Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 24


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Majd ismét felgerjedt az Úr haragja Izrael ellen, s azért arra ingerelte közöttük Dávidot, hogy adja ki a parancsot: »Eredj, számláld meg Izraelt és Júdát.«1 Και εξηφθη παλιν η οργη του Κυριου εναντιον του Ισραηλ, και διηγειρε τον Δαβιδ εναντιον αυτων να ειπη, Υπαγε, αριθμησον τον Ισραηλ και τον Ιουδαν.
2 Meg is hagyta a király Joábnak, serege vezérének: »Járd be Izrael valamennyi törzsét, Dántól Beersebáig és számláljátok meg a népet, hogy tudjam a számát.«2 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, τον αρχηγον του στρατευματος, οστις ητο μετ' αυτου? Διελθε τωρα πασας τας φυλας του Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, και απαριθμησον τον λαον, δια να μαθω τον αριθμον του λαου.
3 Azt mondta erre Joáb a királynak: »Sokasítsa meg az Úr, a te Istened népedet, bármekkora is most, s tegye meg százannyivá uram, a király színe előtt, de mit akar uram, a király, ezzel a dologgal?«3 Και ειπεν ο Ιωαβ προς τον βασιλεα, Ειθε Κυριος ο Θεος σου να προσθεση εις τον λαον εκατονταπλασιον αφ' ο, τι ειναι, και να ιδωσιν οι οφθαλμοι του κυριου μου του βασιλεως? πλην δια τι ο κυριος μου ο βασιλευς επιθυμει το πραγμα τουτο;
4 Ám a király szava erőt vett Joábnak s a sereg vezéreinek szaván, s Joáb és a hadvezérek kimentek a király színe elől, hogy megszámlálják Izrael népét.4 Ο λογος ομως του βασιλεως υπερισχυσεν επι τον Ιωαβ και επι τους αρχηγους του στρατευματος? και ηλθεν ο Ιωαβ και οι αρχηγοι του στρατευματος απ' εμπροσθεν του βασιλεως, δια να απαριθμησωσι τον λαον τον Ισραηλ.
5 Miután átkeltek a Jordánon, elmentek Ároerbe, a Gád völgyében fekvő város jobb oldalára,5 Και διεβησαν τον Ιορδανην και εστρατοπεδευσαν εν Αροηρ, εκ των δεξιων της πολεως, της εν μεσω της φαραγγος Γαδ, και προς Ιαζηρ.
6 majd Jázeren keresztül átmentek Gileádba és Hodsi alföldjére, aztán elmentek Erdős-Dánba, majd bejárták Szidon környékét,6 Επειτα ηλθον εις Γαλααδ και εις την γην Ταχτιμ-οδσει? και ηλθον εις Δαν-ιααν και περιξ, εως της Σιδωνος?
7 aztán átmentek Tírusz bástyáinak vidékére, majd a hivviták és a kánaániak minden földjére, végül elmentek Júda Délvidékére, Beersebába7 και ηλθον εις το φρουριον της Τυρου και εις πασας τας πολεις των Ευαιων και των Χαναναιων? και εξηλθον κατα το νοτιον του Ιουδα εις Βηρ-σαβεε.
8 és miután bejárták az egész országot, kilenc hó és húsz nap múlva visszaérkeztek Jeruzsálembe.8 Αφου δε περιωδευσαν πασαν την γην, ηλθον εις Ιερουσαλημ, εις το τελος εννεα μηνων και εικοσι ημερων.
9 Erre Joáb átadta a királynak a nép összeírásának eredményét, amely szerint Izraelben nyolcszázezer kardforgató, erős férfi, Júdában meg ötszázezer harcos akadt.9 Και εδωκεν ο Ιωαβ εις τον βασιλεα το κεφαλαιον της απαριθμησεως του λαου? και ησαν ο Ισραηλ οκτακοσιαι χιλιαδες ανδρες δυναμεως συροντες ρομφαιαν? και οι ανδρες του Ιουδα πεντακοσιαι χιλιαδες.
