Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 9


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Majd azt mondta Dávid: »Van-e még valaki életben Saul házából, hogy irgalmasságot cselekedhetnék vele Jonatánért?«1 Και ειπεν ο Δαβιδ, Μενει τις ετι εκ του οικου του Σαουλ, δια να καμω ελεος προς αυτον χαριν του Ιωναθαν;
2 Volt pedig Saul házában egy rabszolga, akit Szíbának hívtak. Ezt magához hívatta a király, és megkérdezte tőle: »Te vagy-e az a Szíba?« Ő azt felelte: »Én vagyok az, a te szolgád.«2 Ητο δε δουλος τις εκ του οικου του Σαουλ, ονομαζομενος Σιβα. Και εκαλεσαν αυτον προς τον Δαβιδ, και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Συ εισαι ο Σιβα; Ο δε ειπεν, Ο δουλος σου.
3 Azt mondta erre a király: »Van-e még valaki életben Saul házából, hogy Isten irgalmát cselekedhetném vele?« Szíba azt felelte a királynak: »Jonatán béna lábú fia még életben van.«3 Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν μενει τις ετι εκ του οικου του Σαουλ, δια να καμω προς αυτον ελεος Θεου; Και ειπεν ο Σιβα προς τον βασιλεα, Ετι υπαρχει υιος του Ιωναθαν, βεβλαμμενος τους ποδας.
4 A király megkérdezte: »Hol van?« Szíba azt felelte a királynak: »Íme, Mákirnak, Ammiel fiának a házában, Lodabárban van.«4 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Που ειναι ουτος; Ο δε Σιβα ειπε προς τον βασιλεα, Ιδου, ειναι εν τω οικω του Μαχειρ, υιου του Αμμιηλ, εν Λο-δεβαρ.
5 Elküldött tehát Dávid király, s elhozatta Mákirnak, Ammiel fiának házából, Lodabárból.5 Τοτε εστειλεν ο βασιλευς Δαβιδ και ελαβεν αυτον εκ του οικου του Μαχειρ, υιου του Αμμιηλ, εκ Λο-δεβαρ.
6 Amikor aztán Meribbaál, Jonatánnak, Saul fiának a fia Dávidhoz érkezett, arcra vetette és meghajtotta magát. Dávid megszólította: »Meribbaál!« Ő azt felelte: »Itt vagyok, én, a te szolgád.«6 Και οτε ηλθε προς τον Δαβιδ ο Μεμφιβοσθε, υιος του Ιωναθαν, υιου του Σαουλ, επεσε κατα προσωπον αυτου και προσεκυνησε. Και ειπεν ο Δαβιδ, Μεμφιβοσθε? Ο δε ειπεν, Ιδου, ο δουλος σου.
7 Azt mondta ekkor neki Dávid: »Ne félj, mert irgalmasságot cselekszem veled Jonatánért, az apádért. Visszaadom neked atyádnak, Saulnak minden földjét, és asztalomnál fogsz étkezni mindenkor.«7 Και ειπεν ο Δαβιδ προς αυτον, Μη φοβου? διοτι βεβαιως θελω καμει προς σε ελεος, χαριν Ιωναθαν του πατρος σου, και θελω αποδωσει εις σε παντα τα κτηματα Σαουλ του πατρος σου? και συ θελεις τρωγει αρτον επι της τραπεζης μου δια παντος.
8 Erre ő meghajtotta magát előtte és azt mondta: »Ki vagyok én, szolgád, hogy a magamfajta holt ebre tekintettél?«8 Ο δε προσεκυνησεν αυτον και ειπε, Τις ειναι ο δουλος σου, ωστε να επιβλεψης εις τοιουτον κυνα τεθνηκοτα οποιος εγω;
9 Odaszólította erre a király Szíbát, Saul legényét, és azt mondta neki: »Mindazt, ami Saulé volt, egész házát, urad fiának adtam.9 Και εκαλεσεν ο βασιλευς τον Σιβα, τον δουλον του Σαουλ, και ειπε προς αυτον, Παντα οσα ειχεν ο Σαουλ και πας ο οικος αυτου εδωκα εις τον υιον του κυριου σου?
10 Műveld meg tehát neki fiaiddal és szolgáiddal a földet, s takarítsd be urad fiának az eleséget, hogy ellátása legyen, maga Meribbaál, urad fia azonban mindenkor asztalomnál étkezzen!« – Tizenöt fia és húsz szolgája volt Szíbának. –10 θελεις λοιπον γεωργει την γην δι' αυτον, συ και οι υιοι σου, και οι δουλοι σου, και θελεις φερει τα εισοδηματα, δια να εχη ο υιος του κυριου σου τροφην να τρωγη? πλην ο Μεμφιβοσθε, ο υιος του κυριου σου, θελει τρωγει δια παντος αρτον επι της τραπεζης μου. Ειχε δε ο Σιβα δεκαπεντε υιους και εικοσι δουλους.
11 Azt mondta erre Szíba a királynak: »Úgy fog cselekedni szolgád, uram király, ahogy szolgádnak megparancsoltad!« Meribbaál tehát az asztalánál evett, mint a király fiainak egyike.11 Ο δε Σιβα ειπε προς τον βασιλεα, Κατα παντα οσα προσεταξεν ο κυριος μου ο βασιλευς τον δουλον αυτου, ουτω θελει καμει ο δουλος σου. Ο δε Μεμφιβοσθε, ειπεν ο βασιλευς, θελει τρωγει επι της τραπεζης μου, ως εις των υιων του βασιλεως.
12 Meribbaálnak volt egy kisfia, akit Míkának hívtak, ettől kezdve Szíba házának egész közössége Meribbaálnak szolgált.12 Ειχε δε ο Μεμφιβοσθε υιον μικρον, ονομαζομενον Μιχα. Παντες δε οι κατοικουντες εν τω οικω του Σιβα ησαν δουλοι του Μεμφιβοσθε.
13 Meribbaál Jeruzsálemben lakott, mert állandóan a király asztalánál étkezett. Mindkét lábára sánta volt.13 Και ο Μεμφιβοσθε κατωκει εν Ιερουσαλημ? διοτι ετρωγε δια παντος επι της τραπεζης του βασιλεως? ητο δε χωλος αμφοτερους τους ποδας.