Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 23


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Τοτε εσηκωθη απαν το πληθος αυτων και εφεραν αυτον προς τον Πιλατον.1 Et surgens omnis multitudo eorum duxerunt illum ad Pi latum.
2 Και ηρχισαν να κατηγορωσιν αυτον, λεγοντες? Τουτον ευρομεν διαστρεφοντα το εθνος και εμποδιζοντα το να διδωσι φορους εις τον Καισαρα, λεγοντα εαυτον οτι ειναι Χριστος βασιλευς.2 Coeperuntautem accusare illum dicentes: “ Hunc invenimus subvertentem gentem nostram etprohibentem tributa dare Caesari et dicentem se Christum regem esse ”.
3 Ο δε Πιλατος ηρωτησεν αυτον, λεγων? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε αποκριθεις προς αυτον, ειπε? Συ λεγεις.3 Pilatus autem interrogavit eum dicens: “ Tu es rex Iudaeorum? ”. At illerespondens ait: “ Tu dicis ”.
4 Και ο Πιλατος ειπε προς τους αρχιερεις και τους οχλους? Ουδεν εγκλημα ευρισκω εν τω ανθρωπω τουτω.4 Ait autem Pilatus ad principes sacerdotum etturbas: “ Nihil invenio causae in hoc homine ”.
5 Οι δε επεμενον λεγοντες οτι Ταραττει τον λαον, διδασκων καθ' ολην την Ιουδαιαν, αρχισας απο της Γαλιλαιας εως εδω.5 At illi invalescebantdicentes: “ Commovet populum docens per universam Iudaeam et in cipiens aGalilaea usque huc! ”.
6 Ο δε Πιλατος ακουσας Γαλιλαιαν ηρωτησεν αν ο ανθρωπος ηναι Γαλιλαιος,6 Pilatus autem audiens interrogavit si homo Galilaeusesset;
7 και μαθων οτι ειναι εκ της επικρατειας του Ηρωδου, επεμψεν αυτον προς τον Ηρωδην, οστις ητο και αυτος εν Ιεροσολυμοις εν ταυταις ταις ημεραις.7 et ut cognovit quod de Herodis potestate esset, remisit eum ad Herodem,qui et ipse Hierosolymis erat illis diebus.
8 Ο δε Ηρωδης, ιδων τον Ιησουν, εχαρη πολυ? διοτι ηθελε προ πολλου να ιδη αυτον, επειδη ηκουε πολλα περι αυτου και ηλπιζε να ιδη τι θαυμα γινομενον υπ' αυτου.8 Herodes autem, viso Iesu, gavisusest valde; erat enim cupiens ex multo tempore videre eum, eo quod audiret deillo et sperabat signum aliquod videre ab eo fieri.
9 Ηρωτα δε αυτον με λογους πολλους? πλην αυτος δεν απεκριθη προς αυτον ουδεν.9 Interrogabat autem illummultis sermonibus; at ipse nihil illi respondebat.
10 Ισταντο δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις, κατηγορουντες αυτον εντονως.10 Stabant etiam principessacerdotum et scribae constanter accusantes eum.
11 Αφου δε ο Ηρωδης μετα των στρατευματων αυτου εξουθενησεν αυτον και ενεπαιξεν, ενεδυσεν αυτον λαμπρον ιματιον και επεμψεν αυτον παλιν προς τον Πιλατον.11 Sprevit autem illum Herodescum exercitu suo et illusit indutum veste alba et remisit ad Pilatum.
12 Εν αυτη δε τη ημερα ο Πιλατος και ο Ηρωδης εγειναν φιλοι μετ' αλληλων? διοτι προτερον ησαν εις εχθραν προς αλληλους.12 Factisunt autem amici inter se Herodes et Pilatus in ipsa die; nam antea inimicierant ad invicem.