10 Ám a nép megszámlálása után bántotta Dávidot lelkiismerete, s azért Dávid azt mondta az Úrnak: »Nagyon vétkeztem e tettel, de kérlek, Uram, bocsásd meg szolgád vétkét, mert igen esztelenül cselekedtem.«10 Και η καρδια του Δαβιδ εκτυπησεν αυτον, αφου απηριθμησε τον λαον. Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Κυριον, Ημαρτησα σφοδρα, πραξας τουτο? και τωρα, δεομαι σου, Κυριε, αφαιρεσον την ανομιαν του δουλου σου, οτι εμωρανθην σφοδρα.
11 Mire Dávid reggel felkelt, az Úr a következő szózatot intézte Gád prófétához, Dávid látnokához:11 Και οτε εσηκωθη ο Δαβιδ το πρωι, ο λογος του Κυριου ηλθε προς τον Γαδ τον προφητην, τον βλεποντα του Δαβιδ, λεγων,
12 »Eredj és szólj Dávidhoz: Ezt üzeni az Úr: Három dolog közül választhatsz: válassz közülük egyet tetszésed szerint, s én azt cselekszem meg veled.«12 Υπαγε και ειπε προς τον Δαβιδ, ουτω λεγει Κυριος? Τρια πραγματα εγω προβαλλω εις σε? εκλεξον εις σεαυτον εν εκ τουτων, και θελω σοι καμει αυτο.
13 Gád el is ment Dávidhoz és jelentette neki: »Vagy hét esztendeig éhínségnek kell jönnie országodra, vagy három hónapig menekülnöd kell ellenségeid elől, s azoknak üldözniük kell téged, vagy pedig három napig döghalálnak kell lennie földeden. Nos, gondolkodj, s határozz, milyen választ vigyek annak, aki engem küldött.«13 Ηλθε λοιπον ο Γαδ προς τον Δαβιδ και ανηγγειλε προς αυτον και ειπε προς αυτον, Θελεις να επελθωσιν εις σε επτα ετη πεινης επι την γην σου; η τρεις μηνας να φευγης απ' εμπροσθεν των εχθρων σου και να σε διωκωσιν; η τρεις ημερας να ηναι θανατικον εν τη γη σου; τωρα συλλογισθητι, και ιδε ποιαν αποκρισιν θελω φερει προς τον αποστειλαντα με.
14 Azt mondta erre Dávid Gádnak: »Nagyon szorongok, de jobb az Úr kezébe esnem (mert nagy az ő irgalmassága), mint az emberekébe.«14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Γαδ, Στενα μοι πανταχοθεν σφοδρα? ας πεσω λοιπον εις την χειρα του Κυριου, διοτι ειναι πολλοι οι οικτιρμοι αυτου? εις χειρα δε ανθρωπου ας μη πεσω.
15 Döghalált bocsátott tehát az Úr Izraelre attól a reggeltől kezdve a megszabott ideig, s meghalt a népből Dántól Beersebáig hetvenezer ember.15 Απεστειλε λοιπον ο Κυριος θανατικον επι τον Ισραηλ, απο πρωιας μεχρι του διωρισμενου καιρου? και απεθανον εκ του λαου, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων.
16 Amikor azonban az Úr angyala Jeruzsálemre nyújtotta ki kezét, hogy azt is elpusztítsa, megkönyörült az Úr a nyomorúságon és azt mondta a nép öldöklő angyalának: »Elég, vond vissza immár kezedet.« Amikor ugyanis az Úr angyala a jebuzita Arauna szérűje mellett volt,16 Και οτε ο αγγελος εξετεινε την χειρα αυτου κατα της Ιερουσαλημ, δια να απολεση αυτην, μετεμεληθη ο Κυριος περι του κακου, και ειπε προς τον αγγελον, οστις εκαμεν εν τω λαω την φθοραν, Αρκει ηδη? συρε την χειρα σου. Ητο δε ο αγγελος του Κυριου πλησιον του αλωνιου του Ορνα του Ιεβουσαιου.
17 így szólt Dávid az Úrhoz, amint meglátta a nép öldöklő angyalát: »Én vagyok az, aki vétkeztem, s aki gonoszul cselekedtem; de ők, a juhok, mit követtek el? Kérlek, forduljon tehát kezed én ellenem s az én apámnak háza ellen!«17 Και ελαλησεν ο Δαβιδ προς τον Κυριον, οτε ειδε τον αγγελον τον θανατονοντα τον λαον, και ειπεν, Ιδου, εγω ημαρτον και εγω ηνομησα? ταυτα δε τα προβατα τι επραξαν; κατ' εμου λοιπον εστω η χειρ σου και κατα του οικου του πατρος μου.
18 Erre Gád még aznap elment Dávidhoz és azt mondta neki: »Menj fel és állíts oltárt az Úrnak a jebuzita Arauna szérűjén.«18 Και ηλθεν ο Γαδ την ημεραν εκεινην προς τον Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Αναβα, στησον θυσιαστηριον εις τον Κυριον εν τω αλωνιω Ορνα του Ιεβουσαιου.
19 Dávid fel is ment Gád beszéde szerint, ahogy az Úr parancsolta neki.19 Και ανεβη ο Δαβιδ κατα τον λογον του Γαδ, ως προσεταξεν ο Κυριος.
20 Amint Arauna kitekintett, s észrevette, hogy a király és szolgái feléje tartanak,20 Και ανεβλεψεν ο Ορνα και ειδε τον βασιλεα και τους δουλους αυτου ερχομενους προς αυτον? και εξηλθεν ο Ορνα και προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους.
21 kiment, földig hajtotta arcát a király előtt és azt mondta: »Mi végett jön szolgájához uram, a király?« Azt mondta neki Dávid: »Hogy megvegyem tőled a szérűt s oltárt építsek rajta az Úrnak, hogy megszűnjék az a vész, amely a nép között dúl.«21 Και ειπεν ο Ορνα, Δια τι ηλθεν ο κυριος μου ο βασιλευς προς τον δουλον αυτου; Και ειπεν ο Δαβιδ, Δια να αγορασω το αλωνιον παρα σου, δια να οικοδομησω θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και να σταθη η πληγη απο του λαου.
22 Azt mondta erre Arauna Dávidnak: »Fogadja el, s áldozzon rajta uram, a király, amint neki tetszik. Itt vannak a marhák egészen elégő áldozatnak, a cséplőszánok meg a marhajármok tüzelőfának.22 Και ειπεν ο Ορνα προς τον Δαβιδ, Ας λαβη ο κυριος μου ο βασιλευς και ας προσφερη εις θυσιαν ο, τι φαινεται αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου? ιδου, οι βοες εις ολοκαυτωμα και τα αλωνικα εργαλεια και τα εργαλεια των βοων δια ξυλα.
23 Mindezt odaadja, ó király, Arauna a királynak.« Majd azt mondta Arauna a királynak: »Fogadja kegyesen az Úr fogadalmadat.«23 Τα παντα εδωκεν ο Ορνα, ως βασιλευς, εις τον βασιλεα. Και ειπεν ο Ορνα προς τον βασιλεα, Κυριος ο Θεος σου να ευαρεστηθη εις σε.
24 Így felelt azonban neki a király: »Nem fogadom el úgy, ahogy akarod, hanem megveszem tőled az áráért, mert nem áldozok az Úrnak, az én Istenemnek ingyen szerzett egészen elégő áldozatot.« Dávid meg is vette a szérűt meg a marhákat ötven sékel ezüstön,24 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ορνα, Ουχι, αλλα θελω εξαπαντος αγορασει αυτο παρα σου δια αντιπληρωμης? διοτι δεν θελω προσφερει ολοκαυτωματα εις Κυριον τον Θεον μου δωρεαν. Και ηγορασεν ο Δαβιδ το αλωνιον και τους βοας δια πεντηκοντα σικλων αργυριου.
25 s ott oltárt épített Dávid az Úrnak, s egészen elégő áldozatokat és békeáldozatokat mutatott be. Erre az Úr megengesztelődött az ország iránt és megszűnt a csapás Izraelben.25 Και ωκοδομησεν ο Δαβιδ εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και προσεφερεν ολοκαυτωματα και ειρηνικας προσφορας. Και εξιλεωθη ο Κυριος προς την γην, και εσταθη η πληγη απο του Ισραηλ.