευσεν ο βασιλευς Ροβοαμ να αναβη εις την αμαξαν, δια να φυγη εις Ιερουσαλημ.
19 Így pártolt el Izrael Dávid házától mind a mai napig.19 Ουτως απεστατησεν ο Ισραηλ απο του οικου του Δαβιδ εως της ημερας ταυτης.
20 Amikor aztán meghallotta egész Izrael Jeroboám visszatértét, az történt, hogy érte küldtek, s elhívták az összegyűlt gyülekezet elé, s egész Izrael királyává tették; Dávid házát senki sem követte az egy Júda törzsén kívül.20 Οτε δε ηκουσε πας ο Ισραηλ οτι ο Ιεροβοαμ επεστρεψεν, απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον εις την συναγωγην και εκαμον αυτον βασιλεα επι παντα τον Ισραηλ? δεν ηκολουθησε τον οικον του Δαβιδ, ειμη η φυλη του Ιουδα μονη.
21 Amikor Roboám Jeruzsálembe érkezett, egybegyűjtötte Júda egész házát és Benjamin törzsét, száznyolcvanezer válogatott harcost, hogy harcba szálljanak Izrael házával, s így visszaszerezzék a királyságot Roboámnak, Salamon fiának.21 Και ελθων ο Ροβοαμ εις Ιερουσαλημ, συνηθροισε παντα τον οικον Ιουδα και την φυλην Βενιαμιν, εκατον ογδοηκοντα χιλιαδας εκλεκτων πολεμιστων, δια να πολεμησωσι κατα του οικου του Ισραηλ, οπως επαναφερωσι την βασιλειαν εις τον Ροβοαμ τον υιον του Σολομωντος.
22 Ám az Úr szózatot intézett Semejához, az Isten emberéhez, ezekkel a szavakkal:22 Εγεινεν ομως λογος Θεου προς τον Σεμαιαν, ανθρωπον του Θεου, λεγων,
23 »Szólj Roboámhoz, Salamon fiához, Júda királyához s Júda meg Benjamin egész házához s a többi néphez, s mondd:23 Λαλησον προς Ροβοαμ, τον υιον του Σολομωντος, τον βασιλεα του Ιουδα, και προς παντα τον οικον Ιουδα και Βενιαμιν και προς το επιλοιπον του λαου, λεγων,
24 Ezt üzeni az Úr: Ne vonuljatok fel, s ne szálljatok harcba testvéreitekkel, Izrael fiaival: térjen vissza mindenki a házába, mert tőlem eredt ez a dolog.« – Hallgattak is az Úr szavára, s visszatértek útjukról, amint az Úr parancsolta nekik.24 ουτω λεγει Κυριος? Δεν θελετε αναβη ουδε πολεμησει εναντιον των αδελφων σας των υιων Ισραηλ? επιστρεψατε εκαστος εις τον οικον αυτου? διοτι παρ' εμου εγεινε το πραγμα τουτο. Και υπηκουσαν εις τον λογον του Κυριου και επεστρεψαν να υπαγωσι, κατα τον λογον του Κυριου.
25 Jeroboám pedig kiépíttette Szíchemet Efraim hegységén, s ott letelepedett. Majd kiköltözött onnan, s kiépíttette Fánuelt.25 Τοτε ωκοδομησεν ο Ιεροβοαμ την Συχεμ επι του ορους Εφραιμ, και κατωκησεν εν αυτη? επειτα εξηλθεν εκειθεν και ωκοδομησε την Φανουηλ.
26 Jeroboám már most azt gondolta magában: »Még majd visszaszáll a királyság Dávid házára,26 Και ειπεν ο Ιεροβοαμ εν τη καρδια αυτου. Τωρα θελει επιστρεψει η βασιλεια εις τον οικον του Δαβιδ?
27 ha e nép feljár, hogy az Úr házában, Jeruzsálemben áldozzon; így urához, Roboámhoz, Júda királyához fordul e nép szíve, s engem megölnek, s visszatérnek hozzá.«27 εαν ο λαος ουτος αναβη δια να προσφερη θυσιας εν τω οικω του Κυριου εν Ιερουσαλημ, τοτε η καρδια του λαου τουτου θελει επιστρεψει προς τον κυριον αυτου, τον Ροβοαμ βασιλεα του Ιουδα, και θελουσι θανατωσει εμε και επιστρεψει προς Ροβοαμ τον βασιλεα του Ιουδα.
28 Gondolkodott, s tanakodott tehát, s két aranyborjút készíttetett, s azt mondta a népnek: »Ne járjatok fel többé Jeruzsálembe: íme, itt vannak isteneid, Izrael, akik kihoztak téged Egyiptom földjéről.«28 Ελαβε λοιπον ο βασιλευς βουλην και εκαμε δυο μοσχους χρυσους, και ειπε προς αυτους, Φθανει εις εσας να αναβαινητε εις Ιερουσαλημ? ιδου, οι θεοι σου, Ισραηλ, οιτινες σε ανηγαγον εκ γης Αιγυπτου.
29 Egyiket Bételben állíttatta fel, a másikat pedig Dánban;29 Και εθεσε τον ενα εν Βαιβηλ και τον αλλον εθεσεν εν Δαν.
30 lett is bűn ebből a dologból, mert a nép egészen Dánig, a borjút járt imádni.30 Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας? διοτι επορευετο ο λαος εως εις Δαν, δια να προσκυνη ενωπιον του ενος.
31 Majd magaslati templomokat építtetett, s papokat szerzett a köznépből, olyanokat, akik nem voltak Lévi fiai közül valók.31 Και εκαμεν οικους επι των υψηλων τοπων και εκαμεν ιερεις εκ των εσχατων του λαου, οιτινες δεν ησαν εκ των υιων Λευι.
32 Aztán ünnepet rendezett a nyolcadik hónapban, a hó tizenötödik napján, annak az ünnepnek a mintájára, amelyet Júdában szoktak ünnepelni és felment az oltárra – hasonlóképpen cselekedett Bételben –, hogy áldozzon a borjúknak, amelyeket készíttetett, s beiktatta Bételben azoknak a magaslatoknak a papjait, amelyeket alkottatott.32 Και εκαμεν ο Ιεροβοαμ εορτην εν τω μηνι τω ογδοω, εν τη δεκατη πεμπτη ημερα του μηνος, ως την εορτην την εν Ιουδα, και ανεβη επι το θυσιαστηριον. Ουτως εκαμεν εν Βαιθηλ, θυσιαζων εις τους μοσχους τους οποιους εκαμε? και κατεστησεν εν Βαιθηλ τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους οποιους εκαμε.
33 Felment tehát az oltárra, amelyet Bételben építtetett a nyolcadik hó tizenötödik napján, amelyet a maga szívéből koholt és ünnepet szerzett Izrael fiainak, s felment az oltárra, hogy illatot gyújtson.33 Και ανεβη επι το θυσιαστηριον το οποιον εκαμεν εν Βαιθηλ, την δεκατην πεμπτην ημεραν του ογδοου μηνος, εν τω μηνι τον οποιον εφευρεν απο της καρδιας αυτου? και εκαμεν εορτην εις τους υιους Ισραηλ, και ανεβη επι το θυσιαστηριον, δια να θυμιαση.