13 Ο δε Πιλατος, συγκαλεσας τους αρχιερεις και τους αρχοντας και τον λαον,13 Pilatus autem, convocatis principibus sacerdotum et magistratibus et plebe,
14 ειπε προς αυτους? Εφερατε προς εμε τον ανθρωπον τουτον ως στασιαζοντα τον λαον, και ιδου, εγω ενωπιον σας ανακρινας δεν ευρον εν τω ανθρωπω τουτω ουδεν εγκλημα εξ οσων κατηγορειτε κατ' αυτου,14 dixit ad illos: “ Obtulistis mihi hunc hominem quasi avertentem populum, etecce ego coram vobis interrogans nullam causam inveni in homine isto ex his, inquibus eum accusatis,
15 αλλ' ουδε ο Ηρωδης, διοτι σας επεμψα προς αυτον? και ιδου, ουδεν αξιον θανατου ειναι πεπραγμενον υπ' αυτου.15 sed
neque Herodes; remisit enim illum ad nos. Et ecce nihil dignum morte actum estei.
16 Αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.16 Emendatum ergo illum dimittam ”.
17 Επρεπε δε αναγκαιως να απολυη εις αυτους ενα εν τη εορτη.17
18 Παντες δε ομου ανεκραξαν, λεγοντες? Σηκωσον τουτον, απολυσον δε εις ημας τον Βαραββαν?18 Exclamavit autem universaturba dicens: “ Tolle hunc et dimitte nobis Barabbam! ”,
19 οστις δια στασιν τινα γενομενην εν τη πολει και δια φονον ητο βεβλημενος εις φυλακην.19 qui erat propterseditionem quandam factam in civitate et homicidium missus in carcerem.
20 Παλιν λοιπον ο Πιλατος ελαλησε προς αυτους, θελων να απολυση τον Ιησουν.20 Iterum autem Pilatus locutus est ad illos volens dimittere Iesum,
21 Οι δε εφωναζον, λεγοντες? Σταυρωσον, σταυρωσον αυτον.21 at illisucclamabant dicentes: “ Crucifige, crucifige illum! ”.
22 Ο δε και τριτην φοραν ειπε προς αυτους? Και τι κακον επραξεν ουτος; ουδεμιαν αιτιαν θανατου ευρον εν αυτω? αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.22 Ille autem tertiodixit ad illos: “ Quid enim mali fecit iste? Nullam causam mortis invenio ineo; corripiam ergo illum et dimittam ”.
23 Αλλ' εκεινοι επεμενον, με φωνας μεγαλας ζητουντες να σταυρωθη, και αι φωναι αυτων και των αρχιερεων υπερισχυον.23 At illi instabant vocibus magnispostulantes, ut crucifigeretur, et invalescebant voces eorum.
24 Και ο Πιλατος απεφασισε να γεινη το ζητημα αυτων,24 Et Pilatusadiudicavit fieri petitionem eorum:
25 και απελυσεν εις αυτους τον δια στασιν και φονον βεβλημενον εις την φυλακην, τον οποιον εζητουν, τον δε Ιησουν παρεδωκεν εις το θελημα αυτων.25 dimisit autem eum, qui propter seditionemet homicidium missus fuerat in carcerem, quem petebant; Iesum vero tradiditvoluntati eorum.
26 Και καθως εφεραν αυτον εξω, επιασαν Σιμωνα τινα Κυρηναιον, ερχομενον απο του αγρου, και εθεσαν επανω αυτου τον σταυρον, δια να φερη αυτον οπισθεν του Ιησου.26 Et cum abducerent eum, apprehenderunt Simonem quendam Cyrenensem venientem devilla et imposuerunt illi crucem portare post Iesum.
27 Ηκολουθει δε αυτον πολυ πληθος του λαου και γυναικων, αιτινες και ωδυροντο και εθρηνουν αυτον.27 Sequebatur autem illum multa turba populi et mulierum, quae plangebant etlamentabant eum.
28 Στραφεις δε προς αυτας ο Ιησους, ειπε? θυγατερες της Ιερουσαλημ, μη κλαιετε δι' εμε, αλλα δι' εαυτας κλαιετε και δια τα τεκνα σας.28 Conversus autem ad illas Iesus dixit: “ Filiae Ierusalem,nolite flere super me, sed super vos ipsas flete et super filios vestros,
29 Διοτι ιδου, ερχονται ημεραι καθ' ας θελουσιν ειπει? Μακαριαι αι στειραι και αι κοιλιαι, αιτινες δεν εγεννησαν, και οι μαστοι, οιτινες δεν εθηλασαν.29 quoniam ecce venient dies, in quibus dicent: “Beatae steriles et ventres, quinon genuerunt, et ubera, quae non lactaverunt!”.
30 Τοτε θελουσιν αρχισει να λεγωσιν εις τα ορη, Πεσετε εφ' ημας, και εις τα βουνα, Σκεπασατε ημας?30 Tunc incipient dicere montibus: “Cadite super nos!”, et collibus: “Operitenos!”,
31 διοτι εαν εις το υγρον ξυλον πραττωσι ταυτα, τι θελει γεινει εις το ξηρον;31 quia si in viridi ligno haec faciunt, in arido quid fiet? ”.
32 Εφεροντο δε και αλλοι δυο μετ' αυτου, οιτινες ησαν κακουργοι δια να θανατωθωσι.32 Ducebantur autem et alii duo nequam cum eo, ut interficerentur.
33 Και οτε ηλθον εις τον τοπον τον ονομαζομενον Κρανιον, εκει εσταυρωσαν αυτον και τους κακουργους, τον μεν εκ δεξιων, τον δε εξ αριστερων.33 Et postquam venerunt in locum, qui vocatur Calvariae, ibi crucifixerunt eumet latrones, unum a dextris et alterum a sinistris.
34 Ο δε Ιησους ελεγε? Πατερ, συγχωρησον αυτους? διοτι δεν εξευρουσι τι πραττουσι. Διαμεριζομενοι δε τα ιματια αυτου, εβαλον κληρον.34 Iesus autem dicebat: “Pater, dimitte illis, non enim sciunt quid faciunt ”.
Dividentes vero vestimenta eius miserunt sortes.
35 Και ιστατο ο λαος θεωρων. Ενεπαιζον δε και οι αρχοντες μετ' αυτων, λεγοντες? Αλλους εσωσεν, ας σωση αυτον, εαν ουτος ηναι ο Χριστος ο εκλεκτος του Θεου.35 Et stabat populusexspectans. Et deridebant illum et principes dicentes: “ Alios salvos fecit;se salvum faciat, si hic est Christus Dei electus! ”.
36 Ενεπαιζον δε αυτον και οι στρατιωται, πλησιαζοντες και προσφεροντες οξος εις αυτον36 Illudebant autem eiet milites accedentes, acetum offerentes illi
37 και λεγοντες? Εαν συ ησαι ο βασιλευς των Ιουδαιων, σωσον σεαυτον.37 et dicentes: “ Si tu es rexIudaeorum, salvum te fac! ”.
38 Ητο δε και επιγραφη γεγραμμενη επανωθεν αυτου με γραμματα Ελληνικα και Ρωμαικα και Εβραικα? Ουτος εστιν ο Βασιλευς των Ιουδαιων.38 Erat autem et superscriptio super illum: “Hic est rex Iudaeorum ”.
39 Εις δε των κρεμασθεντων κακουργων εβλασφημει αυτον, λεγων? Εαν συ ησαι ο Χριστος, σωσον σεαυτον και ημας.39 Unus autem de his, qui pendebant, latronibus blasphemabat eum dicens: “Nonne tu es Christus? Salvum fac temetipsum et nos! ”.
40 Αποκριθεις δε ο αλλος, επεπληττεν αυτον, λεγων? Ουδε τον Θεον δεν φοβεισαι συ, οστις εισαι εν τη αυτη καταδικη;40 Respondens autemalter increpabat illum dicens: “ Neque tu times Deum, quod in eadem damnationees?
41 και ημεις μεν δικαιως? διοτι αξια των οσα επραξαμεν απολαμβανομεν? ουτος ομως ουδεν ατοπον επραξε.41 Et nos quidem iuste, nam digna factis recipimus! Hic vero nihil maligessit ”.
42 Και ελεγε προς τον Ιησουν? Μνησθητι μου, Κυριε, οταν ελθης εν τη βασιλεια σου.42 Et dicebat: “ Iesu, memento mei, cum veneris in regnum tuum ”.
43 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω, σημερον θελεις εισθαι μετ' εμου εν τω παραδεισω.43 Et dixit illi: “ Amen dico tibi: Hodie mecum eris in paradiso ”.
44 Ητο δε ως εκτη ωρα και εγεινε σκοτος εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης,44 Et erat iam fere hora sexta, et tenebrae factae sunt in universa terra usquein horam nonam,
45 και εσκοτισθη ο ηλιος και εσχισθη εις το μεσον το καταπετασμα του ναου?45 et obscuratus est sol, et velum templi scissum est medium.
46 και φωναξας με φωνην μεγαλην ο Ιησους ειπε? Πατερ, εις χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου? και ταυτα ειπων εξεπνευσεν.46 Et clamans voce magna Iesus ait: “ Pater, in manus tuas commendo spiritum meum”; et haec dicens exspiravit.
47 Ιδων δε ο εκατονταρχος το γενομενον, εδοξασε τον Θεον, λεγων? Οντως ο ανθρωπος ουτος ητο δικαιος.47 Videns autem centurio, quod factum fuerat, glorificavit Deum dicens: “ Verehic homo iustus erat! ”.
48 Και παντες οι οχλοι οι συνελθοντες εις την θεωριαν ταυτην, βλεποντες τα γενομενα, υπεστρεφον τυπτοντες τα στηθη αυτων.48 Et omnis turba eorum, qui simul aderant adspectaculum istud et videbant, quae fiebant, percutientes pectora suarevertebantur.
49 Ισταντο δε μακροθεν παντες οι γνωστοι αυτου, και αι γυναικες αιτινες συνηκολουθησαν αυτον απο της Γαλιλαιας, και εβλεπον ταυτα.49 Stabant autem omnes noti eius a longe et mulieres, quae secutae erant eum aGalilaea, haec videntes.
50 Και ιδου, ανηρ τις Ιωσηφ το ονομα, οστις ητο βουλευτης, ανηρ αγαθος και δικαιος,50 Et ecce vir nomine Ioseph, qui erat decurio, vir bonus et iustus
51 ουτος δεν ητο συμφωνος με την βουλην και την πραξιν αυτων, απο Αριμαθαιας πολεως των Ιουδαιων, οστις και αυτος περιεμενε την βασιλειαν του Θεου,51 Hic non consenserat consilio et actibus eorum — ab Arimathaea civitate Iudaeorum, quiexspectabat regnum Dei,
52 ουτος ελθων προς τον Πιλατον, εζητησε το σωμα του Ιησου,52 hic accessit ad Pilatum et petiit corpus Iesu
53 και καταβιβασας αυτο ετυλιξεν αυτο με σινδονα και εθεσεν αυτο εν μνημειω λελατομημενω? οπου ουδεις ετι ειχεν ενταφιασθη.53 etdepositum involvit sindone et posuit eum in monumento exciso, in quo nondumquisquam positus fuerat.
54 Και ητο ημερα παρασκευη, και εξημερονε σαββατον.54 Et dies erat Parasceves, et sabbatum illucescebat.
55 Ηκολουθησαν δε και γυναικες, αιτινες ειχον ελθει μετ' αυτου απο της Γαλιλαιας, και ειδον το μνημειον και πως ετεθη το σωμα αυτου.55 Subsecutae autem mulieres, quae cum ipso venerant de Galilaea, videruntmonumentum et quemadmodum positum erat corpus eius;
56 Και αφου υπεστρεψαν ητοιμασαν αρωματα και μυρα. Και το μεν σαββατον ησυχασαν κατα την εντολην.56 et revertentes paraveruntaromata et unguenta et sabbato quidem siluerunt secundum mandatum